ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

70 χρόνια πόλεμοι στη Μέση Ανατολή

Το χρονικό των συγκρούσεων και οι προσπάθειες για ειρήνη

Kathimerini.gr

Οι μάχες στη Μέση Ανατολή, μετά την αιφνιδιαστική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ το Σάββατο, είναι οι πιο πρόσφατες στον πόλεμο μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, που μαίνεται εδώ και 70 χρόνια.

Οι συγκρούσεις, στις οποίες κατά καιρούς έχουν εμπλακεί, έμμεσα ή άμεσα, εξωτερικές δυνάμεις, ανατρέπουν κάθε προσπάθεια για αποκατάσταση της σταθερότητας στην περιοχή.

Η απαρχή της σύγκρουσης

Στην καρδιά της σύγκρουσης βρίσκονται οι ισραηλινές απαιτήσεις για ασφάλεια στην περιοχή, την οποία εδώ και καιρό θεωρεί ως εχθρική, εξαιτίας των φιλοδοξιών των Παλαιστινίων να αποκτήσουν δικό τους κράτος.

Ο ιδρυτής του Ισραήλ Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν ανακήρυξε το σύγχρονο κράτος του Ισραήλ στις 14 Μαΐου του 1948, φιλοδοξώντας να δημιουργήσει ασφαλές καταφύγιο για τους Εβραίους μετά τις διώξεις που υπέστησαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι διωγμένοι Εβραίοι αναζήτησαν εθνική εστία σε μία γη με την οποία, μέχρι σήμερα, ισχυρίζονται ότι συνδέονται με ισχυρούς ιστορικούς και θρησκευτικούς δεσμούς.

Οι Παλαιστίνιοι θρηνούν για την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, αποκαλώντας τη Νάκμπα ή καταστροφή, καθώς είχε ως αποτέλεσμα την εκδίωξή τους και στάθηκε εμπόδιο στις φιλοδοξίες να αποκτήσουν κρατική υπόσταση.

Στον πόλεμο που ακολούθησε, περίπου 700.000 Παλαιστίνιοι, ο μισός αραβικός πληθυσμός τής υπό βρετανική διοίκηση τότε Παλαιστίνης, έφυγαν ή εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, καταλήγοντας στην Ιορδανία, στον Λίβανο και στη Συρία, καθώς και στη Γάζα, τη Δυτική Οχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ.

Το Ισραήλ, στενός σύμμαχος των ΗΠΑ, αμφισβητεί τον ισχυρισμό ότι έδιωξε τους Παλαιστινίους από τα σπίτια τους, υποστηρίζοντας πως δέχθηκε επίθεση από πέντε αραβικά κράτη την επομένη της δημιουργίας του.

Τα σύμφωνα ανακωχής που υπεγράφησαν το 1949 έδωσαν τέλος στις μάχες, ωστόσο δεν υπήρξε σύναψη ειρήνης επίσημα. Παλαιστίνιοι που παρέμειναν στην περιοχή αποτελούν σήμερα την αραβική ισραηλινή κοινότητα, περίπου το 20% του πληθυσμού του Ισραήλ.

Μεγάλοι πόλεμοι

Το 1967, το Ισραήλ προέβη σε «προληπτικό χτύπημα» εναντίον της Αιγύπτου και της Συρίας, ξεκινώντας τον Πόλεμο των Εξι Ημερών.

Εκτοτε το Ισραήλ έχει καταλάβει τη Δυτική Οχθη, την αραβική Ανατολική Ιερουσαλήμ την οποία απέσπασε από την Ιορδανία, καθώς και τα Υψίπεδα του Γκολάν από τη Συρία. Το 1973, η Αίγυπτος και η Συρία επιτέθηκαν σε ισραηλινές θέσεις κατά μήκος της διώρυγας του Σουέζ και των υψωμάτων του Γκολάν, ξεκινώντας τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ.

Το Ισραήλ κατάφερε να απωθήσει και τους δύο εχθρικούς στρατούς μέσα σε τρεις εβδομάδες. Επιπλέον, εισέβαλε στον Λίβανο το 1982 και εκτόπισε χιλιάδες Παλαιστινίους, υπό τον Γιάσερ Αραφάτ, έπειτα από πολιορκία δέκα εβδομάδων.

Το 2006, ξέσπασε και πάλι πόλεμος στον Λίβανο, όταν ένοπλοι της Χεζμπολάχ συνέλαβαν δύο Ισραηλινούς στρατιώτες. Το Ισραήλ απάντησε.

Το 2005 το Ισραήλ εγκατέλειψε τη Γάζα, την οποία είχε καταλάβει το 1967, ενώ βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Αιγύπτου.

Ωστόσο, στη Γάζα σημειώθηκαν μεγάλες εντάσεις το 2006, το 2008, το 2012, το 2014 και το 2021 με αεροπορικές επιδρομές των ισραηλινών δυνάμεων και εκτόξευση ρουκετών από Παλαιστίνιους ενόπλους, καθώς και διασυνοριακές επιδρομές και από τις δύο πλευρές.

Εκτός από πολέμους, η περιοχή βίωσε και δύο ιντιφάντες –εξεγέρσεις Παλαιστινίων– μεταξύ 1987 και 1993 και ξανά το 2000-2005. Η δεύτερη συνοδεύτηκε από κύματα βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας μελών της Χαμάς εναντίον Ισραηλινών.

Προσπάθειες για ειρήνη

Το 1979, η Αίγυπτος και το Ισραήλ υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης, τερματίζοντας 30 χρόνια εχθροπραξιών.

Το 1993, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Γιτζάκ Ράμπιν και ο Γιάσερ Αραφάτ αντάλλαξαν χειραψία υπογράφοντας τις συμφωνίες του Οσλο, που παρείχαν περιορισμένη αυτονομία στους Παλαιστινίους. Το 1994, το Ισραήλ υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με την Ιορδανία.

Κατά τη σύνοδο κορυφής του Καμπ Ντέιβιντ το 2000, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Εχούντ Μπαράκ και ο Γιάσερ Αραφάτ απέτυχαν να καταλήξουν σε οριστική ειρηνευτική συμφωνία.

Το 2002, αραβικό σχέδιο προσέφερε στο Ισραήλ ομαλούς δεσμούς με όλες τις αραβικές χώρες με αντάλλαγμα την πλήρη απόσυρση από τα εδάφη που πήρε στον πόλεμο της Μέσης Ανατολής το 1967, τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους και «δίκαιη λύση» για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες.

Οι ειρηνευτικές προσπάθειες έχουν σταματήσει από το 2014, μετά το ναυάγιο των συνομιλιών μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων στην Ουάσιγκτον.

Οι Παλαιστίνιοι μποϊκόταραν συνομιλίες με την κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, δεδομένου ότι επί των ημερών του αντιστράφηκε η πολιτική για το Μεσανατολικό που έχτιζαν επί δεκαετίες οι Αμερικανοί διπλωμάτες.

Επί προεδρίας Τραμπ, η Ουάσιγκτον αναθεώρησε τη στάση υπέρ μιας λύσης των δύο κρατών, ανατρέποντας το ειρηνευτικό σχέδιο που προβλέπει δημιουργία παλαιστινιακού κράτους σε εδάφη τα οποία κατέλαβε το Ισραήλ το 1967.

Οι συνομιλίες σήμερα

Η σημερινή κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών υπό τον Τζο Μπάιντεν επιδιώκει «μεγάλη συμφωνία» στη Μέση Ανατολή μέσω της εξομάλυνσης των σχέσεων Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας, θεματοφύλακα των δύο ιερότερων τόπων του Ισλάμ.

Οι τελευταίες εξελίξεις προκαλούν διπλωματική αμηχανία τόσο στο Ριάντ, όσο και σε άλλα αραβικά κράτη του Κόλπου που έχουν υπογράψει ειρηνευτικές συμφωνίες με το Ισραήλ.

Τα κύρια σημεία σύγκρουσης

Λύση δύο κρατών, ισραηλινοί εποικισμοί, το καθεστώς της Ιερουσαλήμ και πρόσφυγες βρίσκονται στο επίκεντρο της διαμάχης εμποδίζοντας την επίτευξη ειρήνης εδώ και επτά δεκαετίες.

Ως προς τη λύση δύο κρατών, συμφωνία που θα επέτρεπε τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους στη Δυτική Οχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, η Χαμάς την έχει απορρίψει. Αντ’ αυτού, υπόσχεται να καταστρέψει το Ισραήλ.

Το Ισραήλ, από την πλευρά του, θέτει ως όρο για την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους την αποστρατιωτικοποίηση των Παλαιστινίων, ώστε να μην απειλούν το Ισραήλ.

Αλλο σημείο αντιπαράθεσης αποτελούν οι εβραϊκοί οικισμοί. Οι περισσότερες χώρες τούς θεωρούν παράνομους, καθώς χτίστηκαν σε γη που κατέλαβε το Ισραήλ το 1967.

Το Ισραήλ, από την πλευρά του, επικαλείται ιστορικούς και βιβλικούς δεσμούς με τη γη. Η συνεχιζόμενη επέκταση των εποικισμών αποτελεί αφορμή διαρκούς έντασης με τους Παλαιστινίους και τη διεθνή κοινότητα.

Επιπλέον, οι Παλαιστίνιοι διεκδικούν την Ανατολική Ιερουσαλήμ, μία περιοχή που θεωρείται ιερή για μουσουλμάνους, εβραίους και χριστιανούς, φιλοδοξώντας να την καταστήσουν πρωτεύουσα του κράτους τους.

Το Ισραήλ υποστηρίζει ότι η Ιερουσαλήμ πρέπει να παραμείνει η «αδιαίρετη και αιώνια» πρωτεύουσά του. Οι αξιώσεις του Ισραήλ στο ανατολικό τμήμα της Ιερουσαλήμ δεν έχουν αναγνωριστεί από τη διεθνή κοινότητα.

Ωστόσο, ο Τραμπ αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ –χωρίς να προσδιορίσει την έκταση δικαιοδοσίας του στην αμφισβητούμενη– πόλη και μετέφερε εκεί την πρεσβεία των ΗΠΑ το 2018.

Σήμερα περίπου 5,6 εκατομμύρια Παλαιστίνιοι πρόσφυγες –κυρίως απόγονοι εκείνων που έφυγαν το 1948– ζουν στην Ιορδανία, στον Λίβανο, στη Συρία, την κατεχόμενη από το Ισραήλ Δυτική Οχθη και τη Γάζα.

Περίπου οι μισοί από τους καταγεγραμμένους πρόσφυγες παραμένουν χωρίς ιθαγένεια, σύμφωνα με το παλαιστινιακό υπουργείο Εξωτερικών. Πολλοί ζουν σε συνωστισμένους καταυλισμούς.

Οι Παλαιστίνιοι απαιτούν εδώ και καιρό να επιτραπεί στους πρόσφυγες να επιστρέψουν, μαζί με τους απογόνους τους, που υπολογίζεται ότι ανέρχονται σε εκατομμύρια ανθρώπους. Το Ισραήλ υποστηρίζει πως η όποια επανεγκατάσταση Παλαιστίνιων προσφύγων θα πρέπει να γίνει εκτός των συνόρων του.

 

Με πληροφορίες από Reuters

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση