Kathimerini.gr
Βασίλης Νέδος
Τις εκτιμήσεις του ΝΑΤΟ για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ρωσική αμυντική βιομηχανία έπειτα από δύο και πλέον έτη πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και τις ανεπάρκειες οι οποίες οδήγησαν στην εκτεταμένη εξάρτηση από εισαγωγές οπλικών συστημάτων από το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα παρουσιάζει σήμερα η «Κ».
Ηδη μετά το πρώτο εξάμηνο του πολέμου, η Ρωσία ακύρωσε αρκετά συμβόλαια παράδοσης οπλισμού σε διάφορες χώρες ή παρέτεινε τις προθεσμίες παραλαβής.
Η εξάρτηση από τη Βόρεια Κορέα και το Ιράν είναι αρκετά ενδιαφέρουσα, καθώς η ρωσική αμυντική βιομηχανία απασχολεί περίπου δύο εκατομμύρια εργαζομένους, δηλαδή το 2,7% του συνολικού εργατικού δυναμικού. Πέρα από τις δυνατότητες εξυπηρέτησης των παραγγελιών των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, η εγχώρια αμυντική βιομηχανία εξήγε συστήματα σε συνολικά 45 χώρες ανά τον κόσμο. Προ του 2022 η Ρωσία βασιζόταν σε εισαγωγές από δυτικές χώρες για προϊόντα διττής χρήσης (dual use), όπως για παράδειγμα μικροτσίπ από την Ολλανδία και κινητήρες από την Ουκρανία.
Την ίδια περίοδο η αμυντική βιομηχανία της Ρωσίας είχε τη δυνατότητα ετήσιας παραγωγής περίπου 30 μεταφορικών ελικοπτέρων, 35 επιθετικών ελικοπτέρων και 150-200 μαχητικών αεροσκαφών. Η μείωση εισαγωγών εξαρτημάτων και σχετικών προϊόντων από τη Δύση οδήγησε σε τεράστια απομείωση και της δυνατότητας παραγωγής μαχητικών και ελικοπτέρων.
Η παραγωγή
Το 2023 η ρωσική αμυντική βιομηχανία κατόρθωσε να κατασκευάσει συνολικά μόλις 30 ολοκληρωμένα μαχητικά διαφόρων τύπων (συγκεκριμένα, 4 «Σουχόι-30», 8 «Σουχόι-34», 12 «Σουχόι-35» και 6 «Σουχόι-57»), καθώς και 30 ακόμη σκάφανδρα μαχητικών, κουφάρια δηλαδή, δίχως ηλεκτρονικά και άλλα συστήματα. Ενδεικτικό της κόπωσης που προκάλεσε στη Μόσχα ο πόλεμος στην Ουκρανία, είναι το γεγονός ότι ήδη μετά το πρώτο εξάμηνο του πολέμου η ρωσική αμυντική βιομηχανία ακύρωσε αρκετά συμβόλαια παράδοσης οπλισμού σε διάφορες χώρες, ή παρέτεινε τις προθεσμίες παραλαβής, γεγονός που κατά τη δυτική ανάλυση οδήγησε και σε κρίση αξιοπιστίας ανάμεσα στο Κρεμλίνο και κάποια από τα παραδοσιακά συνεργαζόμενα κράτη στον τομέα της άμυνας.
Γι’ αυτό και εντός του 2023 το Κρεμλίνο αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τα στρατηγικά αποθέματα σε εξοπλισμό για την κάλυψη των απωλειών στο πεδίο της μάχης.
Στο ΝΑΤΟ υπολογίζουν ότι εφόσον συνεχιστεί αυτή η πολεμική προσπάθεια, είναι πιθανή η εξάντληση των στρατηγικών αποθεμάτων της Ρωσίας εντός τεσσάρων ετών.
Είναι ενδιαφέρον ότι οι επιτελείς του Βορειοατλαντικού Συμφώνου καταγράφουν ότι οι κυρώσεις που απαγορεύουν την παροχή εξαρτημάτων και υλικών διττής χρήσης παρακάμφθηκαν, κυρίως μέσα από τέσσερις χώρες και συγκεκριμένα την Τουρκία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), το Καζακστάν και την Κίνα.
Η παραδοχή της συμμετοχής της Τουρκίας σ’ αυτόν τον μηχανισμό παράκαμψης των δυτικών κυρώσεων είναι σημαντική, όχι διότι είναι άγνωστη. Αντιθέτως, με τον τρόπο αυτό η Aγκυρα έχει συσφίγξει περαιτέρω τις σχέσεις της με τη Μόσχα. Eχει, ωστόσο, σημασία ότι οι συζητήσεις αυτές γίνονται ανοιχτά σε επίπεδο ΝΑΤΟ, όπως σε διάφορες περιστάσεις και την εβδομάδα που πέρασε.
Η αλυσίδα εφοδιασμού
Η Ρωσία προχώρησε σε συμφωνία και με την Πιονγιάνγκ, όχι μόνο για οπλικά συστήματα, αλλά και για την αποστολή εργαζομένων που αξιοποιούνται ήδη τόσο σε αμιγώς κατασκευαστικές εργασίες όσο και σε θέσεις που αφορούν την πληροφορική. Οι Δυτικοί έχουν καταγράψει ότι μόνο τον Φεβρουάριο του 2024 αυξήθηκαν κατά 20.000 οι εργαζόμενοι από τη Βόρεια Κορέα στο ρωσικό έδαφος.
Επιπλέον, η Βόρεια Κορέα έστειλε στη Ρωσία 4.035 κοντέινερ με στρατιωτικό εξοπλισμό, που εκτιμάται ότι αφορά κυρίως βαλλιστικούς πυραύλους και βλήματα. Τα συστήματα που στέλνει η Βόρεια Κορέα φτάνουν σε ρωσικά λιμάνια στην Απω Ανατολή και από εκεί ακολουθούν μια τεράστια σιδηροδρομική διαδρομή προτού εναποτεθούν σε αποθήκες που βρίσκονται κοντά στην Ουκρανία, στα σύνορα με τη Λευκορωσία, αλλά και στα περίχωρα της Μόσχας.
Πολύ πιο ουσιαστική είναι η βοήθεια του Ιράν, το οποίο στέλνει κυρίως μη επανδρωμένα αεροχήματα (UAV) τύπου Shahed-136. Μάλιστα, κάποια από αυτά κατασκευάζονται πλέον επί ρωσικού εδάφους, στο Ταταρστάν, σε εργοστάσιο που στήθηκε από Ιρανούς τεχνικούς. Με την ιρανική τεχνογνωσία θα παραχθεί ένα ρωσικού τύπου Shahed, προφανώς προσαρμοσμένο στις ανάγκες του πολέμου που διεξάγεται στην Ουκρανία και στηριγμένο στα διδάγματα που έχουν αντληθεί από το πεδίο της μάχης. Μάλιστα εκτιμάται ότι τα ρωσικά εργοστάσια θα έχουν δυνατότητα να κατασκευάσουν 4.000-5.000 τέτοια UAV ανά έτος. Εντός του 2024 η Ρωσία προμηθεύτηκε έναν ακόμη τύπο ιρανικών UAV και δη τα μικρότερα Shahed-107. Μέχρι το 2025 η Ρωσία θα πρέπει να παραλάβει από το Ιράν συνολικά 2.130 Shahed-136 με αισθητήρες, 677 Shahed-238 και 3.360 Shahed-107. Εκτιμάται ότι σύντομα στο ουκρανικό πεδίο μάχης θα γίνει χρήση και ιρανικών βαλλιστικών πυραύλων, καθώς ανάμεσα στην Τεχεράνη και τη Μόσχα έχει υπογραφεί και τέτοια συμφωνία.
Το νέο ναυτικό δόγμα
Στις Βρυξέλλες συζητούν εκτενώς και για το μέλλον του ρωσικού ναυτικού, το οποίο –όπως αποδείχθηκε σε διάφορες περιστάσεις– υπέστη σοβαρά πλήγματα από μια άμυνα που δεν διαθέτει στόλο. Φαίνεται ότι οι Ρώσοι επενδύουν πόρους στην προσπάθεια ανάπτυξης νέων υποβρυχίων, είτε στηριγμένων στην παλαιότερη κλάση LADA, είτε νέων σχεδίων.
Το υποβρύχιο «Kronstadt» ολοκλήρωσε τις εν πλω δοκιμές στον Αρκτικό Ωκεανό πριν από ένα μήνα και αναμένεται η ένταξή του στον στόλο. Πρόκειται για υποβρύχιο με σύγχρονο εξοπλισμό ακουστικής προστασίας, εξωτερική επικάλυψη αντι-υδροεντοπισμού, σκάφανδρο με χαμηλότερη ορατότητα, νέα σόναρ, τορπίλες και συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου.
Ακόμη αναμένεται να φανεί αν η Ρωσία κατορθώσει να εκσυγχρονίσει και τον στόλο των βαρύτερων υποβρυχίων της, όπως είναι τα βαλλιστικά και τα πυρηνοκίνητα. Πρόκειται, βεβαίως, για ένα εγχείρημα πολυδάπανο, γι’ αυτό και εκτιμάται ότι βραχυπρόθεσμα το Κρεμλίνο θα επενδύσει στα συμβατικά υποβρύχια, αλλά και στις τεχνολογίες ηλεκτρονικού πολέμου, προκειμένου να αντιμετωπίζει τις απειλές από μη επανδρωμένα σκάφη επιφανείας (USV), από τα οποία το ρωσικό ναυτικό υπέστη πλήγματα σε διάφορες φάσεις στη Μαύρη Θάλασσα.