ΣΤΑΥΡΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
Ήταν 1.110 χιλιόμετρα αγωνίας, τύχης και ελπίδας η απόσταση που διήνυσε το «ανθρωπιστικό» κονβόι της επιχείρησης «Νόστος 3» για την απομάκρυνση Ελλήνων πολιτών, ομογενών και δημοσιογράφων από τη Μαριούπολη, περνώντας μέσα από πεδία μάχης, βομβαρδισμένα χωριά, αντιμαχόμενα στρατεύματα και διασταυρούμενα πυρά. Ίσως η πιο δύσκολη επιχείρηση εκκένωσης που οργάνωσε το υπουργείο Εξωτερικών.
Η «απόδραση» από την περικυκλωμένη Μαριούπολη ήταν η μεγαλύτερη δοκιμασία της δημοσιογραφικής μας αποστολής στις είκοσι ημέρες που περάσαμε επί ουκρανικού εδάφους. Η επιχείρηση δεν ξεκίνησε με καλούς οιωνούς. Το πρωινό εκείνο η πόλη είχε καλυφθεί από πυκνή ομίχλη, με την ορατότητα να περιορίζεται σημαντικά. Στόχος μας ήταν να διανύσουμε τα πρώτα 240 χιλιόμετρα μέχρι τη Ζαπορίζια και εκεί να ανεφοδιαστούμε με βενζίνη, καθώς τα πρατήρια στη Μαριούπολη ήταν κλειστά για μέρες. Μας είχαν προειδοποιήσει ότι θα είναι δύσκολο να βγούμε από την πόλη, γιατί οι κεντρικοί δρόμοι έχουν μετατραπεί σε ζώνες άμυνας με οδοφράγματα και χαρακώματα, όπου βρίσκονταν στρατιώτες που περίμεναν με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Το σημείο εκκίνησης ήταν οι εγκαταστάσεις του ΟΑΣΕ, όπου είχαμε μεταφερθεί λίγες ημέρες πριν για λόγους ασφαλείας, καθώς η έδρα του Γενικού Προξενείου βρισκόταν ανάμεσα σε κτίρια-στόχους. Εκεί συγκεντρώθηκαν και όσοι ομογενείς διέθεταν αυτοκίνητο για να ακολουθήσουν το κονβόι με κατεύθυνση την πόλη Ζαπορίζια στα βορειοδυτικά. Προτού φύγουμε, μοιραστήκαμε με τους συναδέλφους μία χαρτοταινία για να γράψουμε στα αυτοκίνητά μας τα χαρακτηριστικά «Press» και «TV», ελπίζοντας ότι αυτό θα αποτρέψει μια ενδεχόμενη επίθεση στην αυτοκινητοπομπή.
Βγαίνοντας από τη Μαριούπολη, όλα έδειχναν ότι η πόλη ετοιμάζεται να δεχτεί εισβολή. Οι Ουκρανοί είχαν τοποθετήσει μεγάλα φορτηγά και λεωφορεία στους δρόμους για να λειτουργήσουν ως εμπόδια για τα άρματα μάχης. Κάθε χιλιόμετρο που διασχίζαμε μακριά από τη Μαριούπολη αισθανόμασταν ότι μπαίνουμε όλο και πιο βαθιά στο πεδίο της μάχης. Παρατημένα άρματα και τεθωρακισμένα καίγονταν ακόμη στην άκρη του δρόμου, ενώ η άσφαλτος κάπνιζε από τους πρωινούς βομβαρδισμούς. Στο Μάγκνους, ένα χωριό λίγο έξω από την πόλη, συναντήσαμε για πρώτη φορά τις ρωσικές δυνάμεις. Ένας ουλαμός τεθωρακισμένων της ρωσικής εμπροσθοφυλακής που κατευθυνόταν στη Μαριούπολη. Τους είδαμε μέσα στην ομίχλη να μας κλείνουν το δρόμο, κάνοντας σινιάλο να σταματήσουμε. Ο πρέσβης Φραγκίσκος Κωστελλένος, που ηγείτο της αυτοκινητοπομπής, βγήκε από το υπηρεσιακό όχημα για να διαπραγματευτεί. Λίγες στιγμές μετά, οι Ρώσοι μιλούν σε έντονο ύφος και του ζητούν να μπει ξανά στο αυτοκίνητο. Οι κάννες των αρμάτων στρέφονται προς το κονβόι και οι Ρώσοι στρατιώτες παίρνουν θέσεις βολής και σημαδεύουν τα αυτοκίνητα. Για τρία λεπτά δεν κουνιέται κανείς παρά μόνο η κάννη του άρματος και ο ελεύθερος σκοπευτής που «μετράει» ένα προς ένα τα αυτοκίνητα. Τρία λεπτά που έμοιαζαν με αιώνα. Καταφέραμε να συνεχίσουμε χάρη στην υποδειγματική ψυχραιμία του πρέσβη, που έπεισε τους Ρώσους ότι δεν είμαστε σαμποτέρ ή πράκτορες της ουκρανικής πλευράς.
Προτού φύγουμε, μας προειδοποίησαν ότι στην περιοχή γίνονται μάχες και είναι πιθανό να βρεθούμε εν μέσω διασταυρούμενων πυρών, προτρέποντάς μας μάλιστα να γυρίσουμε στη Μαριούπολη για την ασφάλειά μας. Αποφασίσαμε να προχωρήσουμε μέσα από παρακάμψεις, καθώς ο κεντρικός δρόμος που συνδέει τη Μαριούπολη με τη Ζαπορίζια είχε βομβαρδιστεί και οι γέφυρες είχαν ανατιναχθεί για να καθυστερήσουν την προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων.
Μέχρι να βγούμε από την εμπόλεμη ζώνη, περάσαμε από ισοπεδωμένα χωριά, ναρκοθετημένους δρόμους και στρατεύματα των δύο πλευρών. Δεχτήκαμε ακόμη και πυροβολισμούς όταν μπήκαμε σε έναν επαρχιακό δρόμο, με τις σφαίρες να καρφώνονται στη ρόδα του συνεργείου του Mega. Επειτα από αρκετές ώρες, επανήλθαμε στον κεντρικό δρόμο για τη Ζαπορίζια, με το μεγαλύτερό μας πρόβλημα να είναι πλέον τα καύσιμα. Έχοντας καλύψει το μεγαλύτερο μέρος της απόστασης με αναμμένο το λαμπάκι της βενζίνης και αφού περάσαμε από δεκάδες σημεία ελέγχου της πολιτοφυλακής και του ουκρανικού στρατού, φτάσαμε αργά το απόγευμα στη Ζαπορίζια. Το αυτοκίνητο έμεινε από καύσιμα στην είσοδο της πόλης και με τη βοήθεια των συναδέλφων φτάσαμε μέχρι το ξενοδοχείο όπου θα διανυκτερεύαμε. Για πρώτη φορά από την έναρξη της ρωσικής εισβολής θα τρώγαμε ζεστό φαγητό και θα κοιμόμασταν σε κρεβάτι και όχι στο πάτωμα.
Το άλλο πρωί είδαμε πάνοπλους αστυνομικούς να σημαδεύουν το αυτοκίνητό μας θεωρώντας πως είναι παγιδευμένο με εκρηκτικά. Αλλωστε για ποιο λόγο να παρατήσει κάποιος ένα αυτοκίνητο στη μέση μιας λεωφόρου ενώ η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο. Μετά τις απαραίτητες εξηγήσεις και αφού «λαδώσαμε» τον πρατηριούχο για να μας γεμίσει το ρεζερβουάρ, καθώς στη χώρα ισχύει πλαφόν 20 λίτρων την ημέρα, ξεκινήσαμε για την Ούμαν, μια σύγχρονη «προσφυγούπολη» στα δυτικά της Ουκρανίας. Εκεί όπου συγκεντρώνονται όλοι οι ξεριζωμένοι Ουκρανοί για εφόδια προτού εγκαταλείψουν τη χώρα τους. Στις ουρές χιλιομέτρων για τα σύνορα είδαμε το άλλο πρόσωπο του πολέμου. Οικογένειες που χωρίστηκαν βίαια, που αναγκάστηκαν να επιλέξουν ποιος θα μπει στο αυτοκίνητο και ποιος θα μείνει πίσω, πρόσωπα βουβά που είδαν με τα μάτια τους τη φρίκη του πολέμου. Μετά τρεις ημέρες στο δρόμο, εμείς φτάσαμε με ασφάλεια στη Μολδαβία. Η σκέψη μας όμως είναι με τους ανθρώπους που γνωρίσαμε εκεί, που μας έβαλαν στα σπίτια τους, που φάγαμε στα τραπέζια τους, που μας βοήθησαν στα ρεπορτάζ μας. Μέχρι σήμερα δεν έχουμε καταφέρει να επικοινωνήσουμε μαζί τους. Να βεβαιωθούμε ότι είναι ζωντανοί.