Kathimerini.gr
Κωνσταντίνος Φίλης
Το 2024 είναι η χρονιά στην οποία θα ψηφίσουν οι περισσότεροι άνθρωποι στην Ιστορία. Πάνω από το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού, που αντιπροσωπεύει σχεδόν το 60% της παγκόσμιας παραγωγής, θα προσέλθει στις κάλπες. Ασφαλώς, η αναμέτρηση στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι καθοριστικής σημασίας για τον πλανήτη ως προς τα ανοικτά πολεμικά μέτωπα, τις συμμαχίες και τους συσχετισμούς ισχύος και ασφαλώς την οικονομία και το εμπόριο.
Τι θα σήμαινε όμως για την Ελλάδα η εκλογή Τραμπ, αν βέβαια του επιτραπεί να συμμετάσχει και επιβεβαιωθούν οι μετρήσεις που δείχνουν να επικρατεί έναντι του Μπάιντεν και εφόσον βρεθεί απέναντί του ο τελευταίος; Ο Τραμπ έδωσε δείγματα γραφής στην πρώτη θητεία του. Για το πώς αντιλαμβάνεται τους δεσμούς με την Ευρωπαϊκή Ενωση, τους οποίους χαλάρωσε, αμφισβητώντας στον πυρήνα του το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Για τη σχέση του με αυταρχικά καθεστώτα τύπου Ρωσίας και Τουρκίας, ακόμη και Βορείου Κορέας, τα οποία μεταχειρίστηκε με αξιοσημείωτη επιείκεια. Eδειξε επίσης πώς εννοεί την απεμπλοκή της Ουάσιγκτον από προβληματικά μέτωπα, με εμφανή πρόθεση αναχωρητισμού από περιοχές ειδικού ενδιαφέροντος, όπως η Μέση Ανατολή. Προς τούτο, προωθήθηκαν οι συμφωνίες του Αβραάμ, δηλαδή η αναγνώριση του Ισραήλ από αραβικά κράτη, ώστε να μη χρειάζεται πλέον η αμερικανική παρέμβαση στα καθημερινά ζητήματα της περιοχής. Ο Τραμπ ήταν περιφρονητικός προς τους διεθνείς θεσμούς, απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από σειρά διεθνών συνθηκών και αποχώρησε από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Η συνεργασία με την Ελλάδα κατά τη διακυβέρνησή του ενισχύθηκε και εδραιώθηκε. Οι βάσεις για τη στρατηγική σχέση και την Αλεξανδρούπολη μπήκαν το 2017-2018, ενώ οι Αμερικανοί συμμετείχαν για πρώτη φορά στο τριμερές σχήμα Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ, από το οποίο διακριτικά έχουν αποσυρθεί τα τελευταία χρόνια. Η καλή χημεία Τραμπ – Ερντογάν και οι εκλεκτικοί δεσμοί ανάμεσα στους γαμπρούς τους δεν τον απέτρεψαν να βάλει το μαχαίρι στον λαιμό του δεύτερου στην υπόθεση του πάστορα Μπράνσον. Και μπορεί εν μια νυκτί ο Τραμπ να «άδειασε» τους Κούρδους της Συρίας, έπειτα από σχετική επικοινωνία με τον Τούρκο ομόλογό του, ωστόσο στην ανατολική Μεσόγειο το επιτελείο του έβλεπε στην Ελλάδα τον πλέον αξιόπιστο εταίρο και δεν προέβη σε καμιά ανατροπή της πολιτικής στήριξης των σχέσεών μας με Αίγυπτο και Ισραήλ για χάρη της Τουρκίας. Σ’ αυτό βέβαια συνέβαλε καθοριστικά και το αμερικανοεβραϊκό λόμπι, το οποίο είχε άμεση πρόσβαση στον Τραμπ και για το οποίο η Τουρκία του Ερντογάν αποτελούσε κόκκινο πανί. Στα ελληνοτουρκικά, η τότε αμερικανική ηγεσία δεν άσκησε καμία πίεση προς την Αθήνα για να τα βρει με την Αγκυρα ούτε έδειξε κάποια προτίμηση προς την τελευταία. Αντιθέτως, ο Γουές Μίτσελ υφυπουργός Εξωτερικών και ο Τζον Μπόλτον σύμβουλος εθνικής ασφαλείας, θεωρούσαν την κλίση της Τουρκίας προς το Ισλάμ και την απομάκρυνσή της από τη Δύση αναπόφευκτες, ενώ ο Πομπέο, υπουργός Εξωτερικών, προσέδωσε αυξημένο λόγο και ρόλο στην Ελλάδα. Σε μια πολιτική που απουσιάζει η συγκρότηση, τα πρόσωπα παίζουν καταλυτικό ρόλο, γι’ αυτό άλλωστε η Τουρκία είχε… επενδύσει στον Μάικλ Φλιν.
Βέβαια, οι περισσότεροι εκ των συνεργατών του Τραμπ αποδείχθηκαν αναλώσιμοι και αρκετές φορές τους αγνοούσε, όπως άλλωστε και το υπουργείο Eξωτερικών. Εντούτοις, γνωρίζουμε ότι δίνει έμφαση σε σχέδια που αποφέρουν έσοδα στην αμερικανική οικονομία, δεν διακατέχεται από αρχές και αξίες και έχει υπερβολική αυτοπεποίθηση, πιστεύοντας ότι οι διαπραγματεύσεις είναι όπως τα επιχειρηματικά deals. Επί Τραμπ υπήρξαν κρίσιμα πόστα που δεν καλύφθηκαν και κατ’ επέκταση προέκυψαν κενά στη διαμόρφωση και άσκηση της αμερικανικής πολιτικής. Η δε απροθυμία συνεργασίας και διαβούλευσης, κυρίως με τους Ευρωπαίους εταίρους, κλόνισε τη σχέση. Γενικότερα, είναι δύσκολο για τα πιο φιλελεύθερα καθεστώτα να εμπιστευτούν την Αμερική του Τραμπ. Αν, λοιπόν, έχουμε εκ νέου ανατροπή στην εταιρική σχέση Ε.Ε. – ΗΠΑ και αναθεώρηση της αμερικανικής πολιτικής στην Ουκρανία, αλλά και απέναντι στο ενισχυμένο πλέον ΝΑΤΟ, είναι αυτονόητος ο αντίκτυπος για Ελλάδα και Τουρκία. Αν μάλιστα πριν από τυχούσα εκλογή Τραμπ έχουν ενισχυθεί οι ακροδεξιές και λαϊκιστικές δυνάμεις στην Ευρώπη, αυτομάτως διαφοροποιούνται τα δεδομένα, φέρνοντας την Αθήνα σε δύσκολη θέση.
Στα αμιγώς ελληνοαμερικανικά, δεν θα αμφισβητηθεί η εμπεδωμένη συνεργατική σχέση. Το γεγονός ότι αυτή έχει εσχάτως αποκτήσει οικονομικό, εμπορικό, αλλά και ενεργειακό χαρακτήρα, της προσδίδει κύρος στην οπτική Τραμπ. Η σταθεροποίηση ή μη της ρευστότητας στη Μέση Ανατολή, η θέση του Ισραήλ, οι κοινωνικές δυναμικές στον αραβικό κόσμο και τα ενεργειακά σχέδια στην ανατολική Μεσόγειο οπωσδήποτε θα επηρεάσουν τις σχέσεις των ΗΠΑ με Ελλάδα και Τουρκία. Ο ρόλος της Αγκυρας υπό το πρίσμα των τελευταίων εξελίξεων θα είναι υπολογίσιμος και ενισχυμένος στα μάτια του Τραμπ και σε περίπτωση που το Κογκρέσο ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικανούς, δεν θα σταθεί εμπόδιο στις επιλογές του επόμενου ενοίκου του Λευκού Οίκου.
Business χωρίς όρους
Σε ένα ακραίο σενάριο, επειδή οι Τούρκοι αγωνιούν όσο δεν αισθάνονται στρατιωτική υπεροχή, θα προσπαθούσαν να επαναφέρουν το ζήτημα των F-35 απέναντι σε έναν πρόεδρο που δεν θέτει κανόνες και όρους όταν πρόκειται να κάνει business. Μια αναγκαία σημείωση εδώ είναι πως το Ρεπουμπλικανικό κόμμα δεν έχει ισχυρή άποψη για τις ελληνοτουρκικές διαφορές και την επίλυσή τους, αντιθέτως με τους Δημοκρατικούς. Με κάποιες κινήσεις καλής θελήσεως από μεριάς Ερντογάν, που έχει βρει το κουμπί του Τραμπ, και δεδομένου ότι η σχέση του πρώτου με τον Πούτιν δεν είναι ενοχλητική για τον δεύτερο, η Αγκυρα αναμένεται να είναι εκ των κερδισμένων, αλλά όχι εις βάρος της Ελλάδας. Εκτός εάν προκύψει κάποια κρίση, με σοβαρό τότε το ενδεχόμενο – κίνδυνο ο Τραμπ να φανεί (πιο) ανεκτικός. Αλλωστε, στον τελευταίο χρόνο της προεδρίας του υπεγράφη το τουρκολιβυκό σύμφωνο, ακολούθησε η απόπειρα εισβολής μεταναστών στον Εβρο και οι έρευνες του «Ορούτς Ρέις», χωρίς οι ΗΠΑ να αντιδράσουν ουσιαστικά. Αρα, υπάρχει ένα ανησυχητικό προηγούμενο, ενώ λίγους μήνες πριν η Ουάσιγκτον είχε στηρίξει αναφανδόν τον East Med και τις συνέργειές μας με το Ισραήλ. Ας κρατήσουμε ότι μέχρι να ορκιστεί ο επόμενος Αμερικανός πρόεδρος, ο Ερντογάν θα έχει διαμορφώσει εικόνα για την πορεία των ελληνοτουρκικών, αλλά και ευρωτουρκικών σχέσεων, κινούμενος ανάλογα.
Για όλους τους παραπάνω λόγους απαιτείται η δημιουργία μιας task force, η οποία θα προετοιμάσει σενάρια (για τις συνέπειες σε παγκόσμια κλίμακα) και θα συντονίσει τις ενέργειές μας, ώστε σε συνεργασία με το ιδιαίτερα αποτελεσματικό ελληνοαμερικανικό λόμπι να εντοπίσουμε τα πρόσωπα «κλειδιά» (π.χ. τον επόμενο σύμβουλο εθνικής ασφαλείας), ασκώντας επιρροή στο σύστημα Τραμπ, να επανασυστηθούμε στους Ρεπουμπλικανούς και να παρουσιάσουμε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, εξασφαλίζοντας συνεχή πρόσβαση στον στενό κύκλο του.
O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.