Kathimerini.gr
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Θα αποδειχθεί η θριαμβευτική επικράτηση του υποψηφίου της αντιπολίτευσης Εκρέμ Ιμάμογλου στις επαναληπτικές δημοτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης αρχή του τέλους για την εποχή Ερντογάν; Οσοι παρακολουθούν προσεκτικά τις εξελίξεις στη γείτονα έχουν ισχυρούς λόγους να είναι επιφυλακτικοί, ενθυμούμενοι ότι η «αρχή του τέλους» έχει αναγγελθεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια, για να διαψευσθεί ισάριθμες.
Τον Απρίλιο του 2007, η εξουσία του Ερντογάν φαινόταν εύθραυστη, καθώς ένα εκατομμύριο πολίτες κατέβαινε στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και άλλοι τόσοι στη Σμύρνη, χρεώνοντας στον τότε πρωθυπουργό προσπάθεια εξισλαμισμού του λαϊκού κράτους. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, το ισλαμικό κόμμα ΑΚΡ του Ερντογάν κέρδιζε τις βουλευτικές εκλογές με το πειστικό 47%.
Το κίνημα πολιτών στο Γκεζί Παρκ της Κωνσταντινούπολης, στα τέλη Μαΐου του 2013, πυροδότησε κοινωνικές εξεγέρσεις σε αρκετές πόλεις, που άφησαν πίσω τους 22 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, οι διωκτικές αρχές έβαλαν στο στόχαστρο στενούς συγγενείς του Ερντογάν, γεγονός που τον ώθησε σε ρήξη με το ισλαμικό δίκτυο του Φετουλάχ Γκιουλέν, που μέχρι τότε τον υποστήριζε. Στους απολογισμούς της χρονιάς, ο Ερντογάν εμφανιζόταν σαν ηγέτης σε αποδρομή. Τον επόμενο χρόνο, όμως, κατάφερε να αναδειχθεί πρόεδρος της Δημοκρατίας από τον πρώτο γύρο, αποσπώντας το 52% των ψήφων.
Ακολούθησε η ψυχρολουσία των βουλευτικών εκλογών, τον Ιούνιο του 2015, όταν το ΑΚΡ υποχώρησε στο 41%, χάνοντας την αυτοδυναμία. Ωστόσο, ο Ερντογάν προκάλεσε πρόωρες εκλογές τον Νοέμβριο όπου, εκμεταλλευόμενος την ανάφλεξη του Κουρδικού, πέτυχε σαρωτική νίκη με ποσοστό 49,5%. Τον επόμενο χρόνο εκμεταλλεύθηκε το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου για να οικοδομήσει συμμαχία με το εθνικιστικό ΜΗΡ, κάτι που του επέτρεψε να αλλάξει το σύνταγμα, να εκλεγεί πρόεδρος-σουλτάνος και να κερδίσει τις βουλευτικές εκλογές του 2018 με 54%.
Τα συμπεράσματα είναι προφανή. Εδώ και κάμποσα χρόνια, ο Ερντογάν κρατάει την εξουσία σε μια διχασμένη κοινωνία, όπου οι μισοί τον εμπιστεύονται και οι μισοί τον απεχθάνονται. Αν το κατάφερε, ήταν για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί είχε την ικανότητα να προχωράει σε θεαματικές αλλαγές προσώπων, πολιτικών και συμμαχιών, ανάλογα με τη συγκυρία. Δεύτερον και το κυριότερο, γιατί το άλλο στρατόπεδο, της αντιπολίτευσης, ήταν μονίμως διασπασμένο, με το τεκτονικό ρήγμα μεταξύ Κεμαλιστών και Κούρδων να παίζει καθοριστικό ρόλο.
Τούτη τη φορά, η εικόνα διαγράφεται πολύ διαφορετική. Στο πρόσωπο του Ιμάμογλου, η αντιπολίτευση βρήκε τον δικό της αντι-Ερντογάν: έναν πολιτικό που ξεφεύγει από τα στενά όρια του Κεμαλισμού και ενώνει γύρω του το σύνολο της αντιπολίτευσης, από το αριστερό-φιλοκουρδικό HDP μέχρι το ακροδεξιό-υπερεθνικιστικό iYi (κάτι που προσπερνούν όσοι βιάστηκαν να πανηγυρίσουν τη νίκη του σαν αυτονόητα ευνοϊκή για την Ελλάδα). Είναι ενδεικτικό ότι ο Ιμάμογλου νίκησε σε 29 από τα 39 διαμερίσματα της Κωνσταντινούπολης, αφού άλωσε ακόμη και παραδοσιακά προπύργια του ΑΚΡ, όπως το Φατίχ, η ισλαμική καρδιά της Πόλης, το Πέραν, γενέτειρα του Ερντογάν, και το Σκούταρι, όπου κατοικεί ο Τούρκος πρόεδρος.
Ο Ταγίπ Ερντογάν χαιρετά τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του AKP, δύο ημέρες μετά την ήττα της Κωνσταντινούπολης. Το βλέμμα μιλάει από μόνο του...
Θα ήταν πολύ απλοϊκό, βέβαια, να αναγάγει κανείς τα πάντα στον «χαρισματικό Ιμάμογλου». Υπήρχαν άλλοι, καίριοι παράγοντες που διαμόρφωσαν μια πολύ αρνητική συγκυρία για τον Ερντογάν και καλούσαν κάποιον Ιμάμογλου επί σκηνής: η επίμονη οικονομική ύφεση και η εντεινόμενη κοινωνική δυσφορία· ο μεγαλοϊδεατισμός στην εξωτερική πολιτική, που έφερε τον Ερντογάν σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. και ίσως πάνω απ’ όλα, η αλαζονεία ενός ηγέτη που έχει πιστέψει ότι είναι ανίκητος και ότι όλα του επιτρέπονται. Η απόφασή του να αμφισβητήσει τη νίκη του Ιμάμογλου στις εκλογές της 31ης Μαρτίου ήταν το μεγαλύτερο λάθος της 25χρονης πολιτικής του καριέρας. Αυτό που κατάφερε ήταν να μετατρέψει μια οριακή διαφορά 13.000 ψήφων στην άβυσσο των 800.000 κι έναν ενοχλητικό αλλά αμφισβητούμενο δήμαρχο σε εθνικό πολιτικό ηγέτη.
Είναι αλήθεια ότι ο Ερντογάν δεν έχει να αντιμετωπίσει εκλογές έως το 2023. Ωστόσο οι εξελίξεις μπορεί να επιταχυνθούν. Από καιρό φημολογείται ότι ηγετικά στελέχη του ΑΚΡ που περιθωριοποιήθηκαν από τον Ερντογάν, όπως ο πρώην πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ, ο πρώην πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου και ο πρώην υπουργός Οικονομικών Αλί Μπαμπατσάν, σκέφτονται να δημιουργήσουν νέο κεντροδεξιό κόμμα. Οι τελευταίες πληροφορίες της «Τζουμχουριέτ» αναφέρουν ότι ο Μπαμπατζάν θα προχωρήσει σε αυτή την κίνηση τον Σεπτέμβριο παίρνοντας μαζί του 30 βουλευτές, με την υποστήριξη του Γκιουλ. Ανοιχτό ερώτημα παραμένει η στάση του Νταβούτογλου λόγω των κακών σχέσεών του με τον Μπαμπατζάν.
Οι δύο δρόμοι
Με τους τοίχους να κλείνουν γύρω του, ο Ερντογάν έχει δύο δρόμους. Ο πρώτος θα ήταν να θυσιάσει κυβερνητικά στελέχη που χρεώνονται επιζήμιες επιλογές –όπως ο γαμπρός του και υπουργός Οικονομικών Μπεράτ Αλμπαϊράκ και ο σκληροπυρηνικός υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού–, να σταματήσει τους διωγμούς πολιτικών αντιπάλων και να ρίξει γέφυρες στην αντιπολίτευση. Παράλληλα, να επιδιώξει συμφιλίωση με τις ΗΠΑ, ακυρώνοντας την αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400 και επιδιώκοντας τη σταθεροποίηση της τουρκικής οικονομίας, που κινδυνεύει άμεσα να οδηγηθεί σε κρίση χρέους και πολιτικά καταστροφικό πρόγραμμα δανεισμού από το ΔΝΤ.
Μια τέτοια θεαματική στροφή θα επέφερε, βέβαια, έντονους κλυδωνισμούς και βαρύ πολιτικό τίμημα για τον Ερντογάν. Η εναλλακτική λύση θα ήταν μια άκρως ριψοκίνδυνη φυγή προς τα εμπρός: ενίσχυση του αυταρχισμού στο εσωτερικό, οριστική ρήξη με τις ΗΠΑ και επικίνδυνες περιπέτειες στο εξωτερικό. Αλλά κάτι τέτοιο θα επέφερε άμεσα επώδυνες οικονομικές κυρώσεις από τη Δύση, κάτι που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγούσε την ήδη πάσχουσα τουρκική οικονομία στα Τάρταρα. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα...
Η συνάντηση Tραμπ - Ερντογάν
Η χθεσινή συνάντηση Τραμπ - Ερντογάν στην Οσάκα, στο περιθώριο του G20, είχε χαρακτηριστεί ως η τελευταία ευκαιρία να αποτραπεί η ρήξη μεταξύ των δύο ΝΑΤΟϊκών συμμάχων με αφορμή τους ρωσικούς πυραύλους S-400. Ο Αμερικανός πρόεδρος εκθείασε τη «στρατηγική συνεργασία» με την Τουρκία, μάλιστα την εμφάνισε «αδικημένη» από την κυβέρνηση Ομπάμα, η οποία δεν την εφοδίασε με αμερικανικούς πυραύλους Patriot, ωθώντας την προς τη Μόσχα. Ωστόσο κράτησε ανοιχτή την προοπτική επιβολής κυρώσεων στην Άγκυρα, αν και έσπευσε να προσθέσει ότι «αυτό είναι ένας δρόμος διπλής κατεύθυνσης». Ελλείψει πληροφόρησης για το τι διημείφθη πίσω από τις κλειστές πόρτες, είμαστε υποχρεωμένοι να περιμένουμε τις αμέσως προσεχείς ημέρες για να δούμε την επίδραση της χθεσινής συνάντησης. Πάντως ο Ταγίπ Ερντογάν φρόντισε να συναντηθεί στην Οσάκα και με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, επιβεβαιώνοντας για μία ακόμη φορά ότι η αγορά των S-400 έχει κλείσει οριστικά και ότι η παραλαβή τους θα αρχίσει εντός Ιουλίου.