ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Φωνές από το Μάτι: Επί 19 μήνες ξαναζούσαμε τον εφιάλτη

Συγγενείς των θυμάτων μιλούν στην «Κ» για το πώς βίωσαν τη δίκη και μοιράζονται τις σκέψεις τους για τη συνέχεια.

Kathimerini.gr

Μαριάννα Κακαουνάκη

Τα βράδια πριν από την απόφαση του δικαστηρίου για το Μάτι, η Αθηνά Μουτάφη δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Παρότι το Σαββατοκύριακο δούλευε καμαριέρα σε ξενοδοχείο και επέστρεφε σπίτι κατάκοπη, είχε υπερένταση και αγωνία. «Δεν μπορώ να περιγράψω πώς νιώθω ή τι σκέφτομαι. Από τη μια ελπίζω ότι θα μας κάνουν την έκπληξη και θα αποδοθεί δικαιοσύνη. Και την ίδια στιγμή, νιώθω πως θα απογοητευτώ», είχε πει στην «Κ» λίγες ώρες πριν από την απόφαση. Τη Δευτέρα το μεσημέρι, όταν φορτισμένη βγήκε από την αίθουσα του δικαστηρίου, πάλι δεν μπορούσε να βρει λόγια για να περιγράψει την οργή της. «Η πρόεδρος μας είπε στην πρώτη συνεδρίαση πως θέλει να κάνει μια δίκη “προσευχή”. Τελικά ήταν προσευχή για τους κατηγορούμενους, όχι για τους νεκρούς μας», δήλωσε η κ. Μουτάφη.

Η ίδια με το Μάτι δεν είχε σχέση. Βρισκόταν εκεί για να βοηθήσει μια οικογενειακή φίλη που είχε χειρουργηθεί. Τα δυο της παιδιά είχαν μόλις φτάσει εκείνο το απόγευμα στο σπίτι που έμενε για να την δουν. Στη φωτιά έχασε τον γιο της, Βίκτωρα. Ηταν 25 ετών. Σπούδαζε ψυκτικός, λάτρευε τη μουσική, την αδελφή του και τη μητέρα του. Η Αθηνά παρά τις δυσκολίες, τα είχε μεγαλώσει με απέραντη αγάπη. Οι τρεις τους ήταν αχώριστοι.

Το πρωί της Δευτέρας, έφτασε στο δικαστήριο από νωρίς μαζί με τη Βάσια και τον Γιώργο, τον πατέρα των παιδιών. Εκεί στον αύλειο χώρο συνάντησε τον Αρη Χερουβείμ με τον οποίο είναι σε συνεχή επικοινωνία όλο αυτό το διάστημα. Εκείνος έχασε στη φωτιά τη μητέρα, την αδελφή του και τις δίδυμες ανιψιές του. Εάν είχαν ειδοποιηθεί έγκαιρα, θα είχαν φύγει εύκολα από το σπίτι τους που βρίσκεται δίπλα στη λεωφόρο Μαραθώνος. Οταν είδαν τη φωτιά να πλησιάζει απειλητικά, έτρεξαν προς τη θάλασσα για να σωθούν. Και οι τέσσερις κάηκαν ζωντανές λίγα μέτρα μακριά.

Ο πραγματογνώμονας Δημήτρης Λιότσιος ανέλυσε ενώπιον του δικαστηρίου με λεπτομέρεια τα μοιραία λάθη τις ώρες πριν και κατά τη διάρκεια της φωτιάς, δίνοντας ελπίδα στους συγγενείς των θυμάτων. Ωστόσο, στις 29 Οκτωβρίου θα βρεθεί ο ίδιος στο εδώλιο, μετά τη μήνυση του πρώην αρχηγού της Πυροσβεστικής Βασίλη Ματθαιόπουλου.


Κάθε μέρα εκεί

Ο κ. Χερουβείμ όλους τους μήνες που διήρκεσε η δίκη, ένιωθε την ανάγκη να είναι κάθε ημέρα εκεί. Με τον καιρό είδε την αίθουσα να αδειάζει. Υπήρχαν συνεδριάσεις που ήταν ο μοναδικός στο ακροατήριο. «Ηθελα να είμαι εκεί για να τους κοιτάω στα μάτια. Αισθάνομαι πως ήταν χρέος μου όχι μόνο απέναντι στην οικογένειά μου αλλά και σε αυτό που έχει συμβεί στη χώρα», είχε πει στην «Κ» πριν από μερικούς μήνες. Το Σαββατοκύριακο πριν από την απόφαση είχε επιλέξει να το περάσει στο Μάτι. Εκανε δουλειές στον κήπο προσπαθώντας να είναι ψύχραιμος. «Δεν τα κατάφερα. Δεν περιμένω τίποτα σήμερα. Και αυτό είναι ίσως χειρότερο συναίσθημα», είπε πει πριν μπει στην αίθουσα.

Στις εννέα το πρωί, οι 21 κατηγορούμενοι κάθισαν στις δύο μπροστινές σειρές με τα ξύλινα καθίσματα. Από πίσω τους, στις κόκκινες βελούδινες καρέκλες οι συγγενείς των θυμάτων, οι εγκαυματίες, οι δημοσιογράφοι. Οταν ξεκινούσε η δίκη τον Οκτώβριο του 2022 είχαν βρεθεί όλοι, στριμωγμένοι, σε μια αίθουσα στην Ευελπίδων που χωρούσε με το ζόρι 50 άτομα. Βγαίνοντας τότε, ένιωθαν αποκαρδιωμένοι. «Υπάρχει μια διάθεση διεκπεραίωσης και υποβάθμισης της υπόθεσης», έλεγαν μεταξύ τους. «Πιστεύεις πως μπορεί να πάει κάποιος φυλακή;» είχε ρωτήσει τότε η Βάσια τη μητέρα της. «Πιο πιθανό να δω τον Βίκτωρα ζωντανό», είχε απαντήσει η Αθηνά… Η εμπιστοσύνη τους –βλέποντας και όλα τα αιτήματα του ανακριτή για αναβάθμιση της κατηγορίας σε κακούργημα να έχουν απορριφθεί– είχε ήδη κλονιστεί.

Και εκείνο το διάστημα, ειδικά πριν από την κατάθεσή της, η Αθηνά είχε χάσει τον ύπνο της. Εγραφε σε κόλλες χαρτί, ξανά και ξανά, αυτά που ήθελε να πει στο δικαστήριο. Ηταν μεγάλη η αγωνία της να μην ξεχάσει κάτι. Οταν ήρθε η ημέρα της κατάθεσης και κάθισε στο ξύλινο τραπέζι μπροστά στην έδρα μεταφέρθηκε νοερά στο Μάτι. Ενιωσε ξανά πως ανεβαίνει στην ταράτσα του σπιτιού και βλέπει τον καπνό. Την αίσθηση που είχε, πως ίσως κινδυνεύουν. Το πώς, ενστικτωδώς, χωρίς καμία προειδοποίηση ή ενημέρωση, έφυγαν αλαφιασμένοι. Είδε ξανά, το τρομαγμένο βλέμμα του Βίκτωρα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου όταν εγκλωβίστηκαν στο μποτιλιάρισμα που είχε προκληθεί. Την εφήμερη ανακούφιση που ένιωσαν όταν μπήκαν στη θάλασσα και αγκαλιάστηκαν. Ηταν τόσο κοντά στη Ραφήνα, θεωρούσαν πως ήταν θέμα χρόνου να έρθει βοήθεια από την Πυροσβεστική ή το Λιμενικό. Η βοήθεια όμως από τον κρατικό μηχανισμό δεν ήρθε ποτέ. Ηρθε από Αιγύπτιους ψαράδες, όμως ήταν πλέον αργά. Είχαν παλέψει για ώρες με τα κύματα προσπαθώντας να κρατήσουν δυνάμεις, αλλά ο Βίκτωρας δεν άντεξε. Εκεί, μέσα στη θάλασσα, η Αθηνά είδε τον γιο της να πνίγεται. Αναγκάστηκε να αφήσει το νεκρό του σώμα από τα χέρια της σε μια προσπάθεια να σώσει τη Βάσια που βρισκόταν σε πανικό. Οταν ολοκλήρωσε την κατάθεση και βγήκε έξω κατέρρευσε. Παρότι η αίθουσα ήταν παγωμένη (η θέρμανση δεν έφτανε μέχρι εκείνο το σημείο του Εφετείου…) η ίδια ένιωθε να καίγεται. Το ίδιο συνέβη και με τους υπόλοιπους μάρτυρες. Ολοι τους, καταθέτοντας, έζησαν εκείνο το απόγευμα ξανά.

Από μάρτυρας, κατηγορούμενος

Οταν κατέθεσε ο πραγματογνώμονας πολλοί είχαν αναθαρρήσει. Ο Δημήτρης Λιότσιος ανέλυσε με λεπτομέρεια τα μοιραία λάθη τις ώρες πριν και κατά τη διάρκεια της φωτιάς. «Υπάρχουν πάρα πολλές ενέργειες που δεν έγιναν. Εάν είχαν γίνει, τα αποτελέσματα θα ήταν τελείως διαφορετικά», είχε καταλήξει δίνοντας στο δικαστήριο αδιάσειστα στοιχεία από την πραγματογνωμοσύνη του. Ο κ. Λιότσιος ένιωθε πως το χρωστάει στους 104 νεκρούς, στους εγκαυματίες, αλλά και στους νεότερους αξιωματικούς της Πυροσβεστικής. Δεν μετάνιωσε που ανέλαβε την πραγματογνωμοσύνη εάν και είχε παραδεχτεί μετά το τέλος της μαραθώνιας κατάθεσής του στην «Κ» πως ήταν τόσο μεγάλη η πίεση που του άσκησαν οι δικηγόροι υπεράσπισης, που κάποιες στιγμές είχε νιώσει πως ήταν εκεί όχι ως πραγματογνώμονας αλλά ως κατηγορούμενος.

Βέβαια η αλήθεια είναι πως πράγματι, έχει καταλήξει να είναι και ίδιος κατηγορούμενος(!). Στις 29 Οκτωβρίου θα δικαστεί η μήνυση του πρώην αρχηγού της Πυροσβεστικής Βασίλη Ματθαιόπουλου εναντίον του για «παραβίαση απορρήτου της προφορικής συνομιλίας» και «χρήση και διάθεση σε μη δικαιούμενα πρόσωπα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα». Η υπόθεση αφορά την ηχογράφηση 30λεπτης συνομιλίας μεταξύ των δύο ανδρών, την οποία ο κ. Λιότσιος είχε καταθέσει στη δικαιοσύνη και πριν από δύο χρόνια δημοσίευσε η «Κ». Σε αυτή, ο πρώην αρχηγός της Πυροσβεστικής ακούγεται μεταξύ άλλων να τον απειλεί, να τον εκβιάζει και να του ζητάει ευθέως να θάψει στοιχεία και όλα αυτά, ισχυριζόμενος πως έπραττε με εντολή της τότε πολιτικής ηγεσίας. (Στις 31 Μαΐου θα δικαστεί και η μήνυση του Λιότσιου κατά του Ματθαιόπουλου για απόπειρα παράνομης βίας και παράβαση καθήκοντος).

Οι κάτοικοι στο Μάτι ήλπιζαν πως η απόπειρα συγκάλυψης που είχε αποκαλυφθεί μαζί με όλα τα στοιχεία που κατατέθηκαν στο δικαστήριο θα ήταν αρκετά για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Η απόφαση ήταν απογοητευτική ακόμα και για εκείνους που δεν ήταν εξαρχής τόσο αισιόδοξοι. «Οχι μόνο αθωώνει μια σειρά κατηγορουμένων που ήταν προφανής η ενοχή τους, αλλά αποδυναμώνει το βάρος των κατηγοριών για αυτούς που κήρυξε ενόχους», δήλωσε στην «Κ» ο Ιωάννης Καραγκούνης, δικηγόρος της Αθηνάς Μουτάφη. Στο άκουσμα των ποινών –όλες εξαγοράσιμες– και ενώ οι παρευρισκόμενοι πλέον αντιδρούσαν έντονα, ο κ. Καραγκούνης έφυγε βιαστικά από την αίθουσα. «Ενιωσα πως μπορεί και εγώ να ξεφύγω και δεν το ήθελα», εξομολογήθηκε στην «Κ». Πήγε στο γραφείο του και ξεκίνησε να ετοιμάζει την αίτηση άσκησης εφέσεως. «Ο εισαγγελέας έχει προθεσμία μέχρι τις 9 Μαΐου να ασκήσει έφεση και γράφω ό,τι πιο συνοπτικό ώστε να μπορεί να επιληφθεί άμεσα», εξηγεί. Την Τρίτη το μεσημέρι την κατέθεσε –μαζί με ακόμα 6 δικηγόρους εκπροσωπώντας 27 διαδίκους– κοινοποιώντας την και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Η ώρα της αγανάκτησης

Πίσω στη δικαστική αίθουσα, μια μητέρα που έχασε την 35χρονη κόρη της στην τραγωδία, πλησίασε τους κατηγορουμένους που είχαν μόλις αθωωθεί και αποχωρούσαν ικανοποιημένοι. «Κοιτάξτε με στα μάτια και πείτε μου κάτι, μια συγγνώμη», φώναζε στην κ. Ρένα Δούρου κλαίγοντας. Ενας από τους δικηγόρους υπεράσπισης (όχι της κ. Δούρου) ζήτησε ενοχλημένος από την πρόεδρο να απομακρυνθεί η γυναίκα από την αίθουσα. Στο άκουσμα αυτό πολλοί ξέσπασαν. Ο αστυνομικός που βρισκόταν δίπλα στη μητέρα, αντί να την απομακρύνει, την αγκάλιασε.

Οσο η πρόεδρος προσπαθούσε να προχωρήσει ζητώντας «σεβασμό στη διαδικασία», τόσο περισσότερο αγανακτούσε ο κόσμος. Το κλίμα ήταν φορτισμένο. Ακόμα και κάποιοι αστυνομικοί παρακολουθούσαν βουρκωμένοι τα όσα εκτυλίσσονταν. Σύντομα, σταμάτησαν κάθε προσπάθεια να «ηρεμήσουν» τον κόσμο. Παρενέβησαν μόνο όταν ο Αγγελος Κοντοθάνος, αδελφικός φίλος του Γιάννη Φιλιππόπουλου (που έχασε τους γονείς και τα δίδυμα κορίτσια του στη φωτιά), πέταξε δύο ξύλινες καρέκλες προς τον Βασίλη Ματθαιόπουλο. Και οι έξι καταδικασμένοι κατηγορούμενοι φυγαδεύτηκαν και δεν εμφανίστηκαν ξανά στην αίθουσα.

«Γιατί μας έχεις ξεχάσει»

Σε ένα από τα εκατοντάδες συγκλονιστικά ηχητικά που έχουν καταγραφεί από το κέντρο της Πυροσβεστικής στις 23 Ιουλίου του 2018, ακούγεται μια γυναίκα απελπισμένη, εγκλωβισμένη στο σπίτι της στο Κόκκινο Λιμανάκι. Ο πυροσβέστης στην άλλη άκρη της γραμμής τη συμβουλεύει να κάνει υπομονή. «Πόσο υπομονή να κάνω; Γιατί μας έχετε ξεχάσει;» του λέει εκείνη κλαίγοντας. Το ίδιο, αισθάνονται τα τελευταία έξι χρόνια όσοι έχασαν κάποιον δικό τους άνθρωπο, αλλά και αυτοί τους οποίους έχει στοιχειώσει η φωτιά. Οι εγκαυματίες, οι άνθρωποι που έχασαν το σπίτι τους και αναγκάστηκαν να ξεκινήσουν από το μηδέν, εκείνοι που σώθηκαν από τύχη και έκτοτε έχουν χάσει τον ύπνο τους.

«Νιώθω ένα τεράστιο κενό στην ψυχή μου», είπε η Αθηνά Μουτάφη στην «Κ» αργά το βράδυ της Δευτέρας. Στο μυαλό της στριφογύριζε κάτι που της είχε πει ο Βίκτωρας σε μια ανύποπτη στιγμή. Τον είχε συμβουλεύσει για κάτι προσωπικό και εκείνος αυθόρμητα της είπε, «μαμά, σε γουστάρω γιατί είσαι τσαμπουκάς». «Τα λόγια του αυτά με έχουν τώρα στοιχειώσει. Ολα αυτά τα χρόνια έκανα υπομονή. Εκανα όμως τελικά ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να μην ξεχαστεί η υπόθεση;», αναρωτιέται. Το επόμενο πρωί, εξαντλημένη ψυχολογικά και σωματικά, μπήκε στο λεωφορείο και πήγε στη δουλειά. Ενιωθε όμως και αποφασισμένη. Ολο το βράδυ μιλούσε με τους –δικούς της πλέον– ανθρώπους από το Μάτι και εκείνοι με τους δικηγόρους τους. Μπορεί με την πρωτόδικη απόφαση να χάθηκε μια σημαντική μάχη αλλά δεν πρόκειται κανείς τους να εγκαταλείψει τον αγώνα για την αλήθεια και τους 104 νεκρούς της αποφράδας 23ης Ιουλίου.

Μαρτυρία

Δεν ήθελα να το ζήσω

Της Κατερίνας Μαλά

Δεν ήθελα να το δω, δεν ήθελα να το ζήσω, να κινδυνεύουν οι ζωές μας μέσα στην απόλυτη σιωπή ενός καλοκαιρινού μεσημεριού. Δεν ήθελα να δω τα παιδιά μου να αγωνίζονται αβοήθητα, ούτε τους ανθρώπους μας να θρηνούν παιδιά και γονείς. Δεν ήθελα να δω πόσο γρήγορα μπορεί να στηθεί το παιχνίδι της προπαγάνδας ή να ακούσω ποτέ έναν αρχηγό Σώματος να απειλεί έναν αξιωματικό του για να μη γράψει την αλήθεια.

Δεν ήθελα να μάθω πως στα παιχνίδια διαδοχής θυσιάζεται η χώρα μου ή ότι ανώτατοι αξιωματικοί παρέδωσαν στις εισαγγελικές αρχές παραποιημένα στοιχεία για να καλύψουν συναδέλφους τους.

Δεν ήθελα να φοβάμαι πως η αλήθεια θα θαφτεί σε ένα επίμονο πηγαινέλα μεταξύ ανακριτών και εισαγγελέων. Δεν ήθελα να δω μια δίκη χωρίς βασικούς μάρτυρες, ούτε να μάθω πως ανώτατοι αξιωματικοί άφησαν τον υπουργό να διοικεί εκείνη την ημέρα.

Δεν ήθελα να μάθω πως το ελικόπτερο που ερχόταν να δώσει χρόνο στους ανθρώπους του τόπου μου έφυγε να επιχειρήσει σε μια άλλη, ανύπαρκτη φωτιά. Δεν ήθελα να μάθω πως ένα ελικόπτερο πετούσε, ενώ άλλο, ίδιου τύπου, δήλωνε αδυναμία ή βλάβη που όμως δεν είχε καταγραφεί πουθενά.

Δεν ήθελα να ακούσω κατηγορούμενο να λέει μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου πως «κακώς έκανα το καθήκον μου, αν δεν το είχα κάνει, δεν θα είχα δώσει ούτε κατάθεση». Δεν ήθελα να μάθω πως αυτοί που έπρεπε να πάρουν αποφάσεις, ενώ γνώριζαν ότι οι άνθρωποί μας θα καιγόντουσαν ζωντανοί, την κρίσιμη στιγμή σιώπησαν.

Δεν ήθελα να μάθω ότι αξιωματικός πρότεινε σε συγγενείς θύματος, αφού τους ενημέρωσε ότι τους παρέδωσαν να κηδέψουν λάθος άνθρωπο, να πάρει δυο-τρεις πυροσβέστες και να ξεθάψουν βράδυ τη σορό για να μην το μάθει ο εισαγγελέας.

Δεν ήθελα να μάθω ότι η μη ανάληψη της ευθύνης επιβραβεύεται τόσο εξόφθαλμα από όλα τα επίπεδα εξουσίας, ούτε να είμαι εγώ αυτή που θα ντραπεί τις μάνες στο άκουσμα της απόφασης. Ακόμα και σε αυτό το νομικό πλαίσιο που ισχύει, δεν επιβλήθηκαν οι αυστηρότερες ποινές.

Δεν ήθελα να ακούσω πώς τελικά λογίζεται ο θάνατος και μάλιστα σε τιμή ευκαιρίας: 104 θύματα για λιγότερο από 40.000 ευρώ. Κυρίως, όμως, δεν ήθελα να το μάθουν τα παιδιά μας, αυτά για τα οποία έξι χρόνια αγωνιστήκαμε. Αυτά που σήμερα μας κοιτούν και γελούν ειρωνικά, κουνώντας το κεφάλι τους, πεπεισμένα πως τίποτα δεν αλλάζει. Γιατί μετά το Μάτι ήρθαν τα Τέμπη. Και γιατί μετά τα Τέμπη περιμένουν να έρθει το επόμενο.

Η κ. Κατερίνα Μαλά είναι κάτοικος Ματιού.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Kathimerini.gr

Ελλάδα: Τελευταία Ενημέρωση