Kathimerini.gr
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΙΛΗΣ
Από τις 24 Φεβρουαρίου του 2022 έχει συντελεστεί μία τομή στη σύγχρονη ιστορία. Σε ένα πόλεμο φθοράς, που ενδέχεται να διαρκέσει μήνες, πρέπει να ορίσουμε τους βραχυπρόθεσμους και μεσοπρόθεσμους στόχους εκάστης πλευράς, όπως και τον τελικό διακύβευμα. Και όλα αυτά σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο.
Στον πόλεμο αυτό, ανεξάρτητα από την έκβασή του, δεν υπάρχουν νικητές. Το μαρτυρούν οι αριθμοί που δημοσιοποίησε ο ΟΗΕ: Άνω των 15 χιλιάδων νεκρών, 6 και πλέον εκατομμύρια πρόσφυγες, 1,5 εκατομμύριο εκτοπισμένοι εντός Ουκρανίας, 4,8 εκατομμύρια άνεργοι και πάνω από 100 δις δολάρια οι ζημιές στις υποδομές, μέχρι σήμερα. Στα παραπάνω προστίθενται η επισιτιστική κρίση, η εκτόξευση των τιμών ενέργειας, ο γενικότερος αντίκτυπος στην παγκόσμια οικονομία και η διάχυτη αβεβαιότητα. Στο πολιτικό πεδίο, έχουμε επίσης αναταράξεις και ανακατατάξεις.
Δύση: Πασχίζει να διατηρήσει την ενότητά της αλλά στερείται ενιαίας στρατηγικής
Η Δύση συσπειρώθηκε, ωστόσο, διαπιστώνει ότι η επιρροή της παγκοσμίως φθίνει και οπωσδήποτε δεν μπορεί να ποντάρει σε κράτη των οποίων τη στήριξη θεωρούσε δεδομένη (πχ, Ινδία και μοναρχίες Κόλπου), τόσο γιατί τα συμφέροντα τους δεν είναι πλέον συγκλίνοντα όσο και επειδή δεν μπορεί να τα πείσει ότι η συμπαράταξη μαζί της τα εξασφαλίζει καλύτερα απ’ ότι η όποια διαφοροποίησή τους. Μάλιστα, δεν θεωρούν ότι οι Δυτικοί, ειδικότερα οι Αμερικανοί, είναι σε θέση να ορίζουν τις τύχες του κόσμου ώστε να λαμβάνουν υπόψη κάθε πρόταση ή σύμπραξη που τους προτείνεται. Και οι όροι της συνεννόησης είναι διαφορετικοί, όπως μαρτυρά και η ψυχρή υποδοχή που έτυχε ο Μπλίνκεν στο πρόσφατο ταξίδι του στη Μέση Ανατολή. Πάντως, το δυτικό μέτωπο παραμένει σχετικά αρραγές, αλλά είναι αναμενόμενο όσο η κρίση επηρεάζει την καθημερινότητα των πολιτών οι τελευταίοι να απαιτούν γρήγορες και όσο το δυνατόν πιο οικονομικά αναίμακτες λύσεις. Αυτή τη θέση εξέφρασαν πρόσφατα Μακρόν και Σόλτς, πριν αποδοκιμαστούν από τους σκληροπυρηνικούς Βαλτικούς και Πολωνούς.
Στο ουκρανικό συγκρούεται η ηθική και η αλληλεγγύη με τα όρια των αντοχών των δυτικών κοινωνιών (τα οποία άλλωστε συνειδητά δοκιμάζει ο Πούτιν) αλλά βέβαια και οι διιστάμενες αντιλήψεις για τα διακυβεύματα του ρωσοουκρανικού πολέμου. Και εδώ είναι που βρίσκεται κατά την άποψη μου το κλειδί των εξελίξεων αλλά και τυχόν διαιρέσεων και αντιθέσεων όχι μόνο ανάμεσα σε Δύση και Ρωσία αλλά και εντός της Δύσης. Γιατί αποτελεί κοινό τόπο πως η παρούσα κρίση αυξάνει το αποτύπωμα των Αμερικανών στη Γηραιά Ήπειρο και την εξάρτηση της ΕΕ από αυτούς, ενώ τους επηρεάζει μεν, σημαντικά λιγότερο δε, ενεργειακά και οικονομικά. Έτσι, έχουν αρχίσει ήδη να ακούγονται φωνές στην «παλαιά Ευρώπη», κατά τη ρήση του Ράμσφελντ, για την υιοθέτηση μίας περισσότερο αυτόνομης και λιγότερο συμπληρωματικής προς τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ πορείας, αν και το τελευταίο απέκτησε και πάλι ισχυρό λόγο ύπαρξης. Έτερος λόγος διαφωνίας είναι ως προς τη στόχευση: να πάρει ένα καλό μάθημα η Ρωσία, να γονατίσει η ρωσική οικονομία, να ανατραπεί ο Πούτιν ή μήπως να επιτευχθεί ένας σχετικά γρήγορος συμβιβασμός για να αποφευχθούν τα χειρότερα, μεταξύ των οποίων είναι και η χρήση συμβατικών πυρηνικών; Η τελευταία άποψη καταγγέλλεται ως κατευναστική, αλλά ο αντίλογος είναι πως πρώτον δεν εγκλωβίζεις ένα πληγωμένο θηρίο που διαθέτει βαρύ οπλισμό και ασταθή χαρακτήρα (εκτός εάν επιλέγει να παρουσιάζεται έτσι) και δεύτερον η ζημιά που γίνεται καθημερινά στην Ουκρανία είναι τεράστια. Όμως, αν τελικά δεν τιμωρηθεί και δεν υποστεί βαριές συνέπειες η Ρωσία για την απροκάλυπτη εκδήλωση του αναθεωρητισμού της, πως θα λειτουργήσει όλο αυτό ανασταλτικά για επίδοξους μιμητές; Πως θα αποφύγουμε νέες Ουκρανίες, χωρίς μάλιστα να ενθαρρυνθούν καθεστώτα ανάλογων αντιλήψεων να επαναλάβουν κάτι αντίστοιχο, αν δεν συντριβεί η Μόσχα, ή έστω αν το κόστος δεν είναι συντριπτικά βαρύτερο του οφέλους;
Σε αυτό το σύνθετο σκηνικό, μία εύλογη απορία είναι κατά πόσο μπορεί να παραγνωριστεί η σημασία της Ρωσίας για τη Δύση και δη για την ΕΕ και αν αυτοτιμωρούμαστε με τις κυρώσεις, πολλές εκ των οποίων έχουν οδυνηρά αποτελέσματα για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και οικονομίες (αρκετοί αναρωτιούνται πόσο υψηλό θα είναι το τίμημα της αλληλεγγύης), και ένα αυτονόητο ερώτημα είναι αν μακροπρόθεσμα και στρατηγικά μας συμφέρει ο σφιχτός εναγκαλισμός της Ρωσίας από την Κίνα, με όρους απόλυτα ευνοϊκούς για τη δεύτερη. Εν τέλει, οι Δυτικοί χρειάζεται να ορίσουν τι ακριβώς θεωρούν ως νίκη της Ουκρανίας και μέχρι ποιου σημείου είναι διατεθειμένοι να φτάσουν για να τη βοηθήσουν να την πετύχει.
Ουκρανία: Σε ρόλο Ιφιγένειας;
Για την Ουκρανία, η παράταση του πολέμου συνεπάγεται ανυπολόγιστο κόστος σε ανθρώπινο δυναμικό, οικονομία αλλά ενδεχομένως και επιπλέον απώλεια εδαφών, ενώ καθιστά την ανοικοδόμηση όλο και πιο κοστοβόρα και δυσχερή. Το σενάριο επαναφοράς της περιοχής του Ντόνμπας στο Κίεβο, αυτή τη στιγμή, συγκεντρώνει μόνο στατιστικές πιθανότητες, ενώ είναι αξιοσημείωτο πως οι Ρώσοι ελέγχουν τις πλέον πλουτοπαραγωγικές περιοχές της Ουκρανίας, που συμβάλλουν σχεδόν κατά 60% στο Α.Ε.Π. της χώρας. Από την άλλη, η διαπίστωση ότι οι ρωσικές δυνάμεις δεν είναι ανίκητες και η συνεχής τροφοδοσία με ολοένα και πιο σύγχρονα οπλικά συστήματα από μεριάς Δυτικών, δημιουργεί την αίσθηση, που ίσως τελικά αποδειχθεί η ψευδαίσθηση, της καθολικής επικράτησης απέναντι στη Ρωσία με την εκδίωξη της από την Ουκρανία.
Αρκετά πιθανό φαντάζει πλέον το σενάριο ενός σταδιακά χαμηλότερης έντασης πολέμου με μεγαλύτερη διάρκεια, εξέλιξη, πάντως, που δεν θα είναι ανεκτή κυρίως από τους Ευρωπαίους σε περίπτωση που διατηρηθούν οι παρενέργειες σε ενέργεια, τρόφιμα και εξακολουθήσουν να απορρυθμίζουν την αλυσίδα τροφοδοσίας. Άλλωστε, η Ρωσία, σε μία τέτοια περίπτωση, θα αξιώσει τη σταδιακή άρση των κυρώσεων σε βάρος της, κάτι που ήδη επιχειρεί, εκμεταλλευόμενη την εκ μέρους της δέσμευση τεράστιων ποσοτήτων ουκρανικών σιτηρών που επρόκειτο να κατευθυνθούν στη διεθνή αγορά. Αυτός ο εκβιασμός εκ μέρους του Κρεμλίνου εξηγεί σε σημαντικό βαθμό και την ουδέτερη στάση πολλών κρατών της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, τα οποία εξαρτώνται από το τα ρωσικά και ουκρανικά σιτηρά και λιπάσματά και δεν θα ήθελαν επουδενί να διαταραχθούν περαιτέρω οι εισαγωγές τους, φοβούμενοι ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε κοινωνικές αναταραχές.
Τούτων δοθέντων, ο Ζελένσκι είναι εγκλωβισμένος σε μία κατάσταση, στην οποία δεν μπορεί να υπαναχωρήσει, αποδεχόμενος τις απαιτήσεις του κατακτητή, αλλά ασφαλώς δεν έχει την υπεροπλία να τερματίσει γρήγορα τον πόλεμο υπέρ του. Στερείται δε και των εργαλείων, οπωσδήποτε των αντίστοιχων που διαθέτει ο Πούτιν, για να αλλάξει τον ρου των πραγμάτων. Απορρίπτει και απαξιώνει προτάσεις προερχόμενες από δυτικούς ηγέτες και τον πολύπειρο Κίσινγκερ και φαίνεται να πιστεύει ότι ευαισθητοποιώντας τις κοινές γνώμες της Δύσης θα μπορεί να εξασφαλίζει συνεχή διπλωματική, οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη. Όμως δεδομένου η Δύση δεν θέλει να εμπλακεί σε ένα άμεσο πόλεμο με τη Ρωσία, παρά μόνο διά αντιπροσώπου (οι ΗΠΑ κιόλας, όχι η ΕΕ), με τον ρόλο αυτό να τον παίζει η Ουκρανία, ο προφανής κίνδυνος για την τελευταία είναι να θυσιαστεί ως άλλη Ιφιγένεια σε μια σύγκρουση που την υπερβαίνει κατά πολύ. Βέβαια, έχοντας κατά νου το προηγούμενο της Κριμαίας, κανείς δεν διασφαλίζει στο Κίεβο ότι δεν θα χρησιμοποιηθεί και το Ντονμπάς με ανάλογο τρόπο στο μέλλον για να στραφούν οι Ρώσοι σε βάρος της υπόλοιπης Ουκρανίας σε επόμενη φάση.
Ρωσία: Νίκη σαν (συντριπτική) ήττα
Ο Πούτιν, από την πλευρά του, βρίσκεται σχεδόν από την αρχή του πολέμου σε ένα παρόμοιο αδιέξοδο, μόνο που παρά το ότι και αυτός μέτρα απώλειες σε όλα τα επίπεδα, έχει πολύ ισχυρότερα εργαλεία στα χέρια του και ένα συγκριτικό πλεονέκτημα: ένα λαό μαθημένο και ανθεκτικό στις κακουχίες, στον οποίο μάλιστα δεν λογοδοτεί. Οπότε, μπορεί, έστω και προσωρινά, να διαχειριστεί καλύτερα τις συνέπειες του πολέμου που ο ίδιος εξαπέλυσε, κερδίζοντας χρόνο προκειμένου να φθείρει την άλλη πλευρά, είτε αυτή είναι η Ουκρανία, είτε αυτή είναι η Δύση. Στοχεύει, εξάλλου, στις δημοκρατικές κοινωνίες για να αμφισβητήσουν τους ηγέτες τους, σπείροντας την αμφιβολία για τις προθέσεις τους, στη λογική ότι έχουν τυφλωθεί τόσο από τον αντιρωσισμό τους που προκαλούν βλάβη στους λαούς τους. Εφόσον βρισκόμαστε σε πολεμικές συνθήκες, προφανώς ο Ρώσος πρόεδρος παίζει τα ρέστα του, μετερχόμενος κάθε μέσου προκειμένου να εκβιάσει την αλλαγή κατεύθυνσης εκ μέρους της Δύσης ώστε εν συνεχεία να πιεστεί η Ουκρανία να πράξει το ίδιο. Παραμένει, ωστόσο, καθοριστικής σημασίας ερώτημα αν η Μόσχα αντιλαμβάνεται πλέον τα όρια των δυνατοτήτων της ή θεωρεί ότι με υπομονή και μεθοδικότητα μπορεί αρχικά να σαλαμοποιεί κομμάτια της πρώην ΕΣΣΔ, να τα θέτει υπό τον έλεγχο της ή/και να τα προσαρτά και έτσι σταδιακά να επαναφέρει μία νέου τύπου ρωσική ένωση σε μερική αντικατάσταση της αντίστοιχης σοβιετικής.
Αν αυτό το σχέδιο πετύχει ένα, επίσης, κομβικό για το μέλλον ερώτημα είναι κατά πόσο η Ρωσία θα θέσει εν αμφιβόλω συνολικά το παγκόσμιο οικοδόμημα, όπως αυτό δημιουργήθηκε μεταπολεμικά και αναδιαμορφώθηκε μεταψυχροπολεμικά, και αν θα συμπράξει με την Κίνα, ενδεχομένως και κάποιους περιφερειακούς δρώντες. Και εδώ προκύπτει επίσης ένα σοβαρό ζήτημα: δυνάμεις μεσαίου βεληνεκούς, όπως η Ρωσία, συνειδητοποιούν ότι οι γεωπολιτικές τους φιλοδοξίες περιορίζονται σε περιφερειακό επίπεδο ή πλανώνται ότι μπορούν αυτές να αποκτήσουν παγκόσμιο χαρακτήρα;
Η Ρωσία έχει, λοιπόν, καταφέρει να ελέγξει το 20% της ουκρανικής επικρατείας (συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας), με το μεγάλο στοίχημα για αυτή να εντοπίζεται στη διατήρηση της Χερσώνας, ως του δυτικότερου σημείου στο ανατολικό κομμάτι της Ουκρανίας, το οποίο θέλει να θέσει υπό την κατοχή της. Σε αυτή την περίπτωση η Μόσχα θα έχει καταφέρει τους σκοπούς της, όπως αυτοί αναθεωρήθηκαν μετά την αρχική αποτυχία κατάληψης του Κιέβου και ανατροπής της κυβέρνησης Ζελένσκι. Ωστόσο, για να μπορέσουμε να αξιολογήσουμε την επιτυχία ή την αποτυχία του εγχειρήματος, θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποιο είναι το κύριο διακύβευμα για αυτή και πόσο υψηλό είναι το τίμημα που καλείται να πληρώσει σε σχέση με τα οφέλη που θα αποκομίσει. Θέλει να δημιουργήσει μία ζώνη ανάσχεσης ανάμεσα σε αυτή και την Ουκρανία; Μα ήδη γειτνιάζει με νατοϊκές χώρες, ενώ με την διαφαινόμενη ένταξη της Φιλανδίας θα αποκτήσει και ένα επιπλέον σύνορο άνω των 1300 χλμ με το ΝΑΤΟ. Θα αρκεστεί στην Ουκρανία, σε περίπτωση επικράτησης της, ή θα διευρύνει τις βλέψεις της, επί παραδείγματι στην Υπερδνειστερία, ή σε μία πιο ακραία εκδοχή ακόμη και έναντι χωρών του ΝΑΤΟ; Είναι, πάντως, εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσο θα μπορούσε να υποστηρίξει κάτι τέτοιο. Που, όμως, τοποθετείται πλέον η Ρωσία στο παγκόσμιο γίγνεσθαι; Θα εξέλθει ισχυροποιημένη ή αποδυναμωμένη από τον πόλεμο στην Ουκρανία; Ποσοτικά, δηλαδή εδαφικά, θα ενδυναμωθεί, ωστόσο, στους ποιοτικούς συντελεστές ισχύος η ζημιά της θα είναι μεγάλη.
Προσώρας τα ερωτήματα είναι περισσότερα από τις απαντήσεις ή για να το θέσω καλύτερα δεν υπάρχουν (σίγουρες) απαντήσεις στις περισσότερες ερωτήσεις. Όμως, οι εκατό αυτές μέρες άλλαξαν πολλά και με δραματικό τρόπο. Μεταξύ άλλων, κλόνισαν -για μία ακόμη φορά- το απαραβίαστο των συνόρων και τον σεβασμό στην εδαφική ακεραιότητα, αποδυνάμωσαν την ήδη ασθενή παγκόσμια δικαιοκρατική τάξη, επιβεβαίωσαν την αποτυχία συμπερίληψης της Ρωσίας στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας (δεν είναι η ώρα για καταμερισμό ευθυνών), διέρρηξαν βιαίως τη συνεργασία ΕΕ-Μόσχας σε διάφορα πεδία, με κορυφαίο αυτό της ενέργειας, και άλλαξαν δραστικά τους όρους της παγκοσμιοποίησης, η οποία βγαίνει βαθιά τραυματισμένη, με τάση περιφερειοποίησης και προστατευτισμού της οικονομικής δραστηριότητας.
* Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Φίλη, Διευθυντή Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων & Αναπληρωτού Καθηγητή του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος, με τίτλο “Διεκδικητικός Πατριωτισμός: Ανατομία μίας συζήτησης που δεν έγινε ποτε”, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.