Kathimerini.gr
Γιάννης Παπαδόπουλος
Μπορεί να τον φωνάζουν «Καπετάν Ταρζάν» γιατί δεν τον σκιάζουν οι φουρτούνες, αλλά ο Κωνσταντίνος Δημητρίου ήθελε να σιγουρευτεί ότι το σκαρί του θα αντέξει. Ο απεγκλωβισμός πολιτών είχε ευθύνη και του είχαν βάλει ψύλλους στα αυτιά ότι θα έβρισκε κακό καιρό στον δρόμο του.
Στο Μικρό, ένα παραθαλάσσιο χωριό στο νότιο Πήλιο, οι αποκλεισμένοι πλημμυροπαθείς του έδωσαν στο τηλέφωνο έναν έμπιστο ψαρά για να περιγράψει τις συνθήκες. Του έστειλαν και μια φωτογραφία της παραλίας στο Viber για να δει ότι είχε μπουνάτσα.
Δεν χρειαζόταν άλλες αποδείξεις. Λίγες ώρες αργότερα κάρφωσε την πλώρη του καραβιού στην αμμουδιά, έριξε την «πασαρέλα», μια δεκάμετρη σκάλα, και υποδέχτηκε γύρω στα 100 άτομα.
Ο Αντώνης Μαρκοζάνης, ξενοδόχος στο Μικρό, θυμάται ακόμη εκείνη την ημέρα που το «Καπετάν Κώστας», ένα τουριστικό σκάφος μήκους 41,50 μέτρων και χωρητικότητας 385 επιβατών, πρόβαλε στην παραλία.
Ηταν 7 Σεπτεμβρίου και το χωριό, δίχως ρεύμα ούτε νερό, παρέμενε αποκομμένο οδικά από τον έξω κόσμο. Αρχικά υπήρχε μια σκέψη να οδηγηθούν οι τουρίστες με τα πόδια στον Πλατανιά μέσω ενός μονοπατιού περίπου 800 μέτρων. Κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί όμως ότι τα παιδιά ή οι ηλικιωμένοι δεν θα συναντούσαν παγίδες από την κακοκαιρία σε αυτή τη διαδρομή. «Είχε από την αρχή τη θέληση να βοηθήσει», λέει ο κ. Μαρκοζάνης για τον «Καπετάν Ταρζάν».
Μόλις εκείνος έλαβε και επίσημα το πράσινο φως, επικοινωνώντας με λιμενικές αρχές και τοπική αυτοδιοίκηση, άφησε τη βάση του στην Αμαλιάπολη Μαγνησίας και τράβηξε για τις πληγείσες περιοχές. Συνολικά, από το Μικρό, τη Μηλίνα, τον Πλατανιά και το Χόρτο, μάζεψε 185 άτομα. Αργότερα πέρασε και από το Χορευτό όπου επιβιβάστηκαν στο σκάφος του άλλοι 24.
Ο Κωνσταντίνος Δημητρίου έγινε πρώτα ψαράς ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του, ώσπου το 1993 αγόρασε ένα ξύλινο καράβι, του έδωσε το όνομα της συζύγου του, Ελισάβετ, και ξανοίχτηκε στα τουριστικά δρομολόγια.
Ξεναγούσε κόσμο στις ακτές του Πηλίου και τις Σποράδες. Με τα χρόνια ο στόλος του επεκτάθηκε και αριθμεί πλέον τέσσερα σκάφη, όσα και τα παιδιά του. «Περνούσαμε από αυτά τα μέρη καθημερινά και δείχναμε τις ομορφιές τους. Ξέραμε και την παραμικρή πέτρα. Οταν τα είδαμε όμως ξανά ήταν αγνώριστα», λέει και τονίζει ότι έχουν χαθεί πολλές μικρές παραλίες στην περιοχή από τις πλημμύρες.
Η επιχείρηση του απεγκλωβισμού είχε ρίσκο. Το «Καπετάν Κώστας», με τον Στυλιανό Κατράνη στο τιμόνι, δεν μπορούσε να δέσει σε κάποιο λιμανάκι και έπρεπε να πλησιάσει με προσοχή τις ακτές. Τα φερτά υλικά, όπως τεράστιοι κορμοί δέντρων, κάδοι σκουπιδιών ή ημιβυθισμένα αυτοκίνητα, δημιουργούσαν μια αδιαπέραστη ζώνη σε ορισμένα σημεία.
«Είναι επικίνδυνη η θάλασσα. Εχει πολλά ξύλα και είναι θέμα ζαριάς τι μπορεί να συμβεί, ειδικά αν ταξιδεύεις βράδυ», λέει ο 57χρονος ναυτικός. «Ετσι και δεν δεις τον κορμό και τον πάρεις από κάτω μπορεί να σου στραβώσει τον άξονα και την προπέλα. Δεν κόβεται αυτό το πράγμα, δεν σπάει. Είναι τόσο μεγάλοι οι κορμοί που δεν αγκαλιάζονται και αν τους πατήσεις είναι επικίνδυνοι».
Το «Καπετάν Κώστας» συναντήθηκε στα μισά της διαδρομής με το «Ελισάβετ ΙΙ», άλλο σκάφος του οικογενειακού στόλου που βρισκόταν στη Σκιάθο, και δανείστηκε τη σκάλα του ώστε να μπορούν να ανέβουν οι πλημμυροπαθείς.
«Οι περισσότεροι ήταν τουρίστες, οι ντόπιοι δεν άφηναν το μέρος τους», λέει ο κ. Δημητρίου. Στα δρομολόγια του απεγκλωβισμού συμμετείχε μεταξύ άλλων και ο γιος του, Παναγιώτης. «Οι ντόπιοι ήταν σε άθλια κατάσταση, οι περισσότεροι έκλαιγαν, έφευγαν με μια σακούλα στο χέρι. Οι τουρίστες είχαν χάσει τα αυτοκίνητά τους. Εμπαιναν και αυτοί με δάκρυα στα μάτια», λέει.
«Εικόνα ξεριζωμού»
Σε μία από τις διαδρομές, όταν πήραν κόσμο από το Χορευτό, διανυκτέρευσαν στον Πλατανιά γιατί θα ήταν επικίνδυνο να φύγουν το βράδυ. Το πλήρωμα μοίρασε φαγητό και κουβέρτες και το πρωί έφυγαν για τον Βόλο.
Στο πρώτο δρομολόγιο, στο Μικρό, ο κ. Μαρκοζάνης έστειλε στο σκάφος μαζί με ντόπιους και τουρίστες, τη γυναίκα και τον γιο του. «Ηταν μια εικόνα ξεριζωμού, σαν να φεύγουν πρόσφυγες», θυμάται.