Ηλιάνα Μάγρα
«Μπουμ». Έτσι περιγράφει στο τηλέφωνο τον ήχο που κάνουν οι βόμβες όταν σκάνε, η ελληνικής καταγωγής Βικτώρια Σαποβάλοβα. Το σπίτι της, λέει στην «Κ», είναι 60 χιλιόμετρα μακριά από όπου έγινε ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας το 2014, έτσι εξοικειώθηκε με τον θόρυβο της βόμβας. «Επτά χρόνια ακούμε “μπουμ” και δεν μπορούμε να αφήσουμε τα σπίτια μας, επτά χρόνια τώρα δεν ρώτησε κανείς τι κάνουμε και πώς είμαστε», δηλώνει τώρα που όλα δείχνουν ότι μία ακόμα εισβολή της Ρωσίας είναι κάτι παραπάνω από πιθανή.
«Όταν ξεκινάει ο πόλεμος όλοι το συζητούν για μερικούς μήνες, μετά το ξεχνούν – δεν τελειώνει, απλά σταματάς να το συζητάς», αναφέρει η 34χρονη, η οποία έχει ιδρύσει την κοινότητα κολάζ της Ελλάδας. Μιλάει στην «Κ» από την Ισπανία, όπου αρχικά πήγε για δουλειά και τελικά αποφάσισε, λόγω της ρευστής κατάστασης στην Ουκρανία, να παρατείνει τη διαμονή της. «Δεν θέλω να θέσω σε κίνδυνο την κόρη μου», λέει, αναφερόμενη στην 7χρονη Σεβαστή, «τα πράγματα θερμαίνονται πραγματικά». Η μητέρα της, η οποία αρνείται να αφήσει την Ουκρανία, της είπε πως στο χωριό τους έχει τώρα πολλά τανκς και στρατιώτες. «Αν χρειαστεί, εγώ θα φύγω», τονίζει. «Περιμένω το ελληνικό μου διαβατήριο», λέει, ανησυχώντας καθώς τα έγγραφα για την απόκτηση της πολυπόθητης ελληνικής υπηκοότητας βρίσκονται ακόμα στην πρεσβεία της Ελλάδας στο Κίεβο – «ελπίζω η Ελλάδα να πάρει τους Ελληνές της πίσω».
Δεν είναι η μόνη Ελληνίδα ομογενής της Ουκρανίας που ελπίζει στη στήριξη της Ελλάδας. «Σε περίπτωση πολέμου θα ήθελα να βοηθήσει η Ελλάδα τουλάχιστον ανθρώπους ελληνικής καταγωγής με οποιονδήποτε τρόπο – παραδείγματος χάριν, αν αποφασίσουν να πάνε στην Ελλάδα, να τους βοηθήσουν με την εγκατάσταση, έστω στην αρχή», λέει η κάτοικος της Μαριούπολης Βικτώρια Φεντόροβα, δηλώνοντας πως αν χρειαστεί θα φύγει από την Ουκρανία. Η Μαριούπολη, μία πόλη με περίπου μισό εκατομμύριο κατοίκους στα νοτιοανατολικά σύνορα της Ουκρανίας, και η περιοχή στην οποία ζουν οι περισσότεροι από τους περίπου 100.000 Ελληνες ομογενείς της χώρας, θα είναι από τα πιο ευάλωτα σημεία σε περίπτωση εισβολής. «Σε περίπτωση πολέμου», τονίζει η κ. Φεντόροβα, «όλοι οι κάτοικοι της Μαριούπολης θα διατρέξουν κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους, τις δουλειές τους, τις περιουσίες τους, θα πρέπει να μετακομίσουν ή να κρυφτούν – από το 2014 υπάρχουν λίγα καταφύγια, που σίγουρα δεν επαρκούν για όλους».
«Μια μεγάλη τραγωδία»
«Για τους Έλληνες της Ουκρανίας, όπως και για τον λαό της Ουκρανίας γενικά, η ρωσική εισβολή θα είναι μια μεγάλη τραγωδία», λέει στην «Κ» η Νίνα Πασκάλ, επικεφαλής του ελληνικού συλλόγου του Κιέβου Ενότητα, η οποία αναγκάστηκε να αφήσει το σπίτι και τη ζωή της στην περιοχή του Ντόνετσκ πίσω το 2014, και να μετακομίσει με την οικογένειά της στο Κίεβο. «Οι κάτοικοι της Μαριούπολης γνωρίζουν καλά τι συνέβη στο Ντόνετσκ μετά τη ρωσική εισβολή το 2014 – ήταν μια μεγάλη, ευημερούσα πόλη, τώρα έμεινε μόνο μια σκιά», δηλώνει η κ. Πασκάλ. Τονίζει πως αυτή τη στιγμή οι αντιδράσεις των πολιτών της Ουκρανίας ποικίλουν – κάποιοι αρνούνται να πιστέψουν πως η Ρωσία μπορεί να εισβάλει, ενώ άλλοι σκέφτονται τρόπους για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους. «Προμηθεύονται τρόφιμα και φάρμακα, σκέφτονται διαφορετικά σενάρια δράσης», αναφέρει η κ. Πασκάλ. Ένα από αυτά αφορά και τη στάση της Ελλάδας. «Αναμένουμε από την Ελλάδα να στηρίξει την Ουκρανία για την προστασία και τη διατήρηση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητάς της, όχι μόνο στα λόγια», δηλώνει.
Για τον 46χρονο Ρομάν Καρπάλοφ, ελληνικής καταγωγής κάτοικο της Μαριούπολης, δεν είναι μεγαλύτερη απειλή οι Ρώσοι, αλλά ο ρατσισμός, καθώς τονίζει πως από το 2014 τα πράγματα έχουν χειροτερέψει για τις μειονότητες της Ουκρανίας, μία άποψη με την οποία η κ. Πασκάλ διαφωνεί. «Πριν από έναν χρόνο», λέει ο κ. Καρπάλοφ, «έγραφαν στο ελληνικό προξενείο “Έλληνες φύγετε από εδώ”, πριν από έναν μήνα ήρθαν κάποιοι εδώ από τη βόρεια Ουκρανία και μου λένε “πρέπει να μιλάς την ουκρανική γλώσσα”», όταν τον άκουσαν να μιλάει ελληνικά, αναφέρει. Ο ίδιος θέλει να γίνει Έλληνας πολίτης, αλλά τονίζει πως η διαδικασία προχωράει πολύ αργά. «Κάθε φορά που πάω μου λένε “περιμένετε λίγο”, κάθε εβδομάδα πάω και κάθε φορά ακούω τα ίδια. Κάποιοι περιμένουν τα χαρτιά πάνω από 5 χρόνια. Τόσο κακοί είμαστε;», αναρωτιέται.