Kathimerini.gr
Πέτρος Παπακωνσταντίνου
«Σπάνια ένα κινηματογραφικό σίκουελ είναι τόσο καλό όσο η αρχική ταινία. Ολοι μας είμαστε σε θέση να θυμηθούμε κάποιες ταινίες “Νούμερο 2” που θα ήταν καλύτερο να μην είχαν γυριστεί ποτέ. Οι Αμερικανοί ψηφοφόροι μπορεί να έχουν ανάλογες επιφυλάξεις για τις επόμενες προεδρικές εκλογές, καθώς διαγράφεται ολοένα και περισσότερο πιθανή η προοπτική να εξελιχθούν σε επανάληψη του 2020, όπου τα ίδια πρόσωπα θα παίξουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους».
Με αυτά τα λόγια υποδέχτηκε η δημοσιογράφος Σάρα Σμιθ στην ιστοσελίδα του BBC την επίσημη αναγγελία της υποψηφιότητας Μπάιντεν, την περασμένη Τρίτη. Καθώς ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη κατέβει στον στίβο και προηγείται κατά πολύ όλων των ανθυποψηφίων του, το σενάριο μιας νέας αναμέτρησης μεταξύ των δύο μονομάχων του 2020 εμφανίζεται ως το κατά πολύ πιθανότερο. Μια εξέλιξη που βρίσκει αντίθετη τη μεγάλη πλειονότητα των Αμερικανών: σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, μόλις ένας στους 20 πολίτες θα ήθελε μία δεύτερη μονομαχία Μπάιντεν – Τραμπ, ενώ δύο στους πέντε θα προτιμούσαν να μην κατέβει κανένας από τους δύο. Ειδικά για τον εν ενεργεία πρόεδρο, το 70% των Αμερικανών και το 51% των Δημοκρατικών απεύχεται μια δεύτερη θητεία.
Ακόμη και οι μισοί ψηφοφόροι του κόμματός του Μπάιντεν τον θεωρούν, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, πολύ ηλικιωμένο για να διεκδικήσει ξανά το αξίωμα του προέδρου.
Ο βασικός λόγος, τουλάχιστον για τους ψηφοφόρους των Δημοκρατικών, είναι βέβαια η ηλικία του. Στα 80 του χρόνια είναι ήδη ο πιο ηλικιωμένος πρόεδρος που γνώρισε ποτέ το αμερικανικό έθνος. Αν νικήσει το 2024, θα είναι 82 χρόνων στην αρχή της δεύτερης θητείας του και 86 στο τέλος της. Λίγο προτού ανακοινώσει την υποψηφιότητά του με ένα τρίλεπτο βίντεο, οι New York Times, μια εφημερίδα σταθερά στο πλευρό των Δημοκρατικών, δημοσίευαν ένα δηλητηριώδες κύριο άρθρο που έλεγε, εν ολίγοις, ότι η ηλικία του Μπάιντεν θρέφει απολύτως δικαιολογημένες ανησυχίες των ψηφοφόρων. Δεν δίστασαν μάλιστα να σαρκάσουν τη στερεότυπη απάντηση του προέδρου σε όσους εγείρουν παρόμοιες ανησυχίες («το μόνο πράγμα που μπορώ να σας πω είναι: Παρακολουθήστε με»), υπενθυμίζοντας ότι ο Μπάιντεν δεν δίνει, στην πραγματικότητα, στους Αμερικανούς τη δυνατότητα να τον «παρακολουθήσουν»: είναι ο πρόεδρος που απάντησε σε λιγότερες ερωτήσεις δημοσιογράφων κατά τον τελευταίο αιώνα, με μόνες εξαιρέσεις τον Ρίτσαρντ Νίξον και τον (επίσης γηραιό και πάσχοντα από Αλτσχάιμερ, στη δεύτερη προεδρία του) Ρόναλντ Ρέιγκαν.
Στην προηγούμενη προεκλογική εκστρατεία του, ο Τζο Μπάιντεν είχε αφήσει να εννοηθεί ότι σκεφτόταν να είναι πρόεδρος μιας μόνο θητείας: ότι αποφάσισε να κατέβει υποψήφιος σε προχωρημένη ηλικία μόνο και μόνο για να αποτραπεί μια εφιαλτική επανεκλογή του Τραμπ και ότι εννοούσε να παίξει τον ρόλο γέφυρας ώστε να έρθει στον Λευκό Οίκο η Κάμαλα Χάρις ή κάποιος άλλος Δημοκρατικός από τις νεότερες γενιές. Ωστόσο ο Τραμπ αποδεικνύεται, για την ώρα, πολύ σκληρός για να πεθάνει πολιτικά. Την επομένη των ενδιάμεσων εκλογών για το Κογκρέσο, τον περασμένο Νοέμβριο, ύστερα από την αποτυχία πολλών προβεβλημένων τραμπικών υποψηφίων, θεωρείτο πολύ πιθανό να κερδίσει το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικανών ο 44χρονος κυβερνήτης της Φλόριντα, Ρον ντε Σάντις. Σήμερα, οι μετοχές του τελευταίου πνέουν τα λοίσθια, ενώ ο Τραμπ υπερισχύει δημοσκοπικά όλων των ανθυποψηφίων του με τεράστια διαφορά. Μάλιστα, η δημοτικότητά του ανεβαίνει ύστερα από κάθε καινούργια ποινική δίωξη που του ασκούν εκλεγμένοι, Δημοκρατικοί, εισαγγελείς.
Είναι ακριβώς το φάντασμα της επιστροφής Τραμπ που οδηγεί τους Δημοκρατικούς να αποδεχθούν την υποψηφιότητα Μπάιντεν ως αναγκαίο κακό, ένα πικρό και ίσως επικίνδυνο φάρμακο, που είναι υποχρεωμένος κάποιος να καταπιεί με κλειστή τη μύτη. Επιτέλους, ο πολύπειρος πολιτικός κέρδισε τον Τραμπ το 2020 και πιστώθηκε την πέραν του αναμενομένου καλή επίδοση των Δημοκρατικών στις ενδιάμεσες εκλογές, επομένως μπορεί κανείς βάσιμα να ελπίζει ότι θα κερδίσει ξανά το 2024. Με δεδομένο ότι η αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις και άλλοι ανερχόμενοι αστέρες του κόμματος μάλλον απογοήτευσαν τα δυόμισι τελευταία χρόνια, καμία άλλη υποψηφιότητα δεν εμφανιζόταν περισσότερο υποσχόμενη.
Η λέξη-κλειδί
Αν και στο τρίλεπτο βίντεο της περασμένης Τρίτης δεν εμφανιζόταν καθόλου ο προκάτοχος του Μπάιντεν, το αντι-Τραμπ στοιχείο ήταν το κυρίαρχο. Η λέξη-κλειδί ήταν «ελευθερία», με τον εν ενεργεία πρόεδρο να εμφανίζει τους τραμπικούς ως «εξτρεμιστές», που απειλούν θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα. Αποδέκτες αυτού του μηνύματος ήταν κυρίως δύο κρίσιμες ομάδες του εκλογικού σώματος: οι μαύροι και οι γυναίκες. Στους πρώτους απευθυνόταν η εικόνα της Κετάνζι Μπράουν-Τζάκσον, της πρώτης έγχρωμης που διορίστηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο από τον Μπάιντεν. Οσο για τις γυναίκες, οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και πολιτειών που ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικανούς για τις αμβλώσεις, έκαναν πιο εύκολη τη δουλειά του προέδρου: όπως έδειξαν και οι ενδιάμεσες εκλογές, οι Ρεπουμπλικανοί πληρώνουν μεγάλο πολιτικό τίμημα για τις όποιες «επιτυχίες» τους στην προσπάθεια περιορισμού του δικαιώματος των γυναικών να αποφασίζουν οι ίδιες για το σώμα τους.
Στα ατού των Δημοκρατικών συγκαταλέγεται και η παράδοση, καθώς ο κανόνας θέλει τον εκάστοτε πρόεδρο να επανεκλέγεται για δεύτερη θητεία. Ο απολογισμός των δυόμισι προηγούμενων χρόνων ενισχύει τις ελπίδες τους ότι ο Μπάιντεν δεν θα αποτελέσει εξαίρεση: αστρονομικό πρόγραμμα 1,9 τρισ. δολαρίων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, άλλο ένα τρισ. για την ενίσχυση των υποδομών, φθηνότερα φάρμακα για τους ηλικιωμένους και ελάφρυνση φοιτητικών χρεών, μεγάλη αύξηση του ομοσπονδιακού κατώτατου μισθού με παράλληλη αύξηση της φορολογίας στις επιχειρήσεις, φιλική πολιτική προς τα συνδικάτα. Στο μεταξύ, ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται ενώ η ανεργία βρίσκεται στο ναδίρ των τελευταίων 100 χρόνων. Με αυτά και με αυτά, φαίνεται να κυριαρχεί και πάλι στις κρίσιμες, βιομηχανικές πολιτείες των Μεγάλων Λιμνών (Ουισκόνσιν, Πενσιλβάνια, Μίσιγκαν) που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις δύο προηγούμενες αναμετρήσεις.
Βέβαια, τίποτα δεν έχει ακόμη κριθεί οριστικά. Εάν οι Ρεπουμπλικανοί βρουν τελικά έναν νεότερο, δυναμικό υποψήφιο στη θέση του Τραμπ (οι δίκες του οποίου μπορεί να εγκυμονούν απρόοπτα), η θέση του Μπάιντεν θα είναι πιο δύσκολη. Αρνητικό ρόλο θα έπαιζαν επίσης ενδεχόμενες επιτυχίες της Ρωσίας στον πόλεμο της Ουκρανίας ή μια δυσμενής οικονομική συγκυρία, σαν κι εκείνη που στέρησε, προς γενική έκπληξη, τη νίκη στον «πλανητάρχη» Μπους το 1992. Αλλωστε και σήμερα, που τίποτα από αυτά δεν διαγράφεται στον ορίζοντα, τα προγνωστικά είναι αμφιλεγόμενα: Η Wall Street Journal δίνει μικρό προβάδισμα στον Μπάιντεν, ενώ ο Economist και το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ βλέπουν να προηγείται ο Τραμπ. Στον ενάμιση χρόνο που υπολείπεται μέχρι τις εκλογές, όλα τα ενδεχόμενα μένουν ανοιχτά. Ακόμη και μια επανεκλογή Τραμπ, η οποία, για να αντιστρέψουμε τον γνωστό αφορισμό του Μαρξ, θα επιβεβαίωνε ότι την πρώτη φορά η Ιστορία εκτυλίσσεται ως φάρσα και τη δεύτερη ως τραγωδία.