Του Ανδρέα Ανδρέου
Αν κάνουμε μια στατική φωτογράφιση του πληθωρισμού, η Κυπριακή οικονομία τρέχει με ένα ετήσιο ρυθμό πληθωρισμού της τάξης του 8,6%. Την ίδια στιγμή η Ευρωζώνη τρέχει με ένα ετήσιο ρυθμό της τάξης του 10,6% και η ΕΕ με ένα μέσο ετήσιο ρυθμό 11,5%. Οι χώρες που βρίσκονται σε καλύτερη θέση από την χώρα μας είναι η Γαλλία, η Ισπανία, η Μάλτα και η Φινλανδία με διακύμανση από 7,1% μέχρι 8,4%, ενώ την ίδια στιγμή η Γερμανία είναι στο 11,6%, η Ολλανδία βρίσκεται στο 16,8% και η Ουγγαρία στο 21,9%, για να αναφέρουμε ενδεικτικά μόνο μερικές.
Αυτά τα επίπεδα πληθωρισμού είναι πολλαπλάσια από τον στόχο του 2% που θεωρείται επιθυμητός πληθωρισμός. Και παρόλο που ο πληθωρισμός στην Ευρώπη είναι πολύ διαφορετικός από τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ, εντούτοις η τακτική αντιμετώπισής του είναι παρόμοια. Στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός πηγάζει από πλευράς ζήτησης, ενώ στην Ευρώπη πηγάζει κυρίως από την πλευρά της προσφοράς. Το εργαλείο αντιμετώπισής του είναι η αύξηση στα επιτόκια σαν τρόπος να μειωθεί η οικονομική θερμοκρασία και να ξεφουσκώσουν τα επίπεδα τιμών, ρίχνοντας έτσι τον πληθωρισμό. Στις ΗΠΑ κάτι τέτοιο είναι πιο εύκολο να γίνει αντιληπτό. Στην Ευρώπη αν και όχι τόσο, εντούτοις μπορεί να γίνει κατανοητό ότι η προσπάθεια στοχεύει στην αποφυγή παγίωσης του ψηλού πληθωρισμού μέσω της δημιουργίας των ανάλογων προσδοκιών μεταξύ όλων των οικονομικών φορέων και παραγόντων. Σε κάθε περίπτωση περνά το μήνυμα ότι τα μέτρα είναι προσωρινά μέχρι να αντιστραφεί η ανοδική πορεία του πληθωρισμού και να επανέλθει σε τροχιά γύρω στο 2%.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που πρεσβεύει ο πληθωρισμός είναι η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των χρημάτων μας. Αυτοί που το νιώθουν πολύ περισσότερο είναι οι χαμηλόμισθοι και η μεσαία τάξη επειδή στην πλειοψηφία τους έχουν σταθερούς ονομαστικούς μισθούς και επομένως ο πληθωρισμός τους ροκανίζει την πραγματική αγοραστική τους δύναμη. Αυτοί που επίσης πλήττονται με τον ίδιο τρόπο είναι εκείνοι που έχουν καταθέσεις ή ρευστό. Άρα είναι σημαντικό να μειωθεί ο πληθωρισμός τάχιστα και να μην παγιωθεί αυτή η χασούρα.
Την ίδια στιγμή φυσικά υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος η οποία δεν προβάλλεται επαρκώς. Πιο συγκεκριμένα, ο πληθωρισμός ευνοεί τους δανειζόμενους επειδή η οφειλή προς τους δανειστές είναι ονομαστική, γεγονός που σημαίνει πως σε πραγματικούς όρους αποπληρώνονται πιο λίγα.
Λέμε για τις αυξήσεις στα επιτόκια και για το πόσο δυσχεραίνουν, τόσο τους δανειζόμενους όσο και τους μισθωτούς. Και είναι αλήθεια και κανένας δεν πρέπει να το αμφισβητεί. Είναι όμως ένα αναγκαίο κακό το οποίο είναι συνάμα και προσωρινό εφόσον σκοπός του είναι να αναχαιτίσει όσο πιο γρήγορα γίνεται τον πληθωρισμό. Από την άλλη, είναι εξίσου σημαντικό να αναγνωρίσουμε πως η αύξηση στα επιτόκια δεν είναι σε καμία περίπτωση ίση με την αύξηση στον πληθωρισμό · απλά ανακτά κάποιο ποσοστό του και σίγουρα τα σημερινά επίπεδα επιτοκίων εξακολουθούν να είναι πολύ πιο χαμηλά από αυτά που είχαμε στο πιο μακρινό παρελθόν.
Μιας και διάγουμε περίοδο εκλογών και ο πληθωρισμός και η ακρίβεια έπαιξαν κατά τη διάρκεια του προεκλογικού, καλό είναι να πούμε πως οι πλείστες πολιτικές που προβλήθηκαν ως αντιστάθμισμα του πληθωρισμού – βλέπε αύξηση και επέκταση ΑΤΑ – αν εφαρμοστούν εξυπηρετούν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα εφόσον θα καταλήξουν χωρίς καμία αμφιβολία σε ανατροφοδότηση του πληθωρισμού μέσω της αύξησης του κόστους.
Οι μόνες πολιτικές που μπορούν να έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα είναι αυτές που αυξάνουν το διαθέσιμο εισόδημα της μεγαλύτερης μάζας των μισθωτών και των μικρομεσαίων επαγγελματιών. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με ελάφρυνση του φορολογικού τους βάρους. Δηλαδή το χάσιμο της αγοραστικής δύναμης του μισθού τους να αντισταθμιστεί με αύξηση στο διαθέσιμό τους εισόδημα. Αυτό δεν επιβαρύνει το κόστος και διοχετεύει το επιπλέον εισόδημα στη διατήρηση ενός πιο επιθυμητού επιπέδου διαβίωσης. Άρα υπάρχει ανάγκη κάτι τέτοιο να εφαρμοστεί άμεσα.
Πώς αναμένουμε να επηρεαστεί η αγορά των ακινήτων από τις αυξήσεις των επιτοκίων:
Αν παρ’ ελπίδα ο πληθωρισμός και η αύξηση στα επιτόκια παγιωθούν τότε θα αναμένουμε συρρίκνωση της αγοράς των ακινήτων στο μερίδιο της αγοράς που κινείται με δανεισμό. Ψηλότερα επιτόκια σημαίνει μικρότερη ζήτηση για δάνεια και άρα μικρότερη ζήτηση για αγορά ακινήτων. Παράλληλα, ψηλότερα επιτόκια σημαίνει και συρρίκνωση της προσφοράς καθώς λιγότεροι θα έχουν τη δυνατότητα να κτίζουν. Αυτή δεν είναι όμως όλη η ιστορία. Υπάρχει και εκείνο το μερίδιο αγοράς το οποίο κινείται με ίδια κεφάλαια. Αυτή η κατηγορία θα αυξάνει τη ζήτησή της για αγορά ακινήτων ως μέτρο προστασίας έναντι του πληθωρισμού. Το φαινόμενο ήταν μια από τις κύριες κινητήριες δυνάμεις της αγοράς κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022. Άρα το τελικό αποτέλεσμα της συρρίκνωσης ή επέκτασης της αγοράς ακινήτων θα είναι η διαφορά των δύο αντίθετων τάσεων.
Προσωπική μου άποψη είναι πως η πολιτική της αύξησης των επιτοκίων είναι προσωρινή και παροδική. Η αύξηση στον πληθωρισμό θα αντιστραφεί και άρα δεν θα υπάρχει ανάγκη διατήρησης των ψηλότερων επιτοκίων. Φυσικά αυτό δεν θα συμβεί άμεσα αλλά μάλλον θα αρχίσουμε να το βλέπουμε στο δεύτερο μισό του έτους. Συνεπώς αναμένω να δω ελαφριά μείωση σε νέο δανεισμό με μικρή αντανάκλαση τόσο στην προσφορά όσο και στη ζήτηση, αλλά αναμένω να δω και συνέχιση της ροής ιδίων κεφαλαίων προς επενδύσεις σε ακίνητη ιδιοκτησία στο μοτίβο του 2022.
Φυσικά όλα θα κριθούν και από το ποιος θα εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας επειδή οι πολιτικές του θα καθορίσουν άμεσα τις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας τόσο σε μικροοικονομικό όσο και σε μακροοικονομικό επίπεδο. Οι επενδύσεις σε ακίνητη ιδιοκτησία δεν είναι πρόσκαιρες, ούτε και έχουν βραχύ ορίζοντα. Άρα αν δεν υπάρξει το απαιτούμενο σταθερό και φιλικό προς τις επενδύσεις περιβάλλον θα υπάρξει φυγή κεφαλαίων προς άλλες κατευθύνσεις εκτός Κύπρου.