Kathimerini.gr
Γιάννης Παλαιολόγος
Eίδε πολλά στις δύο εβδομάδες που προσέφερε τις υπηρεσίες της ως αναισθησιολόγος στη Γάζα η Κωνστήλια Καρύδη. Μιλάει για την αγωνία της για τη μετεγχειρητική πορεία πολλών τραυματιών και τον κίνδυνο μόλυνσης, την έλλειψη μορφίνης και προϊόντων παρεντερικής διατροφής στις ΜΕΘ, τον φόβο διασποράς μολυσματικών ασθενειών στο Ευρωπαϊκό Νοσοκομείο της Γάζας, όπου βρέθηκε, λόγω του τεράστιου συνωστισμού.
Θυμάται πολύ έντονα την περίπτωση ενός νέου Παλαιστινίου, ο οποίος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με «αιμορραγία μηριαίας αρτηρίας, από πυροβολισμό, βασικά, είχε χάσει όλο του αίμα… Πρέπει να ήταν μικρότερος από 20 ετών, σε πολύ ασταθή κατάσταση. Του κάναμε μαζική μετάγγιση και του δώσαμε απίστευτα υψηλές δόσεις αγγειοσυσπαστικών, για να ανεβάσουμε την πίεσή του όσο γινόταν σε φυσιολογικά επίπεδα. Ηταν δόσεις που δεν έχω ξαναδώσει ποτέ, όχι αναγκαστικά συμβατές με την επιβίωση του ασθενούς. Ενιωθα πολύ άβολα με αυτό που έκανα».
Ο νευροχειρουργός «έκλεισε το τραύμα πολύ γρήγορα, έβαλε γάζες και ένα εξωτερικό τουρνικέ για να δει αν θα αρχίσει να ανταποκρίνεται ο ασθενής. Αν ανταποκρινόταν, θα τον ακρωτηρίαζε την επόμενη μέρα. Τελικά ξύπνησε δύο ημέρες αργότερα, χαμογελαστός, χωρίς ένα κάτω άκρο. Μέσα στη ματαιότητα που ένιωθα, ήταν κάτι πολύ σημαντικό…».
Η Καρύδη, που εργάζεται στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Οξφόρδης, είχε ξαναπάει σε ανθρωπιστική αποστολή – αλλά για να παρέχει γενικές ιατρικές υπηρεσίες και ποτέ σε εμπόλεμη ζώνη. «Τίποτα δεν σε προετοιμάζει γι’ αυτό που θα δεις», σχολιάζει στην «Κ».
Η ιατρική αποστολή
Η Ελληνίδα γιατρός έφτασε στη Γάζα στις 21 Φεβρουαρίου και έμεινε έως τις 6 Μαρτίου. «Πήγα μέσω μιας αγγλικής οργάνωσης με μακροχρόνια παρουσία στην περιοχή, της Medical Aid for Palestinians (MAP), που συνεργάζεται με το International Rescue Committee, υπό τον συντονισμό του ΟΗΕ. Ο ΟΗΕ φροντίζει οι ομάδες γιατρών που καταφθάνουν να πηγαίνουν στα μέρη όπου υπάρχει η μεγαλύτερη ανάγκη».
Η Καρύδη ταξίδεψε στο Κάιρο, από εκεί πήγε με κομβόι του ΟΗΕ στη Ράφα και στη συνέχεια, με την πρότερη ενημέρωση και την άδεια των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων, στο Ευρωπαϊκό Νοσοκομείο της Γάζας, στη Χαν Γιουνίς. Για λόγους ασφαλείας, για τις δύο εβδομάδες που ήταν εκεί, έμενε μέσα στο νοσοκομείο.
«Οι επιχειρήσεις του πεζικού συνεχίζονταν όσο ήμαστε εκεί, στα 500 με 700 μέτρα από το νοσοκομείο», αφηγείται. «Ακούγαμε τα πάντα: τους πυροβολισμούς, τους βομβαρδισμούς, τα drones, σαν ζιζάνια, αλλά και ένα συνεχόμενο βουητό που ίσως ήταν κάποια μεγαλύτερα drones. Ηταν λίγο σαν sci fi ταινία, με εξωγήινα αεροσκάφη που αιωρούνται από πάνω σου».
Χιλιάδες κόσμου
«Φτάνοντας στο νοσοκομείο, με το που στρίβεις από τον κεντρικό δρόμο από τα σύνορα, έχει κόσμο παντού. Ηταν πολύ δύσκολο να προχωρήσει το όχημα – σαν να προσπαθούσε να περάσει από μια πορεία. Είχαν μαζευτεί εκεί γιατί θεωρούσαν ότι ο χώρος γύρω από το νοσοκομείο είναι πιο ασφαλής από τους βομβαρδισμούς. Και μετά, μέσα στον αύλειο χώρο του νοσοκομείου, δεν υπήρχε ούτε τετραγωνικό μέτρο ελεύθερο – παντού αυτοσχέδιες σκηνές, με ό,τι υλικό μπορούσαν να βρουν οι άνθρωποι. Ηταν περίπου 22.000 άτομα μέσα στον αύλειο χώρο και στους διαδρόμους του νοσοκομείου, όπου χρησιμοποιούσαν σεντόνια για παραβάν, για να έχουν κάποιο βαθμό ιδιωτικότητας».
Θυμάται μια ηλικιωμένη γυναίκα που κοιμόταν σε ένα στρώμα. «Την είχα παρατηρήσει από την πρώτη μέρα. Κάθε μέρα που περνούσα από το σημείο, τσέκαρα να δω αν είναι ακόμη εκεί, αν ήταν ανοιχτά τα μάτια της». Οι εγκαταστάσεις του νοσοκομείου, μεταξύ των οποίων οι τουαλέτες και τα ντους, έπρεπε να εξυπηρετήσουν όλον αυτόν τον πλεονάζοντα πληθυσμό. Ηταν, παρ’ όλ’ αυτά, «ένα από δύο κυβερνητικά νοσοκομεία που παραμένουν λειτουργικά στη Γάζα, από 36 που υπήρχαν πριν από τον πόλεμο». Το νοσοκομείο έχει δυναμικότητα 220 κλινών. «Οταν πήγαμε εμείς, είχε πάνω από 1.000 ασθενείς – κυρίως τραυματίες», λέει η Καρύδη.
Υποσιτισμός
Τα σημάδια του υποσιτισμού ήταν ξεκάθαρα. «Είχα ασθενείς νεαρής ηλικίας που δεν είχαν καθόλου μυϊκή μάζα, σε βαθμό που έβλεπα τα οστά τους. Ολοι ζουν με κονσέρβες, που είναι πανάκριβες – άκουσα για τιμές 30 δολάρια η μία».
Τη ρώτησα πώς νιώθει σήμερα, δύο εβδομάδες μετά. «Θα ήθελα να ξαναπάω. Θα ήθελα να συμβάλω στην ανοικοδόμηση, όταν ξεκινήσει. Τα συναισθήματα είναι πολύ ανάμεικτα. Είναι σοκαριστικό αυτό που βλέπεις. Ενιωθα τύψεις όταν έφευγα, που είχα την επιλογή να φύγω, ενώ οι Παλαιστίνιοι συνάδελφοι και οι υπόλοιποι κάτοικοι της Γάζας δεν μπορούν. Αλλά νιώθω ότι κάτι προσέφερα, περισσότερο στο κομμάτι της αλληλεγγύης. Μας το είπαν άλλωστε, ότι είναι πολύ σημαντικό γι’ αυτούς να νιώθουν ότι τους βλέπουμε, ότι δεν είναι ξεχασμένοι».