Κωνσταντίνος Φίλης
Εν αναμονή του αποτελέσματος των πλέον κρίσιμων προεδρικών εκλογών των τελευταίων ετών στις Ηνωμένες Πολιτείες, πολλοί, κυρίως στη Δύση, κρατούν την ανάσα τους.
Το ερώτημα που πλανάται εδώ και μήνες στη χώρα μας είναι αν προτιμάμε τον Τραμπ ή τη Χάρις για την αποτελεσματικότερη προώθηση των ελληνικών θέσεων, κυρίως σε σχέση με την Τουρκία. Είναι όμως απλοϊκό και παραπλανητικό, για τέσσερις λόγους. Πρώτον, δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε την πολιτική που θα ακολουθήσουν συνολικά οι Ηνωμένες Πολιτείες από τα ελληνοτουρκικά, το Κυπριακό, τη ΝΑ Ευρώπη και την ανατολική Μεσόγειο. Δεύτερον, οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον τόσο επιδραστικές όσο στο παρελθόν στα παγκόσμια και περιφερειακά δρώμενα. Τρίτον, στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις υπάρχει έτσι κι αλλιώς μία αξιοπρόσεκτη συνέπεια και συνέχεια, η οποία ναι μεν δεν φαίνεται πως θα διαταραχθεί λόγω (και) διακομματικής συναίνεσης, ωστόσο, μπορεί και πρέπει να διανθιστεί, προσαρμοζόμενη στα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται τόσο από τους πολέμους σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή όσο και από τη σταθερή απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση. Και, τέταρτον, διότι έτσι οδηγούμαστε σε μία παθητική παραδοχή ότι οι σχέσεις μας με τις ΗΠΑ ορίζονται σχεδόν αποκλειστικά από αυτές και το μόνο που μας απομένει είναι να ταυτιζόμαστε μαζί τους.
Οσοι Ελληνες διπλωμάτες και κυβερνητικοί αξιωματούχοι έχουν διαβουλευθεί τα τελευταία χρόνια με τους Αμερικανούς μπορούν να βεβαιώσουν ότι κάθε φορά που η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από την Τουρκία και τον πάγιο αναθεωρητισμό της, οι συνομιλητές τους κοιτούσαν το ρολόι ή έδειχναν δυσφορία και προτιμούσαν να συντομεύσουν τη συζήτηση ή να αλλάξουν θέμα. Οταν, όμως, η ελληνική πλευρά τους παρουσίαζε το σχέδιό της για τις περιφερειακές εξελίξεις, προτείνοντας λύσεις και αναλαμβάνοντας ακόμη και ενδιάμεσο ρόλο στην επίλυση προσωρινών ή μόνιμων προβλημάτων, κέρδιζαν την προσοχή των Αμερικανών και σε κάποιες περιπτώσεις μας εζητείτο η συνδρομή μας με γραπτές προτάσεις ή και απευθείας μεσολάβηση.
Ασφαλώς, το ποιος θα βρεθεί στον Λευκό Οίκο θα επηρεάσει σε μικρότερο η μεγαλύτερο βαθμό τις σχέσεις των ΗΠΑ με κράτη αλλά και θεσμούς. Και κατ’ επέκταση αυτή η νέα συνθήκη στο ενδεχόμενο εκλογής Τραμπ ή η διατήρηση της υφιστάμενης, εφόσον εκλεγεί η Χάρις, θα έχει αντίκτυπο τόσο στην περιοχή μας όσο και στις σχέσεις μας με τους γείτονες αλλά και στη θέση μας στους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Επί παραδείγματι, τυχόν επιβολή από μεριάς Τραμπ συνθηκολόγησης στην Ουκρανία για να λήξει ο πόλεμος με τη Ρωσία θα περιορίσει την επιχειρησιακή αξία της Αλεξανδρούπολης. Εντούτοις, η Αλεξανδρούπολη έχει πολυδιάστατη σημασία σε θέματα ενέργειας και ασφάλειας, τροφοδοσίας αλλά και μεταφορών και δικτύωσης με τις χώρες της Μαύρης Θάλασσας.
Πιθανή αποστασιοποίηση της Ουάσιγκτον από το ΝΑΤΟ, στη λογική Τραμπ ότι δεν είναι υποχρεωμένη να συνδράμει τους εταίρους της, ακόμη και σε περίπτωση που δεχθούν επίθεση αλλά και τυχόν πρόκληση αντιπαράθεσης με την Ε.Ε. μέσω της επιβολής δασμών, θα στείλει το λάθος μήνυμα στην Αγκυρα. Εφόσον, μάλιστα, δεν υπάρξουν τελικά τα θεσμικά αντίβαρα στο Κογκρέσο αλλά και το κατάλληλο επιτελείο δίπλα στον Τραμπ, η Ελλάδα θα πρέπει να επαγρυπνεί, δεδομένου ότι έχει επενδύσει τα τελευταία χρόνια στην εδραιωμένη σχέση της με τις ΗΠΑ, στην αποτροπή που αυτή δημιουργεί έναντι της Τουρκίας και στη μετεξέλιξη της Ελλάδας σε ενεργητικό παίκτη στην περιοχή μέσω τριγωνικών σχηματισμών με Αίγυπτο και Ισραήλ. Είναι όμως αλήθεια ότι αυτές οι συμπράξεις στηρίχθηκαν περισσότερο κατά την προεδρία Τραμπ σε σχέση με αυτήν του Μπάιντεν. Μάλιστα, οι στενοί δεσμοί του πρώτου με το Ισραήλ, σε μία κρίσιμη καμπή στη Μέση Ανατολή, όπου η Τουρκία βρίσκεται εμφατικά απέναντι στους Ισραηλινούς, ασφαλώς θα επηρεάσουν την πολιτική του έναντι του Ερντογάν, συρρικνώνοντας τη δυνατότητα επιθετικών ελιγμών του τελευταίου εις βάρος του Τελ Αβίβ. Από την άλλη, το μοντέλο διακυβέρνησης Τραμπ, ο θαυμασμός που επιδεικνύει έναντι αυταρχικών ηγετών και ο απόλυτα συναλλακτικός τρόπος με τον οποίο διαπραγματεύεται θα ενισχύσουν εκ των πραγμάτων ομολόγους του που πολιτεύονται με ανάλογες μεθόδους, γιατί μιλούν την ίδια γλώσσα.
Κάποιες φορές, όμως, αυτό δεν είναι απαραιτήτως καλό για ηγέτες όπως ο Ερντογάν, κάτι που αποδείχθηκε άλλωστε στην περίπτωση του πάστορα Μπράνσον, διότι ο Τραμπ είναι απρόβλεπτος και δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στη σκληρή γραφειοκρατία της Ουάσιγκτον, η οποία πάγια στηρίζει την Τουρκία. Ο Τραμπ –για το καλό ή το κακό– σκέφτεται και πράττει έξω από το κουτί, ενώ πολλοί αξιωματούχοι των υπουργείων Εξωτερικών και Αμυνας στις Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν την Τουρκία με όρους ψυχροπολεμικούς, θεωρώντας την απολύτως χρήσιμη ώστε να κάνουν τα πάντα για να μην τη χάσουν. Αυτή τη βεβαιότητα πάνω στην οποία συχνά βασίζεται η Αγκυρα, ενδεχομένως να την απολέσει με τον Τραμπ. Πέραν του Ισραήλ, σημαντικός παράγων στην σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας είναι οι Κούρδοι, ειδικότερα της Συρίας, τους οποίους «άδειασε» ανερυθρίαστα όταν του είχε ζητηθεί από τον Ερντογάν, όπως βέβαια και τα εξοπλιστικά (F-16, F-35, S-400). Ως προς αυτά, τα μηνύματα στην πρώτη προεδρία Τραμπ έναντι της Τουρκίας ήταν συγκεχυμένα, αλλά θεωρώντας εαυτόν τον καλύτερο μπίζνεσμαν, έμφαση θα δοθεί σε συμφωνίες που θα εξασφαλίζουν την αμερικανική αμυντική βιομηχανία και όχι στους κανόνες συμπεριφοράς. Αν, δηλαδή, η Αγκυρα ενταφιάσει τους S-400, αναδιπλωθεί στην εμπρηστική ρητορική έναντι του Ισραήλ και εμπεδώσει την εικόνα ότι δεν συνιστά απειλή ασφαλείας για την Ελλάδα, δεν αποκλείεται να πετύχει την επαναφορά του αιτήματος για την αγορά F-35.
Σε περίπτωση εκλογής της Χάρις, λογικά δεν θα δούμε θεαματικές διαφοροποιήσεις στους βασικούς άξονες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, με το βαθύ κράτος να παραμένει στον αυτόματο πιλότο. Στην τετραετία Μπάιντεν, πάντως, ναι μεν οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις ενισχύθηκαν, όμως, είχαν αποκτήσει πρωθύστερα μία δυναμική η οποία δύσκολα θα ανεκόπτετο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις παλινωδίες της Τουρκίας αλλά και την άμεση ευθυγράμμιση της Ελλάδας στο ζήτημα της Ουκρανίας. Είχαμε μεν περισσότερες αμερικανικές επενδύσεις στην ελληνική οικονομία και τη σφυρηλάτηση ισχυρών δεσμών, με έμφαση πάντως περισσότερο στα στρατιωτικά και λιγότερο στην ενέργεια, όμως οι προϋποθέσεις ήταν περίπου ιδανικές, ενώ χρεώνεται στον Μπάιντεν η απόσυρση από το σχήμα 3+1 και η μη εξυπηρέτηση των αναγκών των ενόπλων δυνάμεων μέσω του «πακέτου Μπλίνκεν» ως αντίδωρο για την έγκριση πώλησης των F-16 στην Τουρκία.
*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.