Kathimerini.gr
Βασίλης Νέδος
Πριν από λίγες ημέρες ο Τζέιμς Σταυρίδης σε εκτενή συνέντευξή του στην «Κ» περιέγραψε με συνοπτικό, αλλά κυρίως εύληπτο και κατανοητό τρόπο αυτό που η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει τους τελευταίους δύο μήνες στην Ουκρανία: έναν διαφορετικό πόλεμο από εκείνον που φαντάζονταν οι περισσότεροι.
Πρόκειται για μια σύγκρουση όπου όπλα ακόμα και λίγων εκατοντάδων δολαρίων καταστρέφουν ακριβά συστήματα εκατομμυρίων, όπου η χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UAV) αποτελεί προϋπόθεση και όχι προαίρεση για την επιτυχή ολοκλήρωση μιας αποστολής, όπου οι τακτικές του πολέμου σε ξηρά, αέρα και θάλασσα, όπως ήταν αντιληπτές στο παρελθόν, γίνονται παρανάλωμα του πυρός. Τα «έξυπνα» όπλα αποδεικνύονται πολύ πιο αποτελεσματικά από μονάδες που άλλοτε θεωρούνταν η αναγκαία αιχμή του δόρατος κάθε επιθετικής δύναμης.
Οι αμυνόμενοι, με τη χρήση αντιαρματικών και διασκορπισμένοι σε μικρές ομάδες, προκάλεσαν συντριπτικά πλήγματα τόσο στα τεθωρακισμένα όσο και στις αερομεταφερόμενες δυνάμεις των Ρώσων.
Η πλέον ουσιαστική απόδειξη του ισχυρισμού αυτού αφορά το πολύ ακριβό τίμημα που έχουν πληρώσει οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις και κυρίως ο τομέας των τεθωρακισμένων και των αερομεταφερόμενων μονάδων από τις δυνάμεις εδαφικής άμυνας της Ουκρανίας.
Χρησιμοποιώντας μια ευρεία γκάμα μικρών αντιαρματικών όπλων και διασκορπισμένοι σε μικρές ομάδες οκτώ έως δώδεκα ατόμων, κατάφεραν να καθυστερήσουν και τις περισσότερες φορές να ανακόψουν την προέλαση των ρωσικών αρμάτων μάχης. Οι ουκρανικές δυνάμεις διέθεταν εγχώριας κατασκευής Stugna-P, σοβιετικής εποχής RPG-18 (όπως αυτά που έστειλε στις αρχές του πολέμου και η Ελλάδα) και αμερικανικούς Stinger.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι ουκρανικές δυνάμεις παρέλαβαν (και εξακολουθούν να παραλαμβάνουν) ποσότητες αμερικανικών Javelin, βρετανικών Ν-LAW και εσχάτως αντιαρματικών drones τύπου Switchblade. Οι πύραυλοι που εκτοξεύονται από αυτές τις πλατφόρμες είναι σχεδιασμένοι με τέτοιον τρόπο ώστε να αποφεύγουν και τα πιθανά αντίμετρα που μπορεί να διαθέτουν τα τεθωρακισμένα.
Από αριστερά: Τουρκικής κατασκευής «Bayraktar ΤΒ-2» με κόστος αγοράς μεταξύ 2 και 4 εκατ. δολαρίων, drones τύπου Switchblade οπλισμένα με αντιαρματική κεφαλή (6.000 δολάρια) και ουκρανικής κατασκευής αντιαρματικό Stugna-P/Skif. Κάθε βολή του δεν κοστίζει πάνω από 20.000 δολάρια. Φωτ. EPA / LESZEK SZYMANSKI
Στην περίπτωση των ρωσικών αρμάτων μάχης, το καταστροφικό έργο των αντιαρματικών πυραύλων υποβοήθησε ένα θεωρητικό πλεονέκτημα των T-90, το σύστημα αυτόματης αναγόμωσης βλημάτων που στην πραγματικότητα λειτούργησε ως παγίδα θανάτου.
Στην περίπτωση των Javelin και N-LAW, τα πλεονεκτήματα έναντι του κινούμενου στόχου είναι ακόμα μεγαλύτερα. Κατ’ αρχάς διότι είναι προγραμματισμένοι να χτυπούν το άρμα μάχης από πάνω, όπου η θωράκιση είναι συνήθως λιγότερο ισχυρή. Ο Javelin ζυγίζει 22,5 κιλά και ο N-LAW 12,5 (με τους πυραύλους), και έχουν μέγιστη εμβέλεια τέσσερα και ένα χιλιόμετρο αντιστοίχως.
Ο ουκρανικής κατασκευής Stugna-P/Skif κατευθύνεται με λέιζερ και έχει μέγιστη εμβέλεια πέντε χιλιόμετρα. Πρόκειται, ωστόσο, για ένα πολύ πιο βαρύ σύστημα, καθώς ζυγίζει 100 κιλά και προϋποθέτει παρακολούθηση του στόχου μέχρι τη στιγμή του τελικού πλήγματος, ως εκ τούτου είναι πολύ πιο αποτελεσματικός όταν μεταφέρεται από όχημα.
Αντιθέτως, όσον αφορά τους Javelin και N-LAW από τη στιγμή που ο χειριστής τους εντοπίσει τον στόχο και τους εκτοξεύσει, μπορεί εν συνεχεία να αποχωρήσει από τη θέση του, καθώς οι πύραυλοι κινούνται εν συνεχεία δίχως την ανάγκη κατεύθυνσης (πρόκειται για το περίφημο χαρακτηριστικό «fire and forget»). Λιγότερο εξελιγμένοι αλλά πολύ πιο ελαφροί (2,6 κιλά μαζί με τη ρουκέτα) είναι οι εκτοξευτήρες ρουκετών RPG-18, με εμβέλεια λίγων εκατοντάδων μέτρων, αλλά δυνατότητα να καταφέρουν συντριπτικό πλήγμα ακόμα και σε άρματα μάχης με ενισχυμένη θωράκιση, όπως τα ρωσικά Τ-90.
Φωτ. US ARMY
Εμπειροι αναλυτές υποστηρίζουν ότι αυτή η επιχειρησιακή αποκάλυψη, ότι δηλαδή ένα καλά οπλισμένο πεζικό σε ευέλικτη διάταξη άμυνας μπορεί να καταφέρει συντριπτικά πλήγματα στον επιτιθέμενο, ίσως να μην ήταν δυνατή αν οι ουκρανικές δυνάμεις μπορούσαν να ενισχυθούν με μεγαλύτερα όπλα από αντιαρματικά, η χρήση των οποίων δεν απαιτεί ιδιαίτερη εκπαίδευση.
Εν ολίγοις, αν οι ουκρανικές δυνάμεις διέθεταν δυτικού τύπου κύρια συστήματα μάχης (όπως αεροσκάφη, άρματα μάχης, αντιαεροπορικά συστήματα), ίσως η σύγκρουση να αποκτούσε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, η πρώτη φάση του πολέμου στην Ουκρανία ουσιαστικά οδήγησε στην καθήλωση του επιτιθέμενου με τη χρήση όπλων πολύ οικονομικότερων και εντέλει αποτελεσματικότερων από τα βαριά ρωσικά συστήματα.
Φωτ. SHUTTERSTOCK
Το 2022 δεν είναι 1956
Στρατιωτικοί με εμπειρία αναφέρουν στην «Κ» ότι στην έως τώρα σύγκρουση έχει, επίσης, παρατηρηθεί ότι οι ρωσικές δυνάμεις έχουν προβεί σε ολιγωρίες τακτικής, οι οποίες πηγάζουν από συνδυασμό υποτίμησης του αντιπάλου και λανθασμένης ανάγνωσης των συνθηκών. Οπως σημειώνουν, οι Ρώσοι στο πρώτο σκέλος του πολέμου επιχείρησαν να κάνουν προέλαση αρμάτων μάχης ανάλογη με εκείνες που πραγματοποίησαν οι Σοβιετικοί για να καταπνίξουν τις εξεγέρσεις της Βουδαπέστης (1956) και της Πράγας (1968).
Βασικό χαρακτηριστικό εκείνων των προελάσεων ήταν, βεβαίως, ότι κατευθύνονταν κατά δυνάμεων που δεν είχαν τη στρατιωτική συγκρότηση των ουκρανικών χερσαίων δυνάμεων, αλλά και ότι δεν συνοδεύονταν από πεζικό. Στην εισβολή της Ουκρανίας μετά τις 24 Φεβρουαρίου, τα ρωσικά Τ-72 και Τ-90, δίχως την επαρκή προστασία από μονάδες του πεζικού, μετατράπηκαν σε κινούμενους στόχους για τις ευέλικτες ομάδες των Ουκρανών. Η έλλειψη επαρκούς κάλυψης από το πεζικό οφειλόταν σε σημαντικό βαθμό και στην πολιτική απόφαση του Βλαντιμίρ Πούτιν να μην κηρύξει γενική επιστράτευση, αλλά να αρκεστεί στις υφιστάμενες δυνάμεις στην ουκρανική μεθόριο των περίπου 186.000 ανδρών.
Aντιπλοϊκοί πύραυλοι τύπου Neptune, ουκρανικής τεχνολογίας, σαν αυτούς που βύθισαν το «Μόσχα». Κάθε πύραυλος Neptune υπολογίζεται ότι κοστίζει περίπου 250.000 δολάρια. Φωτ. UKRMILITARY ENGLISH
Με 5 εκατ. δολάρια βύθισαν τη ναυαρχίδα «Μόσχα» του ενός δισ.!
Οι μελετητές της στρατηγικής είναι διαρκώς εγκλωβισμένοι στη διανοητική άσκηση της μόνιμης προσπάθειας της επίθεσης να βρει τρόπους να καταβάλει μια καλά οργανωμένη άμυνα. Οι περισσότεροι εκτιμούν ότι κάθε φορά ο επιτιθέμενος, παρά τις επανειλημμένες αποτυχίες, κατορθώνει να επιτύχει τον στόχο του. Ετσι έγινε τον 15ο και 16ο αιώνα όταν οι επιτιθέμενοι επιχειρούσαν να ρίξουν τα τελειότερα (έως τότε) οχυρωματικά έργα που είχαν γίνει ποτέ. Ετσι έγινε και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τα πολυβόλα κατέστησαν την προέλαση του ιππικού πρακτικά άχρηστη.
Το κόστος που καλείται να καταβάλει ο επιτιθέμενος τόσο σε ζωές όσο και σε χρήμα είναι τεράστιο, και ίσως το πλέον ενδεικτικό παράδειγμα να είναι η βύθιση της ναυαρχίδας «Μόσχα» του ρωσικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα. Σε αυτή την περίπτωση δύο τουρκικής κατασκευής UAV των ουκρανικών δυνάμεων τύπου Bayraktar TB-2 βρέθηκαν να πετούν στην περιοχή γύρω από το πλοίο εκτελώντας επιχείρηση κατάδειξης στόχου. Η αεράμυνα του παλιού καταδρομικού κατόρθωσε να καταρρίψει το ένα από τα δύο ΤΒ-2 των Ουκρανών, ενώ τέσσερις αντιπλοϊκοί πύραυλοι τύπου Neptune, ουκρανικής τεχνολογίας, κατευθύνονταν προς το «Μόσχα».
Δύο από τους τέσσερις πυραύλους βρήκαν τον στόχο τους με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα για το πλοίο που βυθίστηκε αλλά και το ρωσικό γόητρο. Κάθε πύραυλος Neptune υπολογίζεται ότι κοστίζει περίπου 250.000 δολάρια, ενώ κάθε Bayraktar ΤΒ-2, ανάλογα με το φορτίο του, κινείται μεταξύ 2 και 4 εκατ. δολαρίων. Αν υπολογιστεί ότι το καταδρομικό «Μόσχα» κόστιζε σε τιμές 2022 περίπου 1 δισ. δολάρια, τότε η σχέση κόστους-οφέλους για τους Ουκρανούς καθίσταται συντριπτική. Εν ολίγοις οι Ουκρανοί έστειλαν στον βυθό της Μαύρης Θάλασσας 1 δισ. δολάρια και αδιευκρίνιστο αριθμό Ρώσων ναυτικών με μηδενικό κόστος σε ζωές και οπλικά συστήματα συνολικής αξίας περίπου 5 εκατ. δολαρίων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συνολική ανάπτυξη του συστήματος Neptune (βασισμένη σε παλιότερο σοβιετικό σύστημα) δεν ξεπέρασε τα 40 εκατ. δολάρια, κόστος το οποίο θεωρείται εξαιρετικά χαμηλό για τα δυτικά στάνταρντ. Περιττό να υπογραμμιστεί ότι η επιτυχία των Bayraktar TB-2 στην Ουκρανία αναλύεται με τεράστιο ενδιαφέρον από τους Ελληνες επιτελείς.
Παρά το γεγονός ότι ο υπολογισμός της τιμής ορισμένων ρωσικών συστημάτων σε ευρώ ή δολάρια είναι επισφαλής κυρίως λόγω της αστάθειας του ρουβλίου, είναι απολύτως σαφές ότι και στο χερσαίο και αεροπορικό επίπεδο οι δυνάμεις εισβολής στην Ουκρανία πλήρωσαν ακριβό τίμημα. Από τα παλαιότερα άρματα μάχης κάθε T-72 υπολογίζεται ότι κοστίζει ανάμεσα σε μισό και ένα εκατ. δολάρια και κάθε Τ-90 περίπου 5 εκατ. δολάρια. Στο ουκρανικό πεδίο μάχης καταστράφηκαν ή εγκαταλείφθηκαν και τα τρομακτικά συστήματα εκτόξευσης θερμοβαρικών πυρομαχικών τύπου TOS-1 καθένα από τα οποία υπολογίζεται ότι κοστίζει 7 εκατ. δολάρια. Τα ρωσικά ελικόπτερα που χρησιμοποιήθηκαν για επιθετικές επιχειρήσεις κοστίζουν τα μεν Mi-24/25 περίπου 12 εκατ. δολάρια ανά μονάδα και τα Ka-52 περίπου 15 εκατ. δολάρια.
Ολα αυτά αχρηστεύτηκαν στις περισσότερες περιπτώσεις από δεκάδες και ορισμένες φορές εκατοντάδες φορές φθηνότερα φορητά συστήματα. Οι Javelin κοστίζουν περίπου 230.000 ο εκτοξευτής και κάθε πύραυλος 78.000 δολάρια. Ακόμα χαμηλότερο είναι το κόστος του N-LAW το οποίο κοστίζει 35.000 δολάρια, με κάθε πύραυλο να υπολογίζεται περίπου στις 25.000. Το κόστος των Stinger είναι περίπου ανάλογο, αν όχι λίγο μεγαλύτερο από εκείνο του N-LAW. Κάθε βολή του πολύ φθηνότερου ουκρανικού Stugna P/Skif δεν ξεπερνάει τις 20.000 δολάρια.
Ενώ τα παλιά ανατολικογερμανικά RPG που είναι βεβαίως πολύ λιγότερο εξελιγμένα από τα κατευθυνόμενα βλήματα που εκτοξεύονται μέσω Javelin, N-LAW, Stugna, δεν κοστίζουν πάνω από 1.500-2.000 δολάρια ανά μονάδα μαζί με τη ρουκέτα. Ιδιαίτερα χαμηλό (περίπου 6.000 δολάρια) είναι και το κόστος των drones τύπου Switchblade που είναι οπλισμένα με αντιαρματική κεφαλή και εστάλησαν πρόσφατα από τις ΗΠΑ προς την Ουκρανία.
Πάντως, πέρα από τα «έξυπνα» και φθηνά όπλα με τα οποία οι Ουκρανοί κατόρθωσαν να σταματήσουν τους Ρώσους, πλέον, με δεδομένη τη διαφορετική φύση της σύγκρουσης στα ανατολικά, το Κίεβο έχει ανάγκη και από οπλισμούς μεταφοράς προσωπικού και προέλασης. Εχει, δηλαδή, την ανάγκη να περάσει και στον ρόλο του επιτιθέμενου.