Βασίλης Κωστούλας
Ακόμη και σε χώρες με πληθυσμούς φιλικά προσκείμενους, η δημοφιλία του Πούτιν κινείται σε ιστορικά χαμηλά, μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Ποιες είναι όμως οι ρίζες της συμπάθειας στον Πούτιν; Αλλάζει ο τρόπος που τον βλέπουν οι Έλληνες;
Η πτώση στην αποδοχή της Ρωσίας καταγράφει διεθνώς ποσοστά – ρεκόρ το 2022, σε σύγκριση με το 2020. Αν λάβει κανείς υπόψη τα ευρήματα που δημοσίευσε η γνωστή δεξαμενή σκέψης Pew Research Center, το πλήγμα στην εικόνα της Ρωσίας γίνεται πια αισθητό ακόμη και στα 18 κράτη που τρέφουν θετικές γνώμες για τη χώρα. Στην Ελλάδα, η δημοφιλία της μειώθηκε κατά 31 ποσοστιαίες μονάδες. Όταν το ερώτημα λαμβάνει τον χαρακτήρα της εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Πούτιν, το ποσοστό των Ελλήνων που τον αποδοκιμάζουν «απολύτως ή λίγο» ανέρχεται πλέον στο 72%.
Ωστόσο, το ελληνικό σχεδόν 30% που εγκρίνει τον πόλεμο του Πούτιν στην Ουκρανία είναι το τρίτο υψηλότερο μετά της Μαλαισίας και της Σιγκαπούρης. Άλλωστε, δεν είναι μόνο ο Πούτιν που χάνει σε δημοφιλία στην Ελλάδα αλλά και ο Μπάιντεν, ο οποίος μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είδε το ποσοστό του να μειώνεται κατά 26% στη χώρα, όπου καταγράφεται η χαμηλότερη αποδοχή του· μόλις 41%. Κατά 15% περιορίστηκαν και οι θετικές γνώμες ευρύτερα για τις ΗΠΑ, οι οποίες σύμφωνα με το 63% καλώς αποχώρησαν από το Αφγανιστάν. Επιπλέον, στην Ελλάδα μειώθηκε κι άλλο η στήριξη στο ΝΑΤΟ, πέφτοντας κάτω από το ήδη χαμηλό 38% του 2021. Και κάτι ακόμη: το 33% των Ελλήνων τρέφει συμπάθεια για τον πρόεδρο της Κίνας Σι Τζινπίνγκ.
Αναπόφευκτα, η συζήτηση υπεισέρχεται και στις κομματικές επιλογές των Ελλήνων που βλέπουν με καλό μάτι τον ρωσικό «τσαμπουκά» στην Ουκρανία. Ανάμεσα στους υποστηρικτές της Ελληνικής Λύσης προκύπτει ένα 55% το οποίο στηρίζει αναφανδόν την εξωτερική πολιτική του Πούτιν· μόλις το 18% των Ελλήνων που γυρνούν την πλάτη στο κόμμα του Βελόπουλου επαινεί τους χειρισμούς του ηγέτη της Ρωσίας.
Όμως θα πρέπει ίσως να διακρίνει κανείς τη δημοφιλία της Ρωσίας από τη δημοφιλία του Πούτιν. «Υπάρχει το παραδοσιακό υπόστρωμα συμπάθειας και καλής θέλησης προς την Ρωσία στην ελληνική κοινωνία για λόγους που γνωρίζουμε καλά: πολιτιστικοί/θρησκευτικοί λόγοι στα δεξιά, ψυχροπολεμική νοσταλγία στα αριστερά, ευρύτερος αντιδυτικισμός/αντιαμερικανισμός. Η δημοφιλία του Πούτιν ως προσωπικότητα όμως νομίζω πρέπει να κατανοηθεί μέσα στο πιο συγκεκριμένο πλαίσιο των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη συνολικά την τελευταία δεκαετία. Ο θαυμασμός για έναν ‘ισχυρό ηγέτη’ που ξέρει να ‘βρίσκει λύσεις’ και να ‘παίζει το παιχνίδι’ αντανακλά, πιστεύω, μια γενικότερη δυσανεξία με την λειτουργία (και τις αποτυχίες, για να τα λέμε όλα) της φιλελεύθερης δημοκρατίας που έχει απογοητεύσει πολλούς πολίτες τα τελευταία χρόνια», τονίζει στην «Κ» ο εταίρος του Chatham House, αναπλ. καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University, Άγγελος Χρυσόγελος, ο οποίος εντοπίζει την αυταρχική πολιτική του Πούτιν στη συνείδηση των υποστηρικτών του σαν το αντίθετο της διαδικαστικής, τεχνοκρατικής και συχνά αναβλητικής λογικής που χαρακτηρίζει τα δυτικά πολιτικά συστήματα, πόσο μάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης: «Είναι δηλαδή μια προβολή στο πεδίο των διεθνών σχέσεων των απογοητεύσεων που εκφράζονται και στο εσωτερικό των δυτικών δημοκρατιών – παρεμπιπτόντως, παρόμοια δυναμική βλέπουμε και στην δημοφιλία Ερντογάν σε διάφορες χώρες όπου υπάρχει βαθιά απογοήτευση με το πολιτικό σύστημα, από την Βοσνία στην Αίγυπτο και από την Παλαιστίνη στην Σομαλία. Αυτό ενδεχομένως εξηγεί την δημοφιλία του Πούτιν και σε χώρες χωρίς τους πολιτιστικούς δεσμούς της Ελλάδας με την Ρωσία, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, που όμως έχουν πολλά παρόμοια προβλήματα με αυτά της Ελλάδας. Από αυτήν την άποψη, και ενώ πρέπει να κρατάμε σθεναρή στάση έναντι της Ρωσίας, δεν θα πρέπει να πέσουμε στην παγίδα να βλέπουμε την δημοφιλία του Πούτιν ως το πρόβλημα, αλλά αντίθετα να την δούμε ως σύμπτωμα βαθύτερων αδυναμιών στην σχέση του σύγχρονου πολίτη με την φιλελεύθερη δημοκρατία. Η αντιπαράθεση με την Ρωσία επομένως δεν μπορεί να είναι δικαιολογία για να αγνοηθούν αυτά τα προβλήματα νομιμοποίησης της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ακόμα και αν η εικόνα του Πούτιν αμαυρωθεί, η απογοήτευση απλά θα αναζητήσει κάποια άλλη δίοδο έκφρασης».
Η αύρα του Πούτιν και η επόμενη μέρα
Μεσολάβησε όμως ένας πόλεμος. Από τη μία πλευρά, υπέστη πλήγμα η εικόνα του επιτιθέμενου, μπροστά στις βομβαρδισμένες πόλεις, στους νεκρούς αμάχους αλλά και στις οικονομικές παρενέργειες. Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία του Πούτιν διατηρεί ακόμη έναν ισχυρό πυρήνα συμπάθειας στην ελληνική κοινή γνώμη. «Το θέμα πάντως δεν είναι τόσο η συμπάθεια προς τον Πούτιν, η οποία μετά από τον πόλεμο μπορεί και να επανακάμψει, όσο η εντύπωση που πολύς κόσμος έχει για αυτόν ως ένας ισχυρός ηγέτης που καταφέρνει πράγματα στην διεθνή σκηνή. Η εξέλιξη του πολέμου μέχρι στιγμής έχει χαλάσει αυτήν την αύρα του Πούτιν ως μαέστρου της διεθνούς διπλωματίας, τον έχει κάνει πιο ‘γήινο’, έναν κανονικό πολιτικό που ακόμα και αν οι υποστηρικτές του βλέπουν μεγάλες επιτυχίες (την ενδυνάμωση των σχέσεών του με την Κίνα και την Ινδία πχ ή την πίεση στην ΕΕ για την ενέργεια) δεν μπορούν να αγνοήσουν και τις αποτυχίες του: τις κυρώσεις στην Ρωσία, την απομόνωσή της από μεγάλο αριθμό χωρών, τις μεγάλες απώλειες στον πόλεμο. Πολλά θα εξαρτηθούν από την έκβαση του πολέμου φυσικά, αλλά έχω την εντύπωση ότι έχει επέλθει σε μεγάλο βαθμό μια απομυθοποίηση του Πούτιν, και μαζί με αυτόν και του αυταρχικού τρόπου διακυβέρνησής του που πολλοί έβλεπαν σαν ένα εναλλακτικό μοντέλο εξουσίας έναντι της φιλελεύθερης δημοκρατίας», λέει ο Χρυσόγελος.
Συμπέρασμα: Η εισβολή στην Ουκρανία επέφερε πλήγμα στην εικόνα της Ρωσίας του Πούτιν ακόμη και ανάμεσα στους υποστηρικτές της. Όμως οι ρίζες της «γοητείας» της είναι ακόμα εκεί και οφείλουν να απασχολήσουν τους παράγοντες χάραξης πολιτικής σε Αθήνα και Βρυξέλλες.