Kathimerini.gr
Ιωάννα Μάνδρου
Είναι ίσως από τις λίγες φορές που ένας νέος νόμος δοκιμάζεται στην πράξη με επιτυχία, ελάχιστο χρονικό διάστημα από τη θέσπισή του. Ο λόγος για τη νέα ρύθμιση που επιβάλλει την υποχρέωση σε γιατρούς, εκπαιδευτικούς, ψυχιάτρους και εργαζομένους σε μονάδες περίθαλψης ηλικιωμένων και αναπήρων να καταγγέλλουν στις Αρχές τα περιστατικά ενδοοικογενειακής και γενικά βίας που υποπίπτουν στην αντίληψή τους.
Πειθαρχικός έλεγχος για την απόφαση να αφεθεί ελεύθερος ο Απόστολος Λύτρας διετάχθη από την πρόεδρο και την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου
Αυτή τη διάταξη ενεργοποίησε με συναίσθημα ευθύνης γιατρός ιδιωτικής κλινικής, όταν διέγνωσε ότι η βαριά κακοποίηση, τα κατάγματα και οι βαριές κακώσεις που έφερε σύζυγος γνωστού δικηγόρου, δεν οφείλονταν –όπως η ίδια και ο σύζυγός της ισχυρίζονταν– σε πτώση από σκάλα.
Η ενημέρωση των Αρχών είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψη του δικηγόρου Απόστολου Λύτρα, την άσκηση εναντίον του ποινικής δίωξης για βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη, αδίκημα που διώκεται σε βαθμό κακουργήματος και το οποίο με την αυστηροποίηση της νομοθεσίας τα τελευταία χρόνια επισύρει ποινές κάθειρξης από 5 έως 20 χρόνια. Πριν όμως πάμε στις συνθήκες της συγκεκριμένης υπόθεσης, ας δούμε τι έγινε μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης και της κράτησης του δικηγόρου Απόστολου Λύτρα έως ότου απολογηθεί.
Η απολογία του χθες κράτησε περίπου ένα δίωρο, νωρίτερα είχε εξεταστεί μάρτυρας η πρώην σύζυγός του, ενώ κατάθεση έδωσε στην ανακρίτρια Χριστίνα Σαλάππα και η τωρινή σύζυγος του Απόστολου Λύτρα, το θύμα του άγριου ξυλοδαρμού. Σύμφωνα με πληροφορίες, μάλιστα, η κατάθεση του θύματος ελήφθη στο σπίτι του δικηγόρου όπου μετέβη η ανακρίτρια για να έχει και εικόνα της διαρρύθμισης, καθώς ο αρχικός ισχυρισμός και των δύο (θύτη και θύματος) ήταν πως οι βαρύτατες κακώσεις προέρχονταν από πτώση στη σκάλα.
Με δεδομένη την αναφορά του καταγγέλλοντος γιατρού, που είχε λεπτομερή περιγραφή των καταγμάτων σε πρόσωπο, κεφάλι και χέρι του θύματος, η υπερασπιστική γραμμή του διωκόμενου δικηγόρου ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κινηθεί σε άλλες κατευθύνσεις. Ετσι ο Απόστολος Λύτρας παραδέχθηκε, όπως δήλωσε και μετά την απολογία του, την πράξη του, καταδίκασε ο ίδιος τη βίαιη συμπεριφορά του, δήλωσε μεταμέλεια και συγγνώμη και είπε ότι θα προσπαθήσει να θεραπευθεί και να μην το ξανακάνει. Πληροφορίες της «Κ» από αρμόδιες πηγές κάνουν λόγο ότι για την απόφαση ανακριτή και εισαγγελέα να αφεθεί ελεύθερος μετά την απολογία του, πέραν της προσωπικής του στάσης, ρόλο διαδραμάτισαν και οι καταθέσεις της πρώην και της νυν συζύγου.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ» η πρώην σύζυγος Λύτρα που τον είχε καταγγείλει πριν χρόνια για ξυλοδαρμό, ανέφερε ότι είχε αποσύρει την καταγγελία η ίδια στο δικαστήριο, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει καταδίκη, ενώ η νυν σύζυγος είπε, παραδεχόμενη τη βαριά κακοποίησή της, ότι στο παρελθόν δεν είχε σηκώσει χέρι ο γνωστός δικηγόρος και αυτό έγινε για πρώτη φορά. Ωστόσο, ο νόμος που πλέον ισχύει για την ενδοοικογενειακή βία και είναι πολύ αυστηρός για την προστασία των θυμάτων, επέτρεπε την προσωρινή κράτηση του δικηγόρου, κάτι που δεν αποφασίστηκε από ανακρίτρια και εισαγγελέα. Και αυτή η απόφαση είχε ως αποτέλεσμα την άμεση παρέμβαση της προέδρου και της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, που διέταξαν πειθαρχικό έλεγχο για την απόφαση ανακρίτριας και εισαγγελέα να αφήσουν ελεύθερο τον δικηγόρο με περιοριστικούς όρους, αν και ο νόμος παρείχε τη δυνατότητα της προσωρινής κράτησης.
Να σημειώσουμε ότι στον Απόστολο Λύτρα επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι: μετοίκηση από το σπίτι που μέχρι τώρα διέμενε με τη σύζυγό του, υποχρέωση να μην την πλησιάζει και υποχρέωση να παρακολουθήσει ειδικό πρόγραμμα ψυχολογικής υποστήριξης προκειμένου να αποβάλει τα βίαια ξεσπάσματα.
Η έξυπνη διάταξη
Η υπόθεση έφθασε στις Αρχές, όταν ο γιατρός της ιδιωτικής κλινικής εφάρμοσε τη νέα νομοθεσία που επιβάλλει την άμεση καταγγελία στις Αρχές από γιατρούς, εκπαιδευτικούς, ψυχιάτρους και λοιπούς που έρχονται σε επαφή με περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Ο νόμος προβλέπει ως υποχρέωση των παραπάνω προσώπων την καταγγελία στις Αρχές, ανεξάρτητα αν το θύμα επιθυμεί να καταγγείλει. Γνωστός ως νόμος Φλωρίδη, εφαρμόζεται το τελευταίο διάστημα και αφορά γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένους, αναπήρους και κάθε ευάλωτο άτομο που δέχεται βία, ακόμη κι αν δεν θέλει –συχνό φαινόμενο– να προβεί σε καταγγελία.
Η νέα νομοθεσία επιβάλλει ειδικό προστατευτικό καθεστώς στους καταγγέλλοντες επαγγελματίες για να μη στοχοποιούνται από τους θύτες, καθώς προβλέπεται ότι μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις καλούνται σε κατάθεση, αλλιώς λαμβάνεται υπόψη η αναφορά τους. Σε κάθε περίπτωση, η αυστηροποίηση της νομοθεσίας για την ενδοοικογενειακή βία, με ποινές από πέντε ως 20 χρόνια, που επιτρέπει και την προσωρινή κράτηση των δραστών, αλλά και σειρά άλλων διατάξεων, όπως η υποχρέωση γιατρών, εκπαιδευτικών και άλλων να καταγγέλλουν, έχει αρχίσει να εφαρμόζεται, καθώς τα εγκλήματα αυτού του τύπου είναι πολύ συχνά, ενώ αποδεικνύεται ότι έχουν διαταξική διασπορά και αποτελούν μια από τις πλέον σκοτεινές πλευρές της εγκληματικότητας.
Από τη συγκεκριμένη υπόθεση, πάντως, γίνεται αντιληπτό ότι δεν αρκούν μόνον οι αυστηροί νόμοι για να παταχθούν αυτά τα φαινόμενα, αλλά αποδεικνύονται εξαιρετικά χρήσιμες οι έξυπνες διατάξεις. Κι εδώ να σημειώσουμε ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης ετοιμάζει και νέο πακέτο παρόμοιων προστατευτικών διατάξεων.