ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Εκλογές - ΗΠΑ: Ο διμέτωπος των Δημοκρατικών με Τραμπ και εσωστρέφεια

Ξανά... στη γραμμή της εκκίνησης για μια προεκλογική κούρσα μετ’ εμποδίων οι Δημοκρατικοί. Ο χρόνος που μετρά αντίστροφα, το στοίχημα της συσπείρωσης και η απειλή Τραμπ

Kathimerini.gr

Γιώργος Σκαφιδάς

Τρεις εβδομάδες: περίπου τόσο άντεξε ο Τζο Μπάιντεν, αντιστεκόμενος στις φωνές που του ζητούσαν να αποσυρθεί.

Ακριβώς 24 ημέρες έπειτα από το –εκ του αποτελέσματος «μοιραίο» για τον ίδιο και την προεδρική του υποψηφιότητα– ντιμπέιτ της 27ης Ιουνίου απέναντι στον Τραμπ, ο 81χρονος πολιτικός ανακοίνωσε τελικώς, στις 21 Ιουλίου, ότι αποχωρεί από την κούρσα για την προεδρία των ΗΠΑ.

«Πιστεύω ότι είναι προς το συμφέρον του κόμματός μου και της χώρας μου να κάνω πίσω», ανέφερε ο ίδιος στην επιστολή της απόσυρσής του, ξεκαθαρίζοντας ωστόσο ότι η αρχική του πρόθεση ήταν άλλη: να διεκδικήσει μια νέα τετραετία στην προεδρία.

Το να ξέρει κανείς πότε να φεύγει είναι ένα προσόν το οποίο συνήθως δεν «ευδοκιμεί» στις τάξεις των πολιτικών.

Ο Τζο Μπάιντεν μπήκε στον χώρο της πολιτικής, ως εκλεγμένος αξιωματούχος, πριν από… 52 χρόνια. Εως και το απόγευμα του περασμένου Σαββάτου, ο ίδιος διαμήνυε μάλιστα ότι ήθελε να συνεχίσει.

Μέσα σε λίγες ώρες ωστόσο, το σκηνικό άλλαξε άρδην.

Ο Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι αποσύρει την υποψηφιότητά του και σύσσωμοι οι Δημοκρατικοί έσπευσαν, χωρίς παραφωνίες ή αποκλίσεις, να καλωσορίσουν αυτήν του την απόφαση.

Βουλευτές και γερουσιαστές της Δημοκρατικής παράταξης, κομματικά στελέχη και δωρητές, επιφανείς υποστηρικτές, δημοσιογράφοι και απλοί ψηφοφόροι αντέδρασαν με «ευγνωμοσύνη και ανακούφιση» στο άκουσμα αυτής της απόσυρσης.

Ηταν πια σαφές άλλωστε σε (σχεδόν) όλους ότι μια υποψηφιότητα Μπάιντεν δεν θα είχε μέλλον ή προοπτικές επιτυχίας μέσα σε συνθήκες εντεινόμενης εσωκομματικής αμφισβήτησης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το τέλος αυτής της (αδιέξοδης;) υποψηφιότητας δεν θα μπορούσε παρά να συνοδευτεί από αναστεναγμούς (προσωρινής) ανακούφισης.

Μήπως, όμως, είναι πια πολύ αργά για μια Δημοκρατική ανάκαμψη;

Σε λίγες εβδομάδες οι πρώτες ψηφοφορίες

Οι προεδρικές εκλογές αναμένονται στις 5 Νοεμβρίου αλλά η διαδικασία της ψηφοφορίας (early in-person voting) σε κάποιες Πολιτείες πρόκειται να ξεκινήσει ήδη από το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, όπως αναφέρει σε άρθρο του με τις επικείμενες ημερομηνίες-σταθμούς το USA Today.

Το αμερικανικό Politico βλέπει να επιχειρείται πια μια «επανεκκίνηση» από την πλευρά των Δημοκρατικών, η οποία όμως συνοδεύεται από αντικρουόμενα συναισθήματα «χαράς, ελπίδας αλλά και φόβου»: «χαράς» επειδή πια έφυγε το «βάρος» ενός υποψηφίου τον οποίο «η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων αντιμετώπιζε ως πολύ γηραιό για την προεδρία», «ελπίδας» για τη νίκη και «φόβου» μπροστά στο άγνωστο.

Ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ανέφερε, στη μακροσκελή ανακοίνωση που έδωσε στη δημοσιότητα έπειτα από την έξοδο του Μπάιντεν το βράδυ της Κυριακής (ώρα Ελλάδας), ότι η Δημοκρατική παράταξη εισέρχεται πια σε «αχαρτογράφητα νερά».

Οι συγκρίσεις με τη δεκαετία του 1960

Πράγματι, ο Τζο Μπάιντεν είναι ο πρώτος εν ενεργεία πρόεδρος που αποσύρεται από προεδρική κούρσα στις ΗΠΑ έπειτα από 56 χρόνια.

Προηγούμενος ήταν ο Δημοκρατικός Λίντον Τζόνσον που είχε αποσυρθεί από την προεκλογική κούρσα τον Μάρτιο του 1968, επτά μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές. Ο Τζόνσον ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ ήδη από το 1963 (σ.σ. ανέλαβε έπειτα από τη δολοφονία του JFK)· είχε κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 1964· υπηρετούσε ως πρόεδρος με αντιπρόεδρο τον Χιούμπερτ Χάμφρεϊ και θα μπορούσε να διεκδικήσει την επανεκλογή του το 1968 αλλά τελικώς αποσύρθηκε (όταν σχεδόν 60 ετών τότε) όταν είδε τη δημοτικότητά του να καταρρέει με φόντο τις αντιδράσεις στον πόλεμο του Βιετνάμ. Το προεδρικό χρίσμα της Δημοκρατικής παράταξης έλαβε τελικώς εκείνη τη χρονιά ο απερχόμενος αντιπρόεδρος Χιούμπερτ Χάμφρεϊ… ο οποίος όμως ηττήθηκε στις κάλπες από τον Νίξον.

Σχεδόν έξι δεκαετίες μετά, πολλοί στις ΗΠΑ επιχειρούν παραλληλισμούς με το επεισοδιακό παρελθόν της δεκαετίας του 1960, θέτοντας μια σειρά από ερωτήματα μέσα από τα οποία επιχειρούν να αντλήσουν διδάγματα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε δυνητικές προβλέψεις:

Μπορεί, άραγε, να συγκριθεί η δολοφονία του Κένεντι με την απόπειρα δολοφονίας κατά του Τραμπ; Μπορούν, άραγε, οι επιπτώσεις που είχε στην πολιτική σκηνή ο πόλεμος του Βιετνάμ να συγκριθούν με τον πολιτικό αντίκτυπο του πολέμου στην Ουκρανία; Θα μπορούσε, άραγε, η Κάμαλα Χάρις να έχει, εκλογικά, την τύχη του Χάμφρεϊ; Ο τωρινός τοξικός διχασμός που ταλανίζει τις ΗΠΑ έχει κοινά σημεία, άραγε, με τους διχασμούς περασμένων δεκαετιών;

«Το πολιτικό χάος (σ.σ. που επικρατεί τώρα) στις ΗΠΑ ξυπνά μνήμες από την ταραγμένη δεκαετία του 1960», γράφει το πρακτορείο Bloomberg. «Οι περιστάσεις είναι αρκετά διαφορετικές […] Η πολιτική ιστορία δεν επαναλαμβάνεται πάντοτε», αντιτείνουν οι New York Times.

Το στοίχημα

Το στοίχημα πάντως για τους Δημοκρατικούς είναι πια πολύ συγκεκριμένο, απτό και μετρήσιμο: να καταφέρουν να βρουν εκείνο το δίδυμο (πρόεδρος-αντιπρόεδρος) των υποψηφίων που θα καταφέρει να επικρατήσει έναντι των Ντόναλντ Τραμπ και Τζέι Ντι Βανς τον ερχόμενο Νοέμβριο.

Η 59χρονη Κάμαλα Χάρις παρουσιάζεται, προς το παρόν, να έχει το προβάδισμα ως η επικρατέστερη διεκδικήτρια του προεδρικού χρίσματος της Δημοκρατικής παράταξης. Πέρα από την όποια θεσμική της «προτεραιότητα» (καθότι ως αντιπρόεδρος παίρνει τη θέση του προέδρου όταν εκείνος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του), η Χάρις έχει πια στο πλευρό της και ένα διευρυνόμενο «κοινό» σημαίνοντων εσωκομματικών υποστηρικτών.

Ενδεικτικά, μεταξύ εκείνων που ανακοίνωσαν ότι στηρίζουν την προεδρική της υποψηφιότητα ήταν: ο νυν πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, η πρώην πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι, το ζεύγος Κλίντον, εν ενεργεία υπουργοί όπως ο Μεταφορών Πιτ Μπούτιτζετζ, πρωτοκλασσάτοι Δημοκρατικοί κυβερνήτες όπως οι Γκάβιν Νιούσομ (Καλιφόρνια), Τζος Σαπίρο (Πενσιλβάνια), Τζ. Μπ. Πρίτσκερ (Ιλινόι), Γκρέτσεν Γουίτμερ (Μίσιγκαν), Γουές Μουρ (Μέριλαντ), και Φιλ Μέρφι (Νιου Τζέρσι), γνωστοί βουλευτές όπως Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ, γερουσιαστές όπως η Ελίζαμπεθ Γουόρεν κ.ά.

Παράλληλα, οι Δημοκρατικοί αντλούν αισιοδοξία και από τα εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια που έχουν μέχρι στιγμής συγκεντρώσει μέσω δωρεών στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας, ενώ όλα τα βλέμματα στρέφονται πια στο μεγάλο συνέδριο του Δημοκρατικού κόμματος που πρόκειται να διεξαχθεί τον Αύγουστο (19-22 Αυγούστου) στο Σικάγο.

Το σενάριο ενός «ανοιχτού» συνεδρίου (“open” convention), όπου ο καθένας θα ψηφίζει «όποιον θέλει» ως υποψήφιο για την προεδρία, μάλλον απομακρύνεται πια, καθώς η στήριξη που συγκεντρώνει γύρω της η Κάμαλα Χάρις είναι ευρεία και εσωκομματικά βαρύνουσα. Ετσι όπως διαμορφώνονται πια οι συσχετισμοί, το πιο πιθανό είναι ότι οι Δημοκρατικοί θα προσέλθουν στο συνέδριο του Αυγούστου έχοντας ήδη «εκλέξει» την 59χρονη Κάμαλα ως υποψήφια για την προεδρία.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο προεκλογικής «εσωστρέφειας» ωστόσο, οι Δημοκρατικοί κινδυνεύουν να θεωρήσουν ότι αναμετρώνται… με τον εαυτό τους και όχι με τον Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος όμως προς το παρόν διατηρεί προβάδισμα έναντι της Χάρις στις δημοσκοπήσεις.

Οι προκριματικές των περασμένων μηνών είναι πια σαν να μην έχουν γίνει για την παράταξη του Τζο Μπάιντεν, πλην όμως ο χρόνος πέρασε… προς όφελος της πλευράς Τραμπ.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση