Kathimerini.gr
Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Το 2002 ο Γκρεγκ Πάλαστ, μια δυνατή φωνή της αμερικανικής ερευνητικής δημοσιογραφίας, έγραψε ένα διαφωτιστικό βιβλίο με τίτλο «Η καλύτερη Δημοκρατία που μπορεί να αγοράσει κανείς».
Αντικείμενο του πονήματός του ήταν η προεδρική αναμέτρηση του 2000 μεταξύ του Τζορτζ Μπους και του Αλαν Γκορ. Εκείνες οι εκλογές, εκτός από επεισοδιακές, ήταν και οι ακριβότερες στη μέχρι τότε ιστορία των ΗΠΑ, καθώς το συνολικό κόστος για την προεδρική αναμέτρηση και τις εκλογές για το Κογκρέσο έφτασε στο 1,5 δισ. δολάρια. Ο γερουσιαστής της Αριζόνας Τζον Μακέιν, υποψήφιος για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, είχε δηλώσει την 1η Ιουλίου του 1999 στους New York Times ότι η αμερικανική Δημοκρατία απειλούνταν από «ένα περίτεχνο σχήμα εξαγοράς πολιτικής επιρροής, όπου και τα δύο κόμματα συνωμοτούν για να κρατηθούν στην εξουσία, ξεπουλώντας τη χώρα στον μεγαλύτερο πλειοδότη».
Η εκστρατεία του Μακέιν απέναντι στη διαπλοκή χρήματος και εξουσίας απέφερε κάποιους καρπούς τρία χρόνια αργότερα, όταν το Κογκρέσο ψήφισε με διακομματική συναίνεση νόμο ο οποίος έθετε κάποιους φραγμούς και ελέγχους στη χρηματοδότηση των πολιτικών. Σύντομα όμως αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για πύργους από άμμο δίπλα στο κύμα. Οι εκλογές του 2020 συνέτριψαν κάθε προηγούμενο ιστορικό ρεκόρ, με το συνολικό κόστος να φτάνει τα 14,4 δισ. δολάρια (5,7 δισ. για τις προεδρικές εκλογές και 8,7 δισ. για Βουλή και Γερουσία), σχεδόν δεκαπλάσιο από το αντίστοιχο του 2000, που τότε είχε θεωρηθεί σκανδαλώδες. Ολα δείχνουν ότι και αυτό το ρεκόρ θα πέσει την ερχόμενη Τρίτη, με τις εκτιμήσεις να ανεβάζουν το συνολικό κόστος σε 16 δισ. Κι αυτό αφορά τα δηλωμένα ποσά, χωρίς να λογαριάζουμε, δηλαδή, τους αναρίθμητους τρόπους παράκαμψης των νομοθετικών ορίων. Αίφνης ένας μεγαλοεπιχειρηματίας καλεί σε παρτίδα πόκερ έναν υποψήφιο γερουσιαστή και χάνει επίτηδες τα μαλλιά της κεφαλής του, προς όφελος της εκλογικής εκστρατείας του πουλέν του.
Η στοίχιση των CEO
Την περασμένη Τετάρτη, η Wall Street Journal κυκλοφορούσε με πρωτοσέλιδο άρθρο υπό τον τίτλο «Διευθυντές μεγάλων επιχειρήσεων πλευρίζουν τον Τραμπ καθώς η μάχη διαγράφεται οριακή». Η αλήθεια είναι ότι μεγάλη μερίδα των μεγαλοεπιχειρηματιών, στους οποίους ανήκει και ο πρώην πρόεδρος, είχε αρχίσει το φλερτ πολύ πριν από την τελική ευθεία της αναμέτρησης. Στο Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, τον περασμένο Ιανουάριο, ο διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan Τζέιμι Ντάιμον προετοίμαζε το έδαφος για μια νίκη-ρεβάνς του Τραμπ λέγοντας: «Ας είμαστε ειλικρινείς. Είχε σε μεγάλο βαθμό δίκιο για το ΝΑΤΟ. Είχε σε αρκετά σημεία δίκιο για τη μετανάστευση και τα πήγε μάλλον καλά στην οικονομία. Η φορολογική μεταρρύθμιση απέδωσε καρπούς. Και είχε εν μέρει δίκιο για την Κίνα». Στο πλευρό του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου τάχθηκαν πολύ νωρίς και άλλοι μεγαλόσχημοι της Γουόλ Στριτ, όπως ο ιδρυτής της Blackstone Στίβεν Σβάρτσμαν και το αφεντικό του Hedge Fund Pershing Μπιλ Ακμαν.
Η γραμμή ουδετερότητας που επέβαλε στην εφημερίδα του, την Washington Post, για τη φετινή εκλογική αναμέτρηση από πολλούς μεταφράστηκε ως πισώπλατο μαχαίρωμα του Τζεφ Μπέζος στη Χάρις. Το αφεντικό της Amazon συμμετέχει στη διαστημική κούρσα των κροίσων με την εταιρεία Blue Origin. [AP Photo / Tony Gutierrez]
Στον χώρο των παραδοσιακών μίντια, ο Τραμπ πάντα υστερούσε, γι’ αυτό και τα περιέγραφε ως «εχθρούς του λαού». Εξαίρεση αποτελεί ο όμιλος Μέρντοχ (Wall Street Journal, New York Post, Fox News). Στα 93 του χρόνια, ο Ρούπερτ Μέρντοχ έκανε τον κόπο να παραστεί στο συνέδριο των Ρεπουμπλικανών για να στηρίξει τον Τραμπ, ξεχνώντας ότι το 2020 έλεγε ότι «τρελαίνεται» και ότι μια δεύτερη θητεία του θα ήταν κίνδυνος για τις ΗΠΑ. Ανέλπιστο δώρο για τον Τραμπ ήταν το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης της Amazon Τζεφ Μπέζος επέβαλε στην εφημερίδα του, την Washington Post, γραμμή ουδετερότητας στη φετινή αναμέτρηση, κάτι που μεταφράστηκε ως πισώπλατο μαχαίρωμα στη Χάρις. Το ίδιο συνέβη με τους Los Angeles Times, μια εφημερίδα με συντηρητικό παρελθόν, η οποία ωστόσο υποστήριζε Δημοκρατικούς υποψήφιους από την εκστρατεία του Ομπάμα, το 2008 και μετά.
Ωστόσο, εκείνη που κερδίζει τη μάχη των δισεκατομμυριούχων είναι η Κάμαλα Χάρις. Ρεπορτάζ του περιοδικού Forbes, που δημοσιεύθηκε την περασμένη Δευτέρα, εμφανίζει την υποψήφια των Δημοκρατικών να έχει την υποστήριξη 82 από αυτούς, ενώ οι υποστηρικτές του Τραμπ περιορίζονται σε 52 και γύρω στους 100 –μεταξύ των οποίων και ο μεγαλοεπενδυτής Γουόρεν Μπάφετ– εμφανίζονται ουδέτεροι. Υπ’ αριθμόν ένα χρηματοδότης της Χάρις είναι ο κερδοσκόπος των πέντε ηπείρων Τζορτζ Σόρος. Τον πλαισιώνουν ο ιδρυτής της Microsoft Μπιλ Γκέιτς, ο διευθύνων σύμβουλος της Linkedin Ριντ Χόφμαν, ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης και ιδιοκτήτης του ομώνυμου πρακτορείου Μάικ Μπλούμπεργκ και σειρά άλλων.
Και φορο-πόλεμος
Θεωρητικά, το πρόγραμμα του Τραμπ θα έπρεπε να είναι περισσότερο ελκυστικό για την αφρόκρεμα του επιχειρηματικού κόσμου. Ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος έχει υποσχεθεί να μειώσει τον φόρο στα επιχειρηματικά κέρδη από 21% σε 15%, ενώ η Χάρις δεσμεύθηκε να τον αυξήσει σε 28%. Ωστόσο, πολλοί μεγιστάνες του αμερικανικού επιχειρηματικού κόσμου συμμερίζονται τη θέση που διατύπωσαν 17 εξ αυτών, με κοινή επιστολή στο περιοδικό Fortune, όπου υποστήριζαν ότι η πολιτική επιθετικού προστατευτισμού του Ντόναλντ Τραμπ με υψηλούς δασμούς στα ξένα προϊόντα και οι απειλές του ότι θα περιορίσει την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας θα βλάψουν τα συμφέροντά τους. Απομένει να δούμε αν η σχετική υπεροχή της Χάρις στους κόλπους των μεγάλων χρηματοδοτών θα μεταφραστεί σε ψήφους και εκλέκτορες.