ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Θα κερδίσει ο Ερντογάν τις εκλογές;

Το 2023 θα είναι από πολλές απόψεις καθοριστικό, καθώς θα καθορίσει τη μοίρα της Τουρκίας, αλλά και τη φύση των σχέσεών της με τον κόσμο για τα επόμενα χρόνια

Πέντε λόγοι για μια νέα επικράτηση

Του ΤΣΕΝΓΚΙΖ ΑΚΤΑΡ*

 

Την 1η Ιανουαρίου ξεκινάει η εκατονταετηρίδα από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Το 2023 θα είναι από πολλές απόψεις καθοριστικό, καθώς θα καθορίσει τη μοίρα της Τουρκίας, αλλά και τη φύση των σχέσεών της με τον κόσμο για τα επόμενα χρόνια. Η συγκυρία αυτή είναι σίγουρα ένας από τους πέντε βασικούς λόγους για τους οποίους ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα μπορούσε να επανεκλεγεί.

Πράγματι, για λόγους ιδεολογικούς αλλά και προσωπικούς, θεωρεί μια εκλογική νίκη κατά τη διάρκεια της εκατονταετηρίδας ως ένα ζωτικής σημασίας μήνυμα προς τη χώρα και τον κόσμο – μήνυμα ότι η «Νέα Τουρκία», σε αντίθεση με την παλιά που δημιούργησε ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, έχει πλέον εδραιωθεί και ήρθε για να μείνει. Συμβολικά, αυτό θα αποτελούσε το αποκορύφωμα της προσπάθειας αποδυτικοποίησης του καθεστώτος και την υπεροχή του Ερντογάν έναντι του Ατατούρκ.

Σε προσωπικό επίπεδο ο Ερντογάν επιβάλλεται να κερδίσει αυτές τις εκλογές, καθώς στο αντίθετο σενάριο θα αντιμετώπιζε, πιθανότατα, ένα στρατοδικείο για να απαντήσει στις μαζικές κατηγορίες διαφθοράς και να λογοδοτήσει για αμέτρητες παραβιάσεις του Συντάγματος και των νόμων κατά τη διάρκεια της εικοσαετούς θητείας του. Τον ίδιο κίνδυνο αντιμετωπίζει και με το Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, όσον αφορά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις σε γειτονικές χώρες. Σε αυτά τα παραπτώματα θα όφειλε κανείς να προσθέσει και τη γνωστή υποστήριξη προς τον ISIS.

Απλούστατα, δεν μπορεί να πάρει τόσο μεγάλο ρίσκο και γι’ αυτό έχει ανάγκη να διατηρήσει την ασυλία του. Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν δεν έχει την πολυτέλεια να δεχθεί την πρόκληση μιας εκλογικής αναμέτρησης που μπορεί να χάσει.

Η δεύτερη σειρά λόγων που θα οδηγούσε στην επανεκλογή του προκύπτει άμεσα από τις αδυναμίες της αντιπολίτευση η οποία, με την προφανή εξαίρεση του κουρδικού κόμματος HDP, είναι ανίκανη να συνταχθεί πίσω από έναν ισχυρό υποψήφιο. Δεν έχει προκύψει κανένας ηγέτης που να μπορεί να συγκριθεί με το αναμφισβήτητο χάρισμα του Ερντογάν, το οποίο εκτείνεται πέρα από την εκλογική του περιφέρεια. Παρ’ όλα αυτά, η πρόσφατη παρωδία δίκης, που επί της ουσίας απέκλεισε τον δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου από τον εκλογικό ανταγωνισμό, διατρανώνει τη βούληση του Ερντογάν να μην πάρει κανένα ρίσκο, οσοδήποτε μικρό.

Αλλωστε, το «πρόγραμμα» διακυβέρνησης της αντιπολίτευσης αποτελείται ουσιαστικά από δύο θέματα: να απαλλαγεί από τον Ερντογάν και να αποφύγει να φανεί ότι συμπορεύεται με το HDP και τους Κούρδους γενικότερα. Αυτό προφανώς δεν αρκεί για να προσεγγίσει τις δυσαρεστημένες μάζες, ιδίως τη νεολαία. Ο πιο αδύναμος κρίκος της αντιπολίτευσης, το κόμμα IYI –το οποίο είναι απλώς ένα άβαταρ του MHP, του συμμαχικού εταίρου του Ερντογάν– παραμένει επιρρεπές στις αλλαγές στρατοπέδου. Τέλος, η εξωτερική πολιτική παραμένει το κατ’ εξοχήν πεδίο επί του οποίου το καθεστώς έχει όλα τα χαρτιά στα χέρια του προκειμένου να ποδηγετήσει την αντιπολίτευση και να την εξουδετερώσει εντελώς, καθώς η ίδια είναι στην πραγματικότητα πιο πολεμοκάπηλη από το καθεστώς στα εξωτερικά μέτωπα. Στον δρόμο προς τις κάλπες, το καθεστώς μπορεί άνετα να αφοπλίσει τον ζήλο της αντιπολίτευσης, επινοώντας μια ακόμη στρατιωτική επιχείρηση στην περιοχή.

Η τρίτη σειρά λόγων αποτελείται από το εκλογικό σώμα του ίδιου του Ερντογάν, τα κίνητρα του οποίου δεν περιορίζονται απλώς στον ωφελιμισμό που βασίζεται στις διαδεδομένες πελατειακές σχέσεις και τις ευεργεσίες που το καθεστώς θέσπισε επί χρόνια. Οι φιλοκαθεστωτικές μάζες συμφωνούν με τις αντιδημοκρατικές πολιτικές και τους δικτατορικούς τρόπους διακυβέρνησης.

Η εκλογική γραφειοκρατία είναι καθοριστικής σημασίας. Και το καθεστώς έχει ήδη φροντίσει να την ελέγξει, τοποθετώντας εγκάθετους σε όλα τα επίπεδα.

Εξάλλου, αν και οικονομικά δυσαρεστημένες, δεν βλέπουν καμία εναλλακτική λύση στον Ερντογάν, που έχει ήδη αρχίσει τους τακτικισμούς με τις εκλογικές του παροχές προς τον πληθυσμό, χάρη στην οικονομική βοήθεια των εξωτερικών συμμάχων του.

Στην πραγματικότητα, η τέταρτη σειρά λόγων είναι η εξωτερική υποστήριξη. Υπάρχει πλέον ευρύτατη δέσμευση από τις πλούσιες σε πετρέλαιο δυναστείες της Μέσης Ανατολής, καθώς και από τον Πούτιν, να στηρίξουν τον Ερντογάν και την προβληματική οικονομία της Τουρκίας για να εξασφαλίσουν την επανεκλογή του αγαπημένου τους. Φθάνει να παρατηρήσει κανείς πόσο ασυνήθιστα πολλά «λάθη και παραλείψεις» υπάρχουν στους εθνικούς λογαριασμούς για τον εντοπισμό «μαύρου» χρήματος από άγνωστες πηγές. Ο ενθουσιασμός του Πούτιν είναι ιδιαιτέρως αξιοσημείωτος, καθώς βλέπει να υπάρχει μια χρυσή ευκαιρία για να συνεχίσει να σπέρνει τη διχόνοια στο ΝΑΤΟ.

Ωστόσο, δεν είναι μόνο οι μη δημοκρατικές χώρες που υποστηρίζουν τον Ερντογάν. Η Δύση τον στηρίζει έμμεσα, «κατανοώντας» την επιθετική και αυταρχική συμπεριφορά του καθεστώτος εντός και εκτός της χώρας, που απορρέει από δήθεν «εύλογες ανησυχίες για την ασφάλεια», ουσιαστικά για να «κρατήσει» την Τουρκία στο ΝΑΤΟ. Η υπερβολή του Ερντογάν, η αιώνια θυματοποίησή του, οι απειλές του προς την Ελλάδα και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του εναντίον των Κούρδων είναι όλα «κατανοητά».

Η τελευταία σειρά λόγων για τους οποίους ο Ερντογάν εμφανίζεται ως ο πιθανός νικητής το 2023 είναι όλος ο εκλογικός μηχανισμός μέσω του οποίου τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη του.

Πρώτον, ο εκλογικός μηχανισμός περιλαμβάνει την εκλογική γραφειοκρατία, τις εκλογικές περιφέρειες και τους σχετικούς νόμους και κανονισμούς.

Η εκλογική γραφειοκρατία είναι καθοριστικής σημασίας. Ο διορισμός φιλοκυβερνητικών δικαστών στο Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο (YSK) έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Ο πρόεδρος του Συμβουλίου Μουχαρέμ Ακάγια είναι ο ανώτατος δικαστής που πρωτοστάτησε στην απόφαση του Συμβουλίου να ψηφίσει υπέρ της ακύρωσης σε πρώτη φάση των εκλογών για τη δημαρχία της Κωνσταντινούπολης που κέρδισε ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης Εκρέμ Ιμάμογλου τον Μάρτιο του 2019, ικανοποιώντας το ανόητο αίτημα του καθεστώτος.

Οι πρόεδροι των εκλογικών επιτροπών θα αποτελούνται από βαθμοφόρους δικαστές, όλοι διορισμένοι από το καθεστώς. Ετσι, οι κάλπες και οι εκλογικές επιτροπές θα βρίσκονται υπό τον άμεσο έλεγχο του καθεστώτος.

Το Συμβούλιο και οι εκλογικές επιτροπές θα μπορούν να απορρίψουν υποψηφίους με οποιαδήποτε πρόφαση, θα μπορούν ακόμη και να απορρίψουν αναπληρωματικούς υποψηφίους που θα υποδεικνύονταν στη θέση των απορριφθέντων, αφήνοντας έτσι τα κόμματα της αντιπολίτευσης χωρίς υποψηφίους σε πολλές εκλογικές περιφέρειες και ανήμπορα να υποδείξουν εγκαίρως νέους, άρα ανήμπορα να συμμετάσχουν στις εκλογές σε μια συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια.

Οσον αφορά την καταμέτρηση των ψήφων, το Συμβούλιο συνεργάζεται με μια δημόσια εταιρεία εξειδικευμένη στον τομέα της άμυνας και του λογισμικού, την Havelsan! Δεν χρειάζονται μαντικές ικανότητες για να προβλέψει κανείς το πιθανό αποτέλεσμα.

Δεύτερον, η παραμονή του Σουλεϊμάν Σοϊλού στο υπουργείο Εσωτερικών και ο επαναδιορισμός του ριζοσπάστη υποτελούς του Ερντογάν, Μπεκίρ Μποζντάγ, στο Δικαιοσύνης αποτελούν ισχυρά εφόδια για τον αυστηρό έλεγχο του συστήματος και της χώρας. Η πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης στις 14 Νοεμβρίου, που πιθανότατα οργανώθηκε από τον μηχανισμό του Σοϊλού, προϊδεάζει για τη βία που θα ακολουθήσει. Οι ημιεπίσημες ένοπλες συμμορίες του καθεστώτος θα είναι και αυτές έτοιμες για υπηρεσία κατά την προεκλογική περίοδο.

Τρίτον, το καθεστώς έχει επίγνωση της αδύναμης υποστήριξης που συγκεντρώνει στη λεγόμενη «GenZ», η οποία είναι ευαισθητοποιημένη σε θέματα κλιματικής αλλαγής, περιβαλλοντικής δράσης, δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ, δικαιωμάτων των ζώων κ.ά. Με βάση αυτή την ανησυχία πρέπει να γίνει κατανοητή η επίμονη αποτροπή από το υπουργείο Εσωτερικών της δημιουργίας του Πράσινου Κόμματος. Στην ίδια λογική θα πρέπει να διαβάσει κανείς και τον νέο νόμο για τη λογοκρισία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ιδού πώς το αξιολογεί η Human Rights’ Watch: «Η συγκυρία της υιοθέτησης αυτού του νόμου, λίγους μήνες πριν από τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του 2023, προκαλεί την ανησυχία ότι η κυβέρνηση σκοπεύει να καταστείλει ρεπορτάζ και σχόλια στο Διαδίκτυο που θα είναι επικριτικά για την ίδια εν όψει της αναμέτρησης».

Η νεολαία, όπως συμβαίνει παντού και μαζί με κορυφαία στελέχη της αντιπολίτευσης, είναι πολύ ενεργή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ο Ερντογάν έχει μετατραπεί σε εκλεγμένο δικτάτορα μετά την αλλαγή του καθεστώτος, το 2018, σε προεδρικό σύστημα χωρίς ελέγχους και ισορροπίες. «Εκλεγμένος δικτάτορας» σημαίνει ότι υπάρχουν άνθρωποι που ευχαρίστως εκλέγουν αυτόν τον δικτάτορα. Και το υπόλοιπο κομμάτι του εκλογικού σώματος γκρινιάζει, αλλά τελικά υποκλίνεται, υπό το κράτος της απελπισίας, στον δικτάτορα και το καθεστώς του.

* Ο κ. Τσενγκίζ Ακτάρ είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στη Σχολή Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το τελευταίο του βιβλίο εκδόθηκε στα ελληνικά με τίτλο «Το τουρκικό άχθος» (εκδ. Επίμετρο, 2021).

Θα τις κάνει μόνο για να τις κερδίσει

Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΦΙΛΗ*

 

Το 2023 είναι ιδιαίτερη χρονιά. Σε ένα σύνθετο και αβέβαιο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον, οι εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο αποκτούν ιδιαίτερη αξία. Και μόνο το γεγονός ότι έχουμε εκλογικές αναμετρήσεις σε τουλάχιστον τρεις χώρες –την Κύπρο, την Ελλάδα και την Τουρκία–, ενδεχομένως και στο Ισραήλ αν δεν επιβιώσει ο κυβερνητικός συνασπισμός Νετανιάχου, καθιστά τη νέα χρονιά κρίσιμη. Είναι λογικό πως μέχρι την ολοκλήρωση του εκλογικού κύκλου και στην Τουρκία δεν μπορούμε παρά να αναμένουμε (στο καλό σενάριο) διαχείριση των εντάσεων σε αποδεκτά επίπεδα.

Ο Ερντογάν θα κάνει τις εκλογές στην Τουρκία για να τις κερδίσει. Εχει, παρά τη φυσιολογική φθορά έπειτα από 21 χρόνια στην εξουσία, στην κατοχή του ισχυρά χαρτιά και οπωσδήποτε την πρωτοβουλία των κινήσεων απέναντι σε μια αντιπολίτευση, που ακόμη αναζητεί τον υποψήφιό της και δείχνει δυσκολία στη συσπείρωση γύρω από ένα αντι-ερντογανικό μέτωπο, στοιχείο που ενδέχεται να αλλάξει μετά την πρωτόδικη καταδίκη Ιμάμογλου. Η πορεία της οικονομίας είναι μεν καθοδική, η εκτόξευση του πληθωρισμού και η δραματική μείωση της αγοραστικής δύναμης του μέσου Τούρκου, συνδυαστικά με την καταβαράθρωση του εθνικού νομίσματος, παγιώνουν κάποια δεδομένα στο προεκλογικό παιχνίδι, ωστόσο ο Τούρκος πρόεδρος έχει καταφέρει να εξασφαλίσει ζεστό χρήμα από διάφορες πηγές, μεταξύ των οποίων οι μοναρχίες του Κόλπου, τώρα που βελτίωσε αισθητά τη σχέση του μαζί τους, όπως βέβαια και η Ρωσία, προσφέροντας καταφύγιο σε ανεπιθύμητα για τη Δύση ρωσικά κεφάλαια. Η Τουρκία είναι μαθημένη τα τελευταία χρόνια να λειτουργεί ως πλυντήριο ξεπλύματος «μαύρου» χρήματος και αυτό, έστω και περιστασιακά, θα βοηθήσει τον Ερντογάν ενόψει των εκλογών.

Δύο σημαντικοί παράγοντες που θα κρίνουν τις εκλογές είναι οι νέοι ψηφοφόροι –ένα μεγάλο μέρος των οποίων θεωρεί τον Ερντογάν καθεστώς και αποστρέφεται τις μεθόδους του και την ακραία ισλαμοποίηση της κοινωνίας, οπότε αναμένεται να του γυρίσει την πλάτη στις κάλπες– και οι Κούρδοι, των οποίων η αποχή ή η χλιαρή στήριξη του υποψηφίου της αντιπολίτευσης πιθανόν να γύρει την πλάστιγγα υπέρ του Ερντογάν. Δεν αποκλείεται ο τελευταίος να προκαλέσει δημοψήφισμα για το θέμα της μαντίλας ή ακόμη και να επιλέξει να θέσει εκτός νόμου τους επικίνδυνους αντιπάλους του, όπως έχει κάνει με τον Ντεμιρτάς και ίσως πράξει με το φιλοκουρδικό – φιλεργατικό κόμμα. Η αντιπολίτευση από την πλευρά της έχει ως ασφαλή εναλλακτική τον Κιλιτσντάρογλου, αλλά αναζητεί ένα πιο ικανό και πολιτικά γοητευτικό υποψήφιο, ενώ η καθυστέρηση στην επιλογή μπορεί να αποβεί μοιραία. Ούτως ή άλλως πρέπει να συγκεντρώνει χαρακτηριστικά που θα τον καθιστούν συμπαθή και στους Κούρδους. Η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων στον Ιμάμογλου (μέχρι την ολοκλήρωση του κειμένου και ίσως για κάποιους μήνες θα είναι άγνωστη η έκβαση της υπόθεσης), όχι μόνο τον ηρωοποιεί πολιτικά αλλά του δίνει προβάδισμα σε περίπτωση που είναι σε θέση να διεκδικήσει την προεδρία, αφού υποχρεώνει τις αντιπολιτευτικές δυνάμεις να στοιχηθούν πίσω από αυτόν και τον καθιστά ακόμη πιο συμπαθή. Γνωρίζει, άλλωστε, ο Ερντογάν από τη δική του υπόθεση πως το εκλογικό σώμα στηρίζει ευκολότερα διωκόμενους πολιτικούς, που καταλήγουν να εκπροσωπούν κάτι παραπάνω από τον εαυτό τους. Το ερώτημα, συνεπώς, είναι αν ο Ερντογάν θα περιφρονήσει τους πάντες προκειμένου να βγάλει νοκ άουτ τον Ιμάμογλου, ενώ υπό κανονικές συνθήκες –ως πολύπειρος πολιτικός– θα είχε σοβαρές πιθανότητες να επικρατήσει έναντι ενός άγουρου πολιτικά αντιπάλου. Σε ένα από τα σενάρια που εξετάζει ο Τούρκος πρόεδρος, θα όδευε στις εκλογές σε συνθήκες έντονης πόλωσης με τη Δύση, προσέγγισης με τη Ρωσία (και περιφερειακές δυνάμεις όπως το Ιράν, ακόμη και τη Συρία) και στρατιωτικών επεμβάσεων στη νοτιοανατολική γειτονιά της, ενώ θα μαίνεται κύκλος τρομοκρατικών επιθέσεων στο εσωτερικό.

Καθοριστικής σημασίας είναι η έκβαση της ένταξης Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, με το ξεμπλοκάρισμα από την Τουρκία εκ των πραγμάτων να συνδέεται με την προμήθεια και αναβάθμιση των F-16. Μοιάζει δύσκολο να τραβήξουν σε μάκρος, ενώ ο δυτικός παράγοντας μοιάζει συμβιβασμένος με την επανεκλογή Ερντογάν. Και ποντάρει πως η όποια παρέμβαση (π.χ. για την υπόθεση Ιμάμογλου) θα του δώσει πόντους στο εσωτερικό. Αν, πάντως, δεν επιλέξει τη ρήξη με τις ΗΠΑ και διευθετήσει ορισμένες από τις εκκρεμότητες μαζί τους, η πρόκληση ενός θερμού επεισοδίου με την Ελλάδα απομακρύνεται. Τρία είναι πάντως τα επικίνδυνα πεδία: το μεταναστευτικό (πολιτικό βάρος η παραμονή μεταναστών εν μέσω οικονομικής κρίσης), η ενέργεια (η τουρκική ηγεσία θα ανακοινώνει μέχρι τις εκλογές καλά νέα με ανακαλύψεις κοιτασμάτων, τη συμμετοχή της σε σημαντικά projects, ενώ θα επιδιώκει να κάνει προβολή ισχύος στην ανατολική Μεσόγειο) και η αποστρατιωτικοποίηση, που συνδέεται με την κυριαρχία και τις θαλάσσιες ζώνες. Ο αστερίσκος εδώ αφορά στην προσπάθεια της Τουρκίας, όχι μόνο να παρουσιάσει την Ελλάδα ως επιτιθέμενη ώστε να δικαιολογήσει τις αναθεωρητικές της πράξεις, αλλά και να φέρει την Ελλάδα ενώπιον του διλήμματος ανάμεσα σε μία δυναμική αντίδραση, επί παραδείγματι για την προάσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων νοτίως της Κρήτης, που ενδεχομένως να οδηγούσε σε επεισόδιο και της αναδίπλωσης προκειμένου να μην ξεφύγει η κατάσταση. Μεταξύ πολλών σεναρίων που εξετάζονται, εντοπίζουμε τρία:

Την παρεμπόδιση διοχέτευσης στρατιωτικού οπλισμού στα νησιά.

Την ανακήρυξη ΑΟΖ εκ μέρους της Αγκυρας στην ανατολική Μεσόγειο ή και ανάλογη ενέργεια της υπηρεσιακής κυβέρνησης της Τρίπολης.

Την αποστολή σεισμικού σκάφους ή, χειρότερα, πλωτού γεωτρύπανου κοντά στις ακτές της Κρήτης –σε ενεργοποίηση των συμφωνιών Αγκυρας με Τρίπολη– ή του Καστελόριζου.

Ανάλογα με τον βαθμό αμφισβήτησης της θέσης της Ελλάδας θα υπάρξει η κατάλληλη αντιμετώπιση. Το ενδιάμεσο διάστημα ανάμεσα στις κατά τα φαινόμενα δύο εκλογικές αναμετρήσεις στην Ελλάδα, εύλογα είναι το πιο κρίσιμο και πέραν της Αθήνας είναι βέβαιο ότι θα λάβουν τα μέτρα τους και ορισμένοι εκ των εταίρων μας για να διαμηνύσουν στην Αγκυρα να μην το αποτολμήσει.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων και αναπληρωτής καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Κυκλοφορεί σε επιμέλειά του το βιβλίο «Το μέλλον της Ιστορίας» (εκδόσεις Παπαδόπουλος).

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση

X