ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Το φάντασμα της ουκρανικής κρίσης

Οι επιδιώξεις και οι φόβοι του Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος επιχειρεί διστακτικά διπλωματικά ανοίγματα προς τη Δύση

Kathimerini.gr

Ενδείξεις ότι η Μόσχα είναι ανοικτή στην προοπτική διαλόγου με το ΝΑΤΟ προσφέρει η ανακοίνωση Αμερικανών και Ρώσων αξιωματούχων για τριήμερο διπλωματικών επαφών και συνομιλιών για θέματα ασφάλειας στις 10 Ιανουαρίου με την αμερικανική κυβέρνηση, στις 12 με το ΝΑΤΟ και στις 13 με εκπροσώπους χωρών της Ε.Ε. Η είδηση αναμένεται να βοηθήσει στην έστω και προσωρινή αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ με αφορμή την Ουκρανία.

Η ρωσική πλευρά προσέρχεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με μαξιμαλιστική ατζέντα, που αφορά την αναμόρφωση των ευρωπαϊκών γεωστρατηγικών δεδομένων, όπως αυτά διαμορφώθηκαν τις δεκαετίες του 1980 και 1990, και τη γεωγραφική απομάκρυνση του ΝΑΤΟ από τη ρωσική ζώνη επιρροής. Στο επίκεντρο του σχεδίου αυτού, που παρουσιάσθηκε δημόσια στις 17 Δεκεμβρίου, βρίσκεται η Ουκρανία, η μόνη χώρα που αναφέρεται ονομαστικά στο προσχέδιο συμφωνίας της Μόσχας. Η επιδιωκόμενη συμφωνία παρουσιάζεται από το Κρεμλίνο ως ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια της Ρωσίας, ενώ εξίσου μεγάλη είναι και η συμβολική της σημασία, όπως εξηγεί ο ανταποκριτής της Le Monde στο Κίεβο. Το ουκρανικό ζήτημα αποτελεί εμμονή για τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος έχει συνδέσει τη μακρά του προεδρία με την τύχη της χώρας, ενώ συνειδητοποιεί ότι η κατάσταση είναι πια πολύ δύσκολη και δεν επιδέχεται λεονταρισμούς.

Παρότι η μελέτη της ρωσικής πολιτικής σκηνής πάσχει εξαιτίας της υπέρμετρης σημασίας που αποδίδεται στη βούληση του Πούτιν, σε αυτή την περίπτωση η παραπάνω προσέγγιση είναι ακριβής. Κανένα ζήτημα δεν έχει απασχολήσει τόσο πολύ τον Ρώσο πρόεδρο όσο η Ουκρανία. Ακόμη και η Γεωργία, εναντίον της οποίας η Μόσχα διεξήγαγε πόλεμο το 2008, δεν απέκτησε τέτοια στρατηγική σημασία και δεν προκάλεσε τόσο έντονη ανησυχία στον Ρώσο πρόεδρο και αυτό παρά το μίσος που, ως γνωστόν, τρέφει ο Πούτιν για τον πρώην πρόεδρο της Γεωργίας, Μιχαήλ Σαακασβίλι. Ο αναλυτής Αλεξάντρ Μπάουνοφ εξηγεί στη Le Monde: «Παρότι ο Πούτιν δεν έχει αποφασίσει εάν θα διατηρήσει την προεδρία μετά το 2024, γνωρίζει ότι δεν είναι αθάνατος και επιθυμεί να αφήσει πίσω του αξιόλογη κληρονομιά. Το ουκρανικό ζήτημα είναι αυτό που τον δυσκολεύει πιο πολύ, καθώς εμπεριέχει ζητήματα εθνικής ασφάλειας, αλλά και συναισθηματικούς δεσμούς, που έχουν να κάνουν με την ταυτότητα του ρωσικού έθνους. Παρότι ο Πούτιν είναι συνήθως ιδιαίτερα προσεκτικός, είναι σήμερα έτοιμος να καταφύγει σε στρατιωτικά μέσα».

Κατά τη διάρκεια της ετήσιας χριστουγεννιάτικης συνέντευξης Τύπου στις 23 Δεκεμβρίου, ο πρόεδρος Πούτιν μίλησε για την «ίδρυση» της Ουκρανίας από τον Λένιν στα «ιστορικά εδάφη της Ρωσίας», υποστηρίζοντας ότι η παρούσα κρίση έχει τις ρίζες της στο «πραξικόπημα» της πλατείας Μαϊντάν του 2014, προτού καταλήξει στην αθέτηση των νατοϊκών δεσμεύσεων τη δεκαετία του 1990 για μη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή. Οι θέσεις του Πούτιν για την Ουκρανία συνοψίζονται στην πεποίθηση ότι Ρώσοι και Ουκρανοί είναι «ενιαίος λαός», απόγονοι του μεσαιωνικού βασιλείου του Κιέβου. Σε μακροσκελές θεωρητικό του άρθρο, που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο στην ιστοσελίδα του Κρεμλίνου, ο Ρώσος πρόεδρος κάνει λόγο για «ιστορική ενότητα μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών». Πολλοί ιστορικοί αμφισβητούν την εκδοχή αυτή της ιστορίας της περιοχής, υπενθυμίζοντας τη μακρά ιστορία αντιπαλότητας μεταξύ των δύο εθνών και τις πολύ διαφορετικές τους πολιτικές επιλογές. Την ανησυχία του Πούτιν οξύνει επίσης το ενδεχόμενο ανάδειξης στην Ουκρανία εναλλακτικής πολιτικής οντότητας, η οποία θα αποτελέσει παράδειγμα μίμησης για τους Ρώσους πολίτες. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιέται ο Πούτιν, η Ουκρανία να καταβάλλει προσπάθειες με στόχο την επιβολή κράτους δικαίου, την καταπολέμηση της διαφθοράς και τη δημοκρατική ομαλότητα; Δεν μπορεί να πρόκειται παρά για δυτική προπαγάνδα.

Την ίδια στιγμή, η στροφή του Κιέβου προς τη Δύση προσφέρει μία ακόμη απόδειξη στον Πούτιν ότι η ουκρανική εθνική κυριαρχία είναι ένα μύθευμα. Στο άρθρο του Ιουλίου, ο Ρώσος πρόεδρος γράφει: «Οι δυτικές δυνάμεις που δραστηριοποιούνται πίσω από το αντιρωσικό αυτό σχέδιο, ελέγχουν την Ουκρανία. Για τις δυνάμεις αυτές δεν μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητη Ουκρανία».

Παραδοχή αποτυχίας

Με το σκεπτικό αυτό, η Μόσχα αιτιολογεί την παρεμβατική της πολιτική και τη συνοριακή προκλητικότητα στη γειτονική της χώρα. Οι ρητορικές αυτές κορώνες αποτελούν, όμως, παραδοχή αποτυχίας. Τα αρχικά διπλωματικά σχέδια του Πούτιν έκαναν λόγο για δημιουργία «ευρασιατικής ένωσης», με την Ουκρανία σε περίοπτη θέση. Αντί γι’ αυτό, η Μόσχα αρκείται πια στην επιβολή ουδετερότητας στο Κίεβο, απειλώντας την ουκρανική κυβέρνηση με το σκιάχτρο της εξέγερσης των ρωσόφωνων πολιτών στα ανατολικά της χώρας. Η «απώλεια της Ουκρανίας» για τη Μόσχα αποτυπώνεται σε κάθε επίπεδο: στρατιωτική βοήθεια από το ΝΑΤΟ, στήριξη της δυτικής προοπτικής του Κιέβου από τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, σταδιακή επικράτηση της ουκρανικής γλώσσας και μετατόπιση των εμπορικών σχέσεων προς τη Δύση.

Στη συνέντευξη Τύπου, ο πρόεδρος Πούτιν απέδωσε τις ριζικές αυτές αλλαγές σε «πλύση εγκεφάλου», την οποία υπέστησαν οι Ουκρανοί στα χέρια των Δυτικών υποστηρικτών τους. Η επίμονη άρνηση του Πούτιν να αναθεωρήσει την πολιτική της Μόσχας απέναντι στο Κίεβο προέρχεται ίσως από τη βαθιά του πίστη σε ρομαντική, φαντασιακή θεώρηση της σλαβικής ιστορίας. Το 2014, το ξέσπασμα της εξέγερσης των ρωσόφωνων στην ανατολική Ουκρανία και η προσάρτηση της Κριμαίας έκανε πολλούς στο Κρεμλίνο να πιστεύουν ότι τα νοτιοανατολικά της χώρας θα περιέρχονταν υπό ρωσικό έλεγχο. Η εξέγερση, όμως, πέτυχε να επιβιώσει σε μικρή μόνο περιοχή της λεκάνης του Ντον.

Ευθύνες στη Δύση επιρρίπτει, όμως, στις σελίδες της εφημερίδας Guardian, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, Τζόσουα Σίφρινσον, που επισημαίνει ότι τα δυτικά κράτη επέδειξαν αδιαφορία για τις θεμιτές ανησυχίες της Μόσχας για ανάπτυξη εχθρικών στρατιωτικών δυνάμεων στα σύνορα της Ρωσίας. «Η Μόσχα δεν θέλει την ύπαρξη πολιτικών αντιπάλων στα σύνορά της. Φανταστείτε τον αντίκτυπο στην Ουάσιγκτον αμυντικής συμφωνίας μεταξύ Καναδά και Κίνας. Τα ισχυρά κράτη δεν μπορούν να ανεχθούν τη σύναψη συμμαχιών κοντά στα σύνορά τους», λέει ο δρ Σίφρινσον.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση