Kathimerini.gr
Ξένια Κουναλάκη
Η επίθεση της οργάνωσης-ομπρέλας «Ισλαμική Αντίσταση στο Ιράκ», που στοίχισε τη ζωή σε τρεις Αμερικανούς σε αμερικανική βάση στην Ιορδανία πριν από ακριβώς μία εβδομάδα, αιφνιδίασε την Ουάσιγκτον, επειδή έφερε ξεκάθαρη τη σφραγίδα του Ιράν. Αυτό την υποχρεώνει τώρα να απαντήσει σθεναρά αλλά και συγκρατημένα ταυτόχρονα, με πλήγματα σε Ιράκ και Συρία, όχι δηλαδή στο εσωτερικό του Ιράν ή εναντίον αμιγώς ιρανικού στόχου, ώστε να μη διακινδυνεύσει μια απευθείας σύγκρουση με την Τεχεράνη.
Η επίθεση της περασμένης Κυριακής σημειώθηκε σε μια απρόβλεπτη περιοχή, στη βάση Tower 22 στην Ιορδανία, την ύπαρξη της οποίας σημειωτέον αρνιόταν μέχρι την περασμένη εβδομάδα το Αμάν. Η επιλογή του στόχου αιφνιδίασε τις ΗΠΑ: είναι ένα μάλλον ασήμαντο αμερικανικό στρατιωτικό φυλάκιο στη μέση της ερήμου, στο έσχατο βορειοανατολικό άκρο της Ιορδανίας, στα σύνορα με τη Συρία, ενώ η ιρακινή επικράτεια απέχει μόλις 10 χλμ.
Παράλληλα, ο τρόπος με τον οποίο σημειώθηκε δημιουργεί δικαίως την υποψία ότι σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε με τη συνδρομή μιας καλά οργανωμένης δύναμης, που είχε στη διάθεσή της σημαντική πληροφόρηση: το εχθρικό drone εκτοξεύθηκε τη στιγμή που ένα φιλικό drone επέστρεφε στη βάση και αυτός ήταν ο λόγος που δεν καταρρίφθηκε εγκαίρως. Το Ιράν επιμένει να διαψεύδει οιαδήποτε ανάμειξη, αλλά ο Τζο Μπάιντεν υπέστη ασφυκτικές πιέσεις να προβεί σε αποφασιστικά αντίποινα.
Η συγκεκριμένη φιλοϊρανική οργάνωση απολαμβάνει εδώ και χρόνια τη στρατιωτική υποστήριξη της Τεχεράνης κι ενώ όντως έχει τα δικά της συμφέροντα, αυτά πολλές φορές συγκλίνουν με εκείνα του Ιράν. Από την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ έως σήμερα, η Τεχεράνη έχει χρησιμοποιήσει τέτοιου είδους οργανώσεις για να διευρύνει την επιρροή της στη χώρα και μετά την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων το 2011, οι οργανώσεις αυτές ανέλαβαν τον αγώνα του Ιράκ κατά του Ισλαμικού Κράτους, που έφτασε να ελέγχει το ένα τρίτο της χώρας. Σήμερα οι εκτάσεις αυτές στα σύνορα Ιράκ – Συρίας, οι οποίες άλλοτε τελούσαν υπό τον έλεγχο του Ισλαμικού Κράτους, είναι προπύργιο της «Ισλαμικής Αντίστασης», από όπου εκτοξεύθηκε η επίθεση της περασμένης Κυριακής.
Σε δύο κινήσεις
Το δόγμα του Τζο Μπάιντεν είχε περιγράψει αυτήν την εβδομάδα με μεγάλη ακρίβεια στη στήλη του στους New York Times (ΝΥΤ) ο βραβευμένος με Πούλιτζερ Τόμας Φρίντμαν. Κατά τον αρθρογράφο, στην πρώτη φάση ο Μπάιντεν θα απαντήσει με αποφασιστικό τρόπο «εναντίον των αντιπροσώπων του Ιράν και των πρακτόρων του στην περιοχή». Λίγες ώρες αργότερα, ανακοινώθηκε η προεδρική εντολή για πλήγματα κατά ιρανικών στόχων και την Παρασκευή το βράδυ αμερικανικά αεροσκάφη έπληξαν συνολικά 85 στόχους σε εφτά σημεία σε Συρια και Ιράκ. Οι ΗΠΑ έβαλλαν κατά θέσεων των Φρουρών της Επανάστασης και συνεργαζόμενων παραστρατιωτικών οργανώσεων στις δυο χώρες.
Σε δεύτερη φάση θα πρέπει να αναμένεται μια διπλωματική πρωτοβουλία από τις ΗΠΑ για τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, καθώς η Ουάσιγκτον έχει πλέον καταλήξει ότι είναι επείγουσα ανάγκη να αναγνωριστεί ένα παλαιστινιακό κράτος σε Δυτική Οχθη και Γάζα. Κατά τη γνώμη του Φρίντμαν, αυτό θα είναι εφικτό «μόνον όταν οι Παλαιστίνιοι αναπτύξουν μια σειρά καθορισμένων, αξιόπιστων θεσμών και δυνατοτήτων ασφαλείας που θα εγγυώνται ότι το κράτος αυτό είναι βιώσιμο και δεν απειλεί το Ισραήλ».
Το πρόβλημα είναι πώς θα συμβεί αυτό όσο πρωθυπουργός του Ισραήλ είναι ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου, o οποίος άλλα φέρεται να λέει στον Μπάιντεν και άλλα στο εσωτερικό της χώρας του. Στους Αμερικανούς συνομιλητές του εμφανίζεται σχετικά ήπιος, ενώ στο ισραηλινό ακροατήριο παρουσιάζει την εικόνα του αδιάλλακτου. Προφανώς οι ΗΠΑ, έχοντας αντιληφθεί τη διγλωσσία, επενδύουν σε μία πιο συνεννοήσιμη διάδοχη κατάσταση στη χώρα μετά την καταψήφιση του ούτως ή άλλως εξαιρετικά αντιδημοφιλούς «Μπίμπι», ο οποίος έχει καταστεί όμηρος των ακροδεξιών εταίρων του. H θέση του είναι πράγματι κάτι παραπάνω από δύσκολη: από τη μία αντιμετωπίζει την μήνιν της κοινής γνώμης, που απαιτεί μια συμφωνία με τη Χαμάς για την απελευθέρωση των υπολοίπων ομήρων· από την άλλη, αν υποκύψει σε αυτές τις πιέσεις, κινδυνεύει με αποχώρηση των ακροδεξιών κομμάτων, που θεωρούν οποιαδήποτε συμφωνία προδοτική, και άρα με κατάρρευση της κυβέρνησής του.
Η ολοκλήρωση του δόγματος Μπάιντεν, όπως τη φιλοτεχνεί ο Φρίντμαν στους ΝΥΤ, περιλαμβάνει ως τρίτο πυλώνα μια διευρυμένη συμμαχία μεταξύ ΗΠΑ και Σαουδικής Αραβίας, στην οποία προβλέπεται και η ομαλοποίηση των σχέσεων του Ριάντ με το Ισραήλ. Πριν από τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου, οι δύο χώρες βρίσκονταν πολύ κοντά στη σύναψη σχετικής συμφωνίας, αλλά λίγες μέρες αργότερα η Σαουδική Αραβία «πάγωσε» τη συμφωνία. Πολλές από τις κινήσεις του Αμερικανού προέδρου υπακούουν και σε προεκλογικές ανάγκες, αφού ο Μπάιντεν ούτε θέλει να χάσει το κραταιό ισραηλινό λόμπι, ούτε όμως να αποξενώσει τους αραβικής καταγωγής ψηφοφόρους και το προοδευτικό φιλοπαλαιστινιακό κομμάτι των Δημοκρατικών. Για να τηρήσει αυτές τις δύσκολες ισορροπίες εξήγγειλε αυτήν την εβδομάδα κυρώσεις κατά όσων Εβραίων εποίκων ασκούν βία εις βάρος Παλαιστινίων στη Δυτική Οχθη.
Λιμός, νεκροί και ερείπια
Αυτή τη στιγμή, πάντως, η καθημερινότητα στην περιοχή ελάχιστα περιθώρια αισιοδοξίας αφήνει: o αριθμός των νεκρών Παλαιστινίων έχει ξεπεράσει τις 27.000 και των τραυματιών τις 66.000. Πάνω από 1,7 εκατ. έχουν εκτοπιστεί και βρίσκονται αντιμέτωποι με το φάσμα του λιμού και των ασθενειών. Tουλάχιστον τα μισά κτίρια (οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 50%-61%) έχουν καταστραφεί ή υποστεί ζημιές. Οι ισραηλινές δυνάμεις έχουν προχωρήσει, εξάλλου, σε μαζικές κατεδαφίσεις κτιρίων, μεταξύ άλλων τεμενών, σχολείων και ολόκληρων τμημάτων κατοικημένων συνοικιών στο πλαίσιο της δημιουργίας ζώνης ασφαλείας στο εσωτερικό της Γάζας, προκειμένου να προληφθεί μια νέα επιχείρηση εισβολής όπως αυτή της 7ης Οκτωβρίου.
Την ίδια ώρα, πολλές χώρες έχουν αναστείλει τη χρηματοδότηση στην Υπηρεσία του ΟΗΕ για την Ανακούφιση των Παλαιστινίων Προσφύγων (UNRWA), που αποτελεί τη βασική πηγή παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας στον παλαιστινιακό λαό. Αιτία είναι η αποκάλυψη ότι 12 εργαζόμενοι στην UNRWA είχαν έμμεση ή άμεση ανάμειξη στις επιθέσεις του Οκτωβρίου. Οι περισσότερες χώρες διευκρίνισαν ότι η αναστολή είναι προσωρινή, αλλά η ανάγκη για τρόφιμα και φάρμακα είναι άμεση.