Έως τον Νοέμβριο του 2024 και τις επερχόμενες αμερικανικές προεδρικές εκλογές απομένουν, ακόμη, 17 μήνες, διάστημα μέσα στο οποίο θα μπορούσαν να συμβούν πολλά.
Τα κομματικά στρατόπεδα στις ΗΠΑ κινούνται άλλωστε ήδη σε ρυθμούς προεκλογικής περιόδου, με τους προεδρικούς υποψηφίους να παίρνουν θέση στη γραμμή της εκκίνησης και τις προκριματικές κούρσες για το χρίσμα να παίρνουν μπρος μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο όμως θυμίζει σε πολλά, λόγω προσώπων και καταστάσεων, τις προηγούμενες προεδρικές του 2020.
Τραμπ εναντίον Μπάιντεν: Όπως πριν από τέσσερα χρόνια έτσι και τώρα, Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί μπαίνουν στην κούρσα προς τον Λευκό Οίκο με φαβορί τους νικητές των προκριματικών του 2020.
Ο 77χρονος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε πρώτος την υποψηφιότητά του τον περασμένο Νοέμβριο και πλέον θεωρείται το φαβορί για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικανών ενόψει 2024.
Φαβορί και αουτσάιντερ
Το εσωκομματικό τοπίο είναι, ωστόσο, πια περισσότερο ανταγωνιστικό για τον ίδιο από ό,τι πριν τέσσερα χρόνια.
Την περίοδο 2019-2020, ο Τραμπ είχε απέναντί του, ως εσωκομματικούς διεκδικητές του προεδρικού χρίσματος, πολιτικούς τα ονόματα των οποίων πια μάλλον δεν θυμάται κανείς. Οι – σε μεγάλο βαθμό άγνωστοι όχι μόνο εκτός αλλά και εντός των αμερικανικών συνόρων – Μαρκ Σάνφορντ, Τζο Γουόλς, Ρόκι Ντε Λα Φουέντε και Μπιλ Γουέλντ είχαν επιχειρήσει τότε να κοντράρουν τον Τραμπ, με τις προσπάθειές τους ωστόσο να χάνουν από τα αποδυτήρια και να παραδίδονται στη λήθη…
Συγκριτικά, εν έτει 2023 πια, ο Τραμπ καλείται να ξεπεράσει τα εμπόδια που θέτουν στον δρόμο του όχι άσημοι αλλά μάλλον «διάσημοι» διεκδικητές του προεδρικού χρίσματος όπως ο κυβερνήτης της Φλόριντα Ρον ντε Σάντις, ο πρώην αντιπρόεδρος Μάικ Πενς, ο πρώην κυβερνήτης του Νιου Τζέρσεϊ Κρις Κρίστι, η άλλοτε πρεσβευτής των ΗΠΑ στον ΟΗΕ Νίκι Χέιλι, ο εκατομμυριούχος επιχειρηματίας Βιβέκ Ραμασουάμι κ.ά.
Παρά τον εσωκομματικό ανταγωνισμό, ο 77χρονος Τραμπ παρουσιάζεται να οδηγεί την κούρσα των προκριματικών και μάλιστα με προβάδισμα δεκάδων μονάδων έναντι του Ρον Ντε Σάντις που ακολουθεί δεύτερος, ενώ και οι διώξεις που ασκήθηκαν εν τω μεταξύ σε βάρος του Ρεπουμπλικανού πρώην προέδρου (τον περασμένο Απρίλιο στη Νέα Υόρκη και προ ημερών στο Μαϊάμι) πρακτικώς μάλλον τον ωφελούν επικοινωνιακά ενισχύοντας το στρεβλά «αντισυστημικό» προφίλ του στα μάτια μεγάλης μερίδας Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων.
Τι γίνεται, όμως, στην απέναντι όχθη του στρατοπέδου των Δημοκρατικών; Εκεί, προς το παρόν τουλάχιστον, οι τάσεις δείχνουν να κινούνται κατά τρόπο αντίστροφο. Εάν οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν πια πολλούς και διάσημους διεκδικητές του προεδρικού χρίσματος, οι Δημοκρατικοί έχουν στον αντίποδα λίγους και φαινομενικώς άσημους, προς το παρόν τουλάχιστον.
Υπενθυμίζεται ότι το 2020 ο Μπάιντεν είχε κληθεί να αντιμετωπίσει εσωκομματικά διόλου ευκαταφρόνητες υποψηφιότητες όπως ήταν εκείνες των Μπέρνι Σάντερς, Ελίζαμπεθ Γουόρεν, Μάικλ Μπλούμπεργκ, Πιτ Μπούτιτζιτζ κ.ά.
Εν έτει 2023 πια, πέρα από τον 80χρονο Τζο Μπάιντεν που ανακοίνωσε επισήμως την υποψηφιότητά του τον περασμένο Απρίλιο, το χρίσμα διεκδικούν επίσης η (μάλλον ασήμαντη δημοσκοπικά) συγγραφέας βιβλίων αυτοβοήθειας, Μαριάν Γουίλιαμσον, και ένας… Κένεντι.
Ο λόγος, εν προκειμένω, για τον 69χρονο Ρόμπερτ Φράνσις Κένεντι Τζούνιορ, έναν αμφιλεγόμενο δικηγόρο/ακτιβιστή με πολιτικά «βαρύ» επίθετο ο οποίος έρχεται πια, ως υιός του RFK και ανιψιός του JFK, να διεκδικήσει την προεδρία των ΗΠΑ σχεδόν 60 χρόνια έπειτα από τις δολοφονίες του θείου του, Τζον Φιτζέραλντ, το 1963, και του πατέρα του, Ρόμπερτ Φράνσις ή Μπόμπι, το 1968.
Ο Ρόμπερτ Φράνσις Κένεντι Τζούνιορ, ένας άνθρωπος που είχε συλληφθεί για υποθέσεις ναρκωτικών (μαριχουάνας και ηρωίνης) πριν από αρκετές δεκαετίες, παρουσιάζεται να συγκεντρώνει στις τελευταίες δημοσκοπήσεις για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών ποσοστά μεταξύ 15% και 17%, ενώ τον περασμένο Μάιο είχε αγγίξει ακόμη και το 20%.
Η υποψηφιότητά του δεν θα μπορούσε, βέβαια, να εκθρονίσει από την πρώτη θέση τον Μπάιντεν, ο οποίος στις ίδιες δημοσκοπήσεις συγκεντρώνει από 54% έως και 70%. Θα μπορούσε, ωστόσο, να στερήσει ψήφους από τον νυν πρόεδρο στη μάχη του ενάντια στον Τραμπ ή όποιον άλλον Ρεπουμπλικανό προεδρικό υποψήφιο.
Διότι, προτού αντιμετωπίσει τους Ρεπουμπλικανούς το 2024, ο Μπάιντεν θα πρέπει να πείσει όλους εκείνους τους (ουκ ολίγους) ψηφοφόρους του Δημοκρατικού κόμματος που δεν ήθελαν να τον δουν να θέτει εκ νέου υποψηφιότητα για την προεδρία.
Ο Μπάιντεν «έχει να κάνει ακόμη πολλή δουλειά με τους ψηφοφόρους του δικού του κόμματος. Πρέπει να βρει τρόπους να προωθήσει τα επιτεύγματά του και να καθησυχάσει τους ψηφοφόρους που είναι επιφυλακτικοί αναφορικά με την ηλικία του», γράφει ο Ράιντ Έπστιν στους New York Times, υπογραμμίζοντας ότι ο 80χρονος νυν πρόεδρος θα πρέπει να καταβάλλει προσπάθειες προκειμένου να ενισχύσει τη δημοτικότητά του στις τάξεις των δύσπιστων Δημοκρατικών ψηφοφόρων στον δρόμο προς το 2024.
Όσο για την προεδρική υποψηφιότητα του 69χρονου Κένεντι, εκείνη έρχεται να μας υπενθυμίσει δύο πράγματα, σύμφωνα με τη σχετική ανάλυση των NY Times: τις αδυναμίες του νυν προέδρου από τη μία πλευρά και τη διάθεση που έχει μερίδα «αριστερών» Αμερικανών ψηφοφόρων από την άλλη να υποστηρίξει «εναλλακτικές» προεδρικές υποψηφιότητες.
«Η υποψηφιότητα του Ρόμπερτ Φράνσις Κένεντι Τζούνιορ αποτελεί πονοκέφαλο για τον Μπάιντεν», γράφει χαρακτηριστικά ο Ράιντ Επστιν στους Τάιμς της Νέας Υόρκης.
Αντιεμβολιαστικά κρεσέντο και θεωρίες συνωμοσίας
«Εναλλακτικός» σε βαθμό αμφιλεγόμενο, ο 69χρονος Κένεντι αποτελεί ωστόσο «πονοκέφαλο» όχι μόνο για τον Μπάιντεν αλλά και ευρύτερα, εξαιτίας των σκληρά αντιεμβολιαστικών του θέσεων αλλά και των θεωριών συνωμοσίας που έχει κατά καιρούς προωθήσει μέσα από τις συνεντεύξεις, τις ομιλίες και τα βιβλία του.
Αν και επικεντρωμένος επί σειρά ετών ως ακτιβιστής σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος, ο Ρόμπερτ Φράνσις Κένεντι Τζούνιορ βρέθηκε να προωθεί παράλληλα τα περασμένα χρόνια, ήδη πριν από την πανδημία, αντιεμβολιαστικά αφηγήματα χωρίς επιστημονικό υπόβαθρο όπως καταγγέλλουν οι επικριτές του, αλλά και μια σειρά από άλλες «ακραίες» θέσεις, υποστηρίζοντας για παράδειγμα: ότι δεν φταίει η οπλοκατοχή για τις μαζικές δολοφονίες στις ΗΠΑ αλλά τα ψυχοφάρμακα, ότι τα σύνορα με το Μεξικό πρέπει να κλείσουν, ότι οι Αμερικανοί δεν θα έπρεπε να έχουν παράσχει βοήθεια στους Ουκρανούς μετά τη ρωσική εισβολή, ότι το αμερικανικό Δημοκρατικό κόμμα ελέγχεται από τις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες, ότι ο κορωνοϊός ήταν όπλο βιολογικού πολέμου κ.ά. Ο 69χρονος Κένεντι «ανέπτυξε» μάλιστα κάποιες από αυτές τις απόψεις του και κατά τη διάρκεια των ραδιοφωνικών συνομιλιών που είχε πρόσφατα με τον Ελον Μασκ και τον Τζο Ρόγκαν.
Έπειτα από όλα αυτά, θα μπορούσε βέβαια κανείς να διερωτηθεί γιατί ο Κένεντι διεκδικεί το προεδρικό χρίσμα του Δημοκρατικού κόμματος και όχι του Ρεπουμπλικανικού.
Όταν το όνομα… μετράει
Στην προκειμένη περίπτωση, όλα προφανώς έχουν να κάνουν με το όνομα «Κένεντι». Εάν ο πατέρας σου είχε δολοφονηθεί ενώ διεκδικούσε το προεδρικό χρίσμα του Δημοκρατικού κόμματος όπως ο Μπόμπι Κένεντι το 1968, τότε ο δρόμος έχει ήδη στρωθεί… Το όνομα εξηγεί, άλλωστε, και τα υψηλά ποσοστά (σχεδόν 20%) που συγκεντρώνει ο 69χρονος γόνος της δυναστείας των Κένεντι στις δημοσκοπήσεις καθώς πολλοί τον προτιμούν κυρίως λόγω επιθέτου, όπως προκύπτει μέσα από έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρεία SSRS τον περασμένο Μάιο για λογαριασμό του δικτύου CNN.
Από εκεί και πέρα ωστόσο, ο Ρόμπερτ Φράνσις Κένεντι Τζούνιορ έχει και επιφανείς υποστηρικτές: τον πρώην βουλευτή των Δημοκρατικών Ντένις Κούτσινιτς, τον επιχειρηματία/επενδυτή Ντέιβιντ Σακς (ο οποίος όμως παράλληλα συγκεντρώνει χρήματα και υπέρ της υποψηφιότητας του Ρεπουμπλικανού Ρον Ντε Σάντις), τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο του Twitter Τζακ Ντόρσεϊ κ.ά.
Κάποιοι από τους υποστηρικτές του υποστηρίζουν μάλιστα ότι εκείνος θα μπορούσε να γεφυρώσει το χάσμα εντός των ΗΠΑ περιορίζοντας τον δικομματικό διχασμό και την πόλωση («heal the divide») αλλά και να αντλήσει ψήφους και από τη δεξαμενή των Ρεπουμπλικανών.
Το κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, για τον Τζο Μπάιντεν είναι τι θα γίνει με τη δεξαμενή των Δημοκρατικών…