Το Γκουάμ – αυτό το νησί του Ειρηνικού Ωκεανού στο οποίο έλαβαν χώρα πολλές από τις μάχες ανάμεσα στους Αμερικανούς και τους Ιάπωνες κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία μια σινοαμερικανική σύγκρουση, όπως αναφέρει σε άρθρο του ο Economist.
Η Ουάσιγκτον διαθέτει στρατιωτικές βάσεις στον Ειρηνικό Ωκεανό, ενώ το Γκουάμ ανήκει μεν στις ΗΠΑ, αλλά με καθεστώς μη-ενσωματωμένης περιοχής. Παρά την στρατηγική του σημασία όμως στον δυτικό Ειρηνικό, το Γκουάμ δεν είναι τόσο αμυντικά θωρακισμένο όσο θα περίμενε κανείς. Για παράδειγμα, τα αντιπυραυλικά συστήματα THAAD που προστατεύουν τον εναέριο χώρο του δεν είναι πάντα σε λειτουργία.
Η βάση Άντερσεν της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας δεν διαθέτει πυραύλους Patriot, σε αντίθεση με τις αμερικανικές βάσεις στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα. Τα αμερικανικά πολεμικά πλοία, που είναι εξοπλισμένα με συστήματα αεράμυνας Aegis, προσφέρουν μεν επιπλέον προστασία, όμως δεν βρίσκονται κοντά τις περισσότερες φορές.
Κρίνοντας από τις μεταλλικές παγίδες στους φράχτες γύρω από τις βάσεις, φαίνεται πως οι διοικητές του αμερικανικού στρατού φοβούνται περισσότερο τα φίδια, παρά μια αιφνιδιαστική κινεζική επίθεση.
Η Κίνα, πάντως, δεν κρύβει ότι το νησί βρίσκεται στο στόχαστρο της. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πύραυλος D-26, με βεληνεκές 4.000 χιλιομέτρων, αποκαλείται συχνά «δολοφόνος του Γκουάμ».
Το 2020, βίντεο κινεζικής προπαγάνδας απεικόνιζε ένα βομβαρδιστικό H-6 να επιτίθεται σε μια βάση η οποία εμφανώς ήταν η βάση Άντερσεν.
Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους βασίζονται στην ανάπτυξη «ευέλικτων» στρατηγικών στις οποίες κεντρική θέση έχουν η Ιαπωνία και η Αυστραλία με τις οποίες πραγματοποιήθηκε κοινή άσκηση τον Φεβρουάριο.
Όπως φαίνεται, σταδιακά το Πεντάγωνο αναπτύσσει νέο, πιο ολοκληρωμένο σχέδιο ανησυχώντας για το νησί. Προς το παρόν, έχει αιτηθεί προϋπολογισμό 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων με στόχο την ενίσχυση της αεράμυνας του.
Μιλώντας στον Economist, o αντιναύαρχος Τζον Χιλ, διευθυντής του MDA, υποστηρίζει πως αυτού του είδους η χρηματοδότηση είναι απαραίτητη, καθώς οι ΗΠΑ τρέχουν για να «καλύψουν χαμένο έδαφος». Όπως λέει, το πρώτο βήμα θα πρέπει να είναι η τοποθέτηση του συστήματος Aegis στα πρότυπα των αντίστοιχων χερσαίων συστημάτων στην Πολωνία και στη Ρουμανία.
Μεγαλύτερο πρόβλημα ενδέχεται να αποτελέσουν οι κατευθυνόμενοι πύραυλοι εξαιτίας της ικανότητάς τους να πετούν χαμηλά. Για την αντιμετώπισή τους απαιτείται ο συνδυασμός στρατιωτικών εξοπλισμών όπως οι πύραυλοι Patriot, τα βελτιωμένα ραντάρ LTAMD και ένα σύστημα μικρότερου βεληνεκούς, το IFPC. Αυτά θα πρέπει να έχουν παραδοθεί στο Γκουάμ μέχρι το 2024.
Όλα αυτά εγείρουν μια σειρά από ερωτήματα. Το πρώτο, έχει να κάνει με το χρονοδιάγραμμα: αρκετά από τα συστήματα δεν είναι καν σε στάδιο παραγωγής και μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού διοχετεύεται ακόμη στην έρευνα και ανάπτυξη. Το δεύτερο είναι κατά πόσον μπορούν να ενσωματωθούν πλήρως τα διαφορετικά συστήματα του ναυτικού και του στρατού, έτσι ώστε οι διοικητές να μπορούν να αποκρούσουν πολλά είδη πυραύλων από πολλές κατευθύνσεις. Ένα τρίτο είναι κατά πόσον το πολωμένο Κογκρέσο θα περάσει εγκαίρως τον προϋπολογισμό. Και τέλος, πολλοί από τους κατοίκους του Γκουάμ μπορεί κάλλιστα να αναρωτηθούν για το ενδεχόμενο η μετατροπή του νησιού σε φρούριο να τους θέσει σε μεγαλύτερους κινδύνους, αλλά και να τρομοκρατήσει τους τουρίστες.
Πηγή: The Economist