
Kathimerini.gr
Δημοσιονομική ανάσα, σε λελογισμένα πλαίσια, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η δημοσιονομική πειθαρχία, προσδοκά η κυβέρνηση από την πρόταση της Κομισιόν για εξαίρεση των αμυντικών επενδύσεων από το όριο δαπανών του νέου Συμφώνου Σταθερότητας, με ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής. Oπως δηλώνει στην «Κ» ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης (βλ. παρακάτω), η Ελλάδα υποστηρίζει επί της αρχής την τοποθέτηση της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υπό την προϋπόθεση ότι η ρήτρα διαφυγής δεν θα αφορά μόνο τις χώρες με αμυντικές δαπάνες 0,5% ή 1% του ΑΕΠ, προκειμένου να διευκολυνθούν να φτάσουν το όριο δαπανών του ΝΑΤΟ.
Πράγματι, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες βρίσκεται μια τέτοια πρόταση, δηλαδή να εξαιρούνται οι αμυντικές δαπάνες από το όριο δαπανών του νέου Συμφώνου Σταθερότητας, έως ότου αυτές φτάσουν τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ που ορίζει το ΝΑΤΟ ή ψηλότερα, το 3%. Το όριο του ΝΑΤΟ δεν έχει τηρηθεί από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Βέλγιο και Σλοβενία. Ωστόσο, η Ελλάδα δαπανά ήδη περίπου 3% του ΑΕΠ της για την άμυνα, επομένως μια τέτοια ρύθμιση δεν θα της προσέφερε τίποτα. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο επικεφαλής του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, Μιχάλης Αργυρού, είπε την Τετάρτη σε εκδήλωση της Κομισιόν με το ΙΟΒΕ (παρουσία του αναπληρωτή γενικού διευθυντή Οικονομικών Υποθέσεων της Κομισιόν Ντέκλαν Κοστέλο) πως δεν πρέπει να «τιμωρηθούν» χώρες που έχουν σταθερά υψηλές αμυντικές δαπάνες και καλύπτουν το όριο του 2% του ΑΕΠ.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση θα επιδιώξει μια ειδική ρύθμιση για την περίπτωσή της και άλλων χωρών με υψηλές αμυντικές δαπάνες, που θα της επιτρέπει να εξαιρεί ένα μέρος τουλάχιστον των αμυντικών επενδύσεων από το όριο αύξησης δαπανών. Αυτό θα μπορούσε να είναι π.χ. ένα ποσόν της τάξης των 500 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχεί στην ετήσια αύξηση των αμυντικών επενδύσεων την προσεχή διετία. Μαζί με τα περίπου 400 εκατ. ευρώ που ήδη υπάρχουν ως περιθώριο αύξησης για το 2026, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας ικανοποιητικός χώρος για φορολογικές ελαφρύνσεις, πρόσθετες αμυντικές και άλλες αναπτυξιακές επενδύσεις, όπως το σκέφτονται στην κυβέρνηση. Οχι, όμως, για σενάρια παροχών χωρίς μέτρο, όπως η πλήρης αποκατάσταση δώρων σε συνταξιούχους και δημοσίους υπαλλήλους, που κοστίζει 8 δισ. ευρώ.
Πολλά μένουν ακόμη να ξεκαθαριστούν: τι περιλαμβάνει η έννοια των αμυντικών επενδύσεων, ποιο θα είναι το όριο δαπανών που πρέπει να επιτευχθεί, τι σημαίνει η επισήμανση της κ. Φον ντερ Λάιεν ότι η αύξηση των αμυντικών δαπανών πρέπει να γίνει «με τρόπο ελεγχόμενο και υπό προϋποθέσεις». Επίσης, βεβαίως, αυτό που ενδιαφέρει την Ελλάδα, το αν η υπέρβαση θα δικαιολογείται μόνο για επιπλέον αμυντικές δαπάνες ή και άλλου είδους σε περίπτωση που το όριο των αμυντικών δαπανών έχει ήδη καλυφθεί. Επίσης, ανοιχτό παραμένει το ερώτημα για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ταμείου που θα χρηματοδοτεί τις αμυντικές επενδύσεις, κάτι που έχει προτείνει και ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης.
Η πολωνική προεδρία στοχεύει σε μια απόφαση έως τον Μάιο, που είναι ένας χρόνος-ρεκόρ για τα ευρωπαϊκά δεδομένα λήψης αποφάσεων. Το σίγουρο είναι ότι η Κομισιόν δεν θέλει να στείλει μήνυμα χαλάρωσης. Ηδη τα ομόλογα πιέστηκαν μετά την πρότασή της, καθώς οι οίκοι αξιολόγησης κυκλοφορούν εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις της αύξησης των αμυντικών δαπανών στα ελλείμματα των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Η Ελλάδα, σύμφωνα και με τα σενάρια των οίκων αξιολόγησης, βρίσκεται σε ασφαλή –συγκριτικά– θέση, καθώς όχι μόνο δαπανά ήδη πολλά για την άμυνά της, αλλά και έχει σχεδόν μηδενίσει το έλλειμμά της. Μολονότι θα διεκδικήσει κάποιον «χώρο» στο πλαίσιο των νέων κανόνων για τις αμυντικές δαπάνες, η ελληνική κυβέρνηση δεν θα ρισκάρει, πάντως, να διαταράξει τη δημοσιονομική επιτυχία που της πιστώνουν οι αγορές.
Κωστής Χατζηδάκης: «Απαιτείται δημοσιονομική σύνεση»
«Χωρίς δημοσιονομική σταθερότητα, χάνεται η ισορροπία της οικονομίας. Οι αγορές σε εκδικούνται, δυσκολεύεσαι να δανειστείς και μπαίνεις σε περιπέτειες. Αυτό το σκεπτικό διέπει τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε., οι οποίοι προβλέπουν ότι πρέπει να λαμβάνονται πρωτοβουλίες οι οποίες κρατάνε χαμηλά τα ελλείμματα και μειώνουν συνεχώς το δημόσιο χρέος των κρατών-μελών.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ανέδειξε την ανάγκη για περισσότερες αμυντικές δαπάνες από όλες τις χώρες της Ε.Ε. και αυτό που πάντα η Ελλάδα υποστήριζε: μια κοινή αμυντική πολιτική. Η εκλογή Tραμπ και οι συνεχείς παραινέσεις στην Ε.Ε. να ξοδέψει περισσότερα για την άμυνα, αναδεικνύουν ακόμη περισσότερο αυτή την ανάγκη. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ξεκάθαρα μίλησε για την ενεργοποίηση μιας ρήτρας διαφυγής (escape clause) από τους δημοσιονομικούς κανόνες.
Σημειώνω ότι υπάρχει και σήμερα σχετική πρόβλεψη. Υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι κάθε χώρα θα τεθεί πρωτύτερα σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος με ό,τι αρνητικό αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την εικόνα της στις αγορές. Αυτός είναι ο λόγος που η Ελλάδα υποστηρίζει επί της αρχής την τοποθέτηση Φον ντερ Λάιεν, υπό μία όμως απαράβατη προϋπόθεση: ότι η ρήτρα διαφυγής δεν θα αφορά μόνο τις χώρες που έχουν αμυντικές δαπάνες 0,5% ή 1%, προκειμένου να διευκολυνθούν να φτάσουν το όριο δαπανών του ΝΑΤΟ. Αλλά και χώρες όπως η Ελλάδα, που είναι αναγκασμένες να δαπανούν για την άμυνα ποσοστό μεγαλύτερο από το όριο αυτό.
Πρέπει να σημειώσω πάντως και δύο πρόσθετα ζητήματα, τα οποία είναι εξίσου μεγάλης σημασίας για τη στήριξη της άμυνάς μας, για την οποία από το 2019 οι δαπάνες έχουν αυξηθεί κατά 75%.
Πρώτον, ότι τα σενάρια ορισμένων για επαναφορά δώρων θα ισοδυναμούσαν με 8 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ όλα τα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός πέρυσι στη Θεσσαλονίκη ήταν περίπου 1 δισ. ευρώ. Οποιες πρόσθετες ευελιξίες υπάρξουν, λοιπόν, θα αξιοποιηθούν για την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και για την περαιτέρω ουσιαστική μείωση φόρων για τους συνεπείς φορολογούμενους, χάρη άλλωστε και στη μείωση της φοροδιαφυγής.
Δεύτερον, ότι η αναγκαία δημοσιονομική ευελιξία για λόγους αμυντικούς θα πρέπει πάντοτε να συνδυάζεται με δημοσιονομική σύνεση. Διότι, ανεξάρτητα από τους όποιους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, οι αγορές θα είναι πάντοτε εδώ και θα κρίνουν με αυστηρότητα τη δημοσιονομική πολιτική μας. Οι υπερβολές, όπως έδειξε η προηγούμενη δεκαετία, πληρώνονται πρώτα από όλα από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους.
Εκμεταλλευόμαστε, λοιπόν, τις καινούργιες δυνατότητες που προβάλλουν στον ευρωπαϊκό ορίζοντα. Θα παλέψουμε για τη μεγαλύτερη δυνατή επίδραση στη χώρα. Είναι, όμως, ανάγκη για όλους μας να κλείνουμε σταθερά τα αυτιά μας στις σειρήνες του λαϊκισμού. Η πιο φιλολαϊκή πολιτική είναι η υπεύθυνη πολιτική!»