Kathimerini.gr
Νεκρός μέσα στο κελί του στις φυλακές της Κέρκυρας βρέθηκε ο 33χρονος Πολωνός που ομολόγησε ότι σκότωσε τον 7χρονο στην Κυψέλη.
Σύμφωνα με πληροφορίες της ΕΡΤ φέρεται ο ίδιος να έβαλε τέλος στη ζωή του, χωρίς να έχουν γίνει γνωστές περισσότερες λεπτομέρειες.
Στις 15 Φεβρουαρίου είχε προφυλακιστεί τόσο ο ίδιος, όσο και η 29χρονη μητέρα, που κατηγορείται επίσης για την ανθρωποκτονία του 7χρονου γιου της.
Προανακριτικά ο 33χρονος είχε ομολογήσει το αποτρόπαιο έγκλημά του, λέγοντας ότι το παιδί ήταν ανήσυχο, το είχε αφήσει για πολλές ώρες τιμωρία όρθιο και όταν το παιδί δεν άντεξε και άρχισε να κλαίει το φίμωσε με μονωτική ταινία και του έκλεισε τη μύτη με αποτέλεσμα να βρει ασφυκτικό θάνατο.
Στη συνέχεια έφτιαξε έναν αυτοσχέδιο τσιμεντένιο τάφο στο δώμα του διαμερίσματος στα Κάτω Πατήσια, όπου κράτησε τη σορό μέχρι να αλλάξουν σπίτι και να μετακομίσουν στην Κυψέλη.
«Του έβαλα μονωτική ταινία στο στόμα και του έκλεισα παράλληλα τη μύτη με τα χέρια μου, γιατί ήθελα να το συνετίσω, επειδή έκανε συνεχώς αταξίες». Αυτά ισχυρίστηκε στους αστυνομικούς του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής.
«Μόλις κατάλαβα ότι ήταν νεκρό το παιδί έφτιαξα ένα πρόχειρο ”τάφο” με τούβλα στο δώμα. Όταν αργότερα μας έκαναν έξωση από το διαμέρισμα έβαλα τα οστά του σε μια εργαλειοθήκη και τα είχα μαζί μου όπου και αν πήγαινα, αφού για ένα διάστημα ήμουν άστεγος», πρόσθεσε.
Στη συνέχεια, όταν χρειάστηκε να αλλάξουν σπίτι, τα οστά του μεταφέρθηκαν σε εργαλειοθήκη, την οποία μάλιστα κουβαλούσε ο 33χρονος ακόμα και στη δουλειά του.
Ακολούθως ενοικίασαν διαμέρισμα στην Αθήνα επί της οδού Αστυπάλαιας και τοποθέτησαν την εργαλειοθήκη σε αποθηκευτικό χώρο ξύλινου καναπέ, στο μπαλκόνι του σπιτιού, όπου και εντοπίστηκαν από τους αστυνομικούς μετά από πληροφορίες που είχαν στις αρχές Φεβρουαρίου.
Κατά την απολογία του στον ανακριτή ο 33χρονος προσπάθησε να αποσείσει κάθε ευθύνη συμμετοχής στο έγκλημα για την 29χρονη, σήμερα μητέρα του άτυχου παιδιού που ήταν στο σπίτι την ώρα της δολοφονίας και ισχυρίζεται, χωρίς να πείθει, ότι δεν άκουσε, ούτε είδε τίποτα.