Γιάννης Παλαιολόγος
Ο Ντόναλντ Τραμπ, λοιπόν, θα είναι ο 47ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Επικράτησε σε όλα τις (επτά) αμφίρροπες πολιτείες και έγινε ο πρώτος Ρεπουμπλικανός που κερδίζει τη λαϊκή ψήφο από το 2004. Οι Δημοκρατικοί βρίσκονται στα πρώτα στάδια του πένθους και του εσωκομματικού σπαραγμού για τα αίτια της ήττας. Και ο κόσμος προετοιμάζεται για μία τετραετία κατά την οποία οι παλιές γεωπολιτικές βεβαιότητες θα καταρρεύσουν και μία απρόβλεπτη, ενδεχομένως τρομακτική νέα πραγματικότητα θα εδραιωθεί.
Στις προσεχείς εβδομάδες, με ένα νέο newsletter, θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε αυτή τη νέα διεθνή πραγματικότητα που θα διαμορφωθεί κατά τη δεύτερη θητεία Τραμπ – καθώς και τις αλλαγές στο αμερικανικό σύστημα που θα επιφέρει ο επανεκλεγείς μεγιστάνας, γνωστός για την περιφρόνησή του για τα θεσμικά αντίβαρα και τη δίψα του για εκδίκηση εις βάρος των πολιτικών του αντιπάλων. Στη σημερινή, τελική έκδοση του «270», θα αναψηλαφήσουμε το αποτέλεσμα, θα εξετάσουμε τα δημογραφικά δεδομένα της ψήφου και τους λόγους για τους οποίους ένας – με συμβατικούς όρους– τόσο αμφιλεγόμενος υποψήφιος πέτυχε αυτήν την ιστορική επάνοδο στην εξουσία.
HIGHLIGHTS
→ Οι βασικοί αριθμοί. Ο Τραμπ συγκέντρωσε 312 ψήφους στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων, έναντι 226 για την Κάμαλα Χάρις. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της καταμέτρησης (ενσωμάτωση 95,8%), κερδίζει τη λαϊκή ψήφο με 50,2-48,1%, ή περίπου 3,1 εκατομμύρια ψήφους. Βάσει των προβλέψεων για το τελικό αποτέλεσμα, αυτή η διαφορά θα συρρικνωθεί περίπου στις 1,4 μονάδες.
Ως μέτρο σύγκρισης, η νίκη του Μπάιντεν το 2020 ήταν πολύ πιο άνετη στη λαϊκή ψήφο (51,3-46,9% ή περίπου 7 εκατομμύρια ψήφοι), αν και στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων η διαφορά ήταν οριακά μικρότερη (306-232). Στις τρεις αμφίρροπες πολιτείες του Βορρά (Πενσιλβάνια, Μίσιγκαν, Ουισκόνσιν) που χρειαζόταν η Χάρις για να επικρατήσει, έχασε για δύο, 1,4 και 0,9 μονάδες αντίστοιχα. Πρόκειται, συνεπώς, για μία ξεκάθαρη νίκη – αλλά επ’ ουδενί όχι για συντριβή.
Ο απόλυτος αριθμός των ψήφων αναμένεται να κυμανθεί λίγο πάνω από τα 156 εκατομμύρια, λίγο χαμηλότερος από τα 158,4 εκατομμύρια που ψήφισαν το 2020.
→ Ενας ευρύτερος συνασπισμός. Αν το 2016, που κέρδισε με οριακή διαφορά στις τρεις προαναφερθείσες πολιτείες που συνιστούν τον «Μπλε Τοίχο» και χάνοντας τη λαϊκή ψήφο, μπορούσε ο Τραμπ να χαρακτηριστεί «πρόεδρος από ατύχημα» και εκπρόσωπος αποκλειστικά των αγανακτισμένων, φτωχότερων λευκών, αυτό δεν ισχύει πλέον. Σύμφωνα με το exit poll του CNN, πέτυχε την καλύτερη επίδοση Ρεπουμπλικανού προεδρικού υποψηφίου μεταξύ των ισπανόφωνων ψηφοφόρων, λαμβάνοντας το 46% των ψήφων τους έναντι 52% για τη Χάρις (το προηγούμενο υψηλό του κόμματος το είχε πετύχει ο Τζορτζ Ουόκερ Μπους το 2004, με 44%, και το εύρημα αυτό ενδεχομένως ήταν προϊόν υπερεκτίμησης). O Μπάιντεν είχε κερδίσει σε αυτή τη δημογραφική ομάδα το 2020 με διπλάσια διαφορά (65-32%). Ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος, μάλιστα, ήλθε πρώτος στις προτιμήσεις των ισπανόφωνων ανδρών, με διαφορά 12 μονάδων – ενώ ήταν 23 μονάδες πίσω από τον Μπάιντεν το 2020.
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος βελτίωσε τα ποσοστά του και μεταξύ των μαύρων ψηφοφόρων σε σχέση με το 2020. Σύμφωνα με το AP VoteCast, την έρευνα με τη συμμετοχή 120.000 ψηφοφόρων στις 50 πολιτείες του Associated Press για τις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος, έλαβε το 16% των ψήφων των μαύρων, έναντι 83% για τη Χάρις (απέναντι στον Μπάιντεν είχε λάβει μόνο το 8%, έναντι 91% για τον αντίπαλό του). Η μείωση της ψαλίδας προήλθε χάρη στην υποστήριξή του από τους μαύρους άνδρες, ειδικά νεότερης ηλικίας (περίπου 3 στους 10 μαύρους άνδρες κάτω των 45 ετών ψήφισε Τραμπ, διπλάσιο από το ποσοστό που έλαβε το 2020).
Ο Τραμπ επίσης (βάσει του AP VoteCast) διεύρυνε τη διαφορά υπέρ του μεταξύ των ψηφοφόρων χωρίς πανεπιστημιακά πτυχία (από 6 μονάδες έναντι του Μπάιντεν σε 12 φέτος). Σε αντίθεση με το 2020, η πλειοψηφία των ατόμων με ετήσιο εισόδημα κάτω από 50.000 δολάρια ψήφισε τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο· μεταξύ των ατόμων με εισόδημα πάνω από 100.000 δολάρια, επικράτησε η Χάρις.
→ Κέρδη ανά την επικράτεια. Παρότι δεν υπήρξαν πολιτείες-έκπληξη, που θεωρούνταν ασφαλείς για το ένα ή το άλλο στρατόπεδο αλλά ψήφισαν διαφορετικά, ήταν εντυπωσιακή η αύξηση του ποσοστού του Τραμπ σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της χώρας. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη ήταν η επίδοσή του σε σειρά βαθυγάλαζων πολιτειών.
Στη γενέτειρά του, τη Νέα Υόρκη, για παράδειγμα, έχασε με μόλις 12 μονάδες, έναντι 23 το 2020. Στο γειτονικό Νιου Τζέρσεϊ, όπου έχασε με 16 μονάδες το 2020, η διαφορά με τη Χάρις ήταν κάτω από 6 μονάδες. Στη Βιρτζίνια, αντιστοίχως, το περιθώριο νίκης των Δημοκρατικών μειώθηκε στο μισό, από τις δέκα στις πέντε μονάδες. Ακόμα και στην Καλιφόρνια, γενέτειρα της Χάρις, η διαφορά έχει μειωθεί σημαντικά (από 29 μονάδες το 2020 δείχνει να κλείνει οριακά πάνω από τις 20 φέτος).
Εντυπωσιακά είναι και τα αποτελέσματα που πέτυχε ο Τραμπ στις ισπανόφωνες κομητείες κοντά στα σύνορα με το Μεξικό. Η κομητεία Σταρ, κοντά στο νότιο άκρο του Τέξας, για παράδειγμα (με πληθυσμό 97% ισπανόφωνο), είχε να βαφτεί κόκκινη από το 1892. Η Χίλαρι Κλίντον κέρδισε εκεί το 2016 με 60 μονάδες διαφορά. Φέτος, ο Τραμπ την άλωσε, με 58% έναντι 42% για τη Χάρις.
Πηγή: The New York Times
Λίγο πιο βόρεια, στην επίσης συνοριακή κομητεία Γουεμπ, όπου το περιθώριο νίκης της Κλίντον το 2016 ήταν 52 μονάδες, το αποτέλεσμα της 5ης Νοεμβρίου ήταν 51-49% υπέρ των Ρεπουμπλικανών. Σχεδόν εξίσου μεγάλα swings υπέρ του Τραμπ σε σύγκριση με το 2016 σημειώθηκαν σε άλλες συνοριακές κομητείες του Τέξας, αναδεικνύοντας τον βαθμό στον οποίο είχε απήχηση το μήνυμά του κατά της παράνομης μετανάστευσης και η κριτική για τη διαχείριση του ζητήματος από τον απερχόμενο πρόεδρο.
Ενα άλλο μέρος όπου καταγράφηκε θεαματική μεταστροφή σε σύγκριση ακόμα και με πριν από τέσσερα χρόνια ήταν το Ντίαρμπορν του Μίσιγκαν, η πόλη με τον μεγαλύτερο πληθυσμό Αμερικανών αραβικής καταγωγής σε όλη τη χώρα. Το 2020, ο Τζο Μπάιντεν είχε θριαμβεύσει στην πόλη, έδρα της Ford, με 39 μονάδες. Φέτος, εξαιτίας του πολέμου στη Μέση Ανατολή και της οργής που έχει προκαλέσει στον αραβικό και μουσουλμανικό πληθυσμό της περιοχής, το Ντίαρμπορν ψήφισε Τραμπ (έλαβε 42% έναντι 36% για τη Χάρις, με την Τζιλ Στάιν των Πρασίνων να φτάνει το –εξαιρετικά υψηλό για τα δεδομένα της– 18%).
→ Απόλυτος κυρίαρχος. Ως 47ος πρόεδρος, ο Ντόναλντ Τραμπ θα έχει πολύ μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, τουλάχιστον στην πρώτη του διετία, από ό,τι είχε πριν από οκτώ χρόνια. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο εύρος της νίκης του. Σε αντίθεση με το 2017, όταν, έκπληκτος από την επικράτησή του και απροετοίμαστος για τον Λευκό Οίκο, περιστοιχίστηκε από πολλά στελέχη του παλαιού Ρεπουμπλικανικού κατεστημένου, ο Τραμπ εισέρχεται στη νέα του θητεία με τους δικούς του ανθρώπους, που επιλέγονται με γνώμονα την προσωπική τους αφοσίωση σε αυτόν. Οπως και το 2017-9, το κόμμα του θα έχει τον έλεγχο (πιθανότατα) και των δύο σωμάτων του Κογκρέσου (μένει να επιβεβαιωθεί επισήμως για τη Βουλή). Στο Ανώτατο Δικαστήριο, οι συντηρητικοί έχουν πλειοψηφία 6-3, συμπεριλαμβανομένων τριών δικαστών που ο ίδιος ο Τραμπ διόρισε – και έχει επιδείξει τη διάθεσή του να τον εξυπηρετήσει. Και τα παραδοσιακά ΜΜΕ, που έχουν χάσει την εμπιστοσύνη μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος, δεν δείχνουν ικανά σε αυτή τη φάση να τον ελέγξουν.
→ Το μεγαλύτερο λάθος. Η Κάμαλα Χάρις, κατά γενική ομολογία, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Ελαβε το χρίσμα στα τέλη Ιουλίου, πρόλαβε να οργανώσει ένα επιτυχημένο συνέδριο, νίκησε κατά κράτος τον Τραμπ στο ένα και μοναδικό τους ντιμπέιτ και –ίσως σημαντικότερο όλων– αναπτέρωσε το ηθικό των προοδευτικών ψηφοφόρων, που είχαν απελπιστεί με την προοπτική να είναι υποψήφιός τους ο Τζο Μπάιντεν.
Το βαρίδι που δεν μπόρεσε να αποτινάξει, ωστόσο, ήταν αυτή η ακριβώς η σχέση: είναι αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, η υπ’ αριθμόν 2 αξιωματούχος σε μία κυβέρνηση ο επικεφαλής της οποίας έχει ποσοστά επιδοκιμασίας κάτω από 40%, με σχεδόν 3 στους 4 Αμερικανούς να θεωρούν ότι η χώρα κινείται στη λάθος κατεύθυνση. Η Χάρις προσπάθησε να προβάλει τον εαυτό της ως εκπρόσωπο της νέας γενιάς ηγεσίας που αναζητά η Αμερική, αφήνοντας πίσω τον 81χρονο πρόεδρο αλλά και τον 78χρονο Ρεπουμπλικανό υποψήφιο, αλλά δεν τα κατάφερε.
O Τζο Μπάιντεν και η Καμάλα Χάρις. Φωτογραφία: Reuters
Εμβληματική της αποτυχίας της να πάρει τα σκήπτρα της αλλαγής ήταν η απάντησή της στην τηλεοπτική εκπομπή «The View» στις 8 Οκτωβρίου, όταν ρωτήθηκε τι θα έκανε διαφορετικά από τον Μπάιντεν σχετικά με τα πεπραγμένα του ως προέδρου. «Δεν έχω κάτι στο νου μου», είπε. Το στρατόπεδο Τραμπ άδραξε την ευκαιρία και χρησιμοποίησε τα λόγια της ως απόδειξη ότι μία προεδρία Χάρις θα ήταν απλά η συνέχεια αυτής του Μπάιντεν. Και ένα mea culpa εδώ: μέσα στον ορυμαγδό των προεκλογικών εξελίξεων, χάσαμε τη σημασία του συγκεκριμένου στιγμιότυπου. Υπόσχομαι την επόμενη φορά να είμαι πιο προσεκτικός.
→ Η πιο αποτελεσματική διαφήμιση. Το τέλος της εκλογικής περιόδου ήταν πηγή ανακούφισης για πολλούς Αμερικανούς –ειδικά όσους ζουν στις αμφίρροπες πολιτείες– γιατί συνοδεύτηκε από την κατάπαυση πυρός στον ανηλεή διαφημιστικό πόλεμο των δισεκατομμυρίων που διεξαγόταν σε κάθε διάλειμμα κάθε τηλεοπτικής εκπομπής για μήνες. Οι περισσότερες από αυτές τις διαφημίσεις ήταν παντελώς αδιάφορες· κάποιες πέτυχαν λιγότερο ή περισσότερο τον στόχο τους.
Μία όμως φαίνεται να έκανε πραγματικά τη διαφορά: ήταν η διαφήμιση της εκστρατείας Τραμπ για τις εγχειρήσεις αλλαγής φύλου στις φυλακές – και η υποστήριξη για αυτήν την πολιτική της Κάμαλα Χάρις (σε δηλώσεις από το 2019). Η συγκεκριμένη διαφήμιση (tagline: «Kamala is for Them/They. President Trump is for you») φάνηκε από τις εσωτερικές δημοσκοπήσεις της εκστρατείας ότι ήταν πειστική. «Μετακινούσε τους αριθμούς, ειδικά στις τάξεις του κοινού που ήταν ανοιχτό να μεταπειστεί, γιατί ανέφερε την παρουσία αγοριών σε γυναικεία σπορ», είπε στη Wall Street Journal ο συνεπικεφαλής του επιτελείου Τραμπ, Κρις ΛαΣιβίτα. «Οι Δημοκρατικοί μετέτρεψαν αυτό το ζήτημα στην κορυφαία μάχη για την κουλτούρα της χώρας τα τελευταία πέντε χρόνια. Με αυτήν την εκστρατεία το τελειώσαμε».
Το στρατόπεδο Τραμπ δαπάνησε αφειδώς (37 εκατ. δολάρια) για διαφημίσεις που εστίαζαν στο ζήτημα των δικαιωμάτων των διεμφυλικών. Περίπου μία στις πέντε που έβγαλαν στον αέρα το τελευταίο δίμηνο πριν από τις εκλογές αφορούσε αυτό το θέμα. Η πλευρά της Χάρις δεν απάντησε έγκαιρα ή δυναμικά επ’ αυτού, κάτι για το οποίο δέχεται κριτική στον απόηχο της ήττας.
Σύμφωνα με το AP VoteCast, οι μισοί Αμερικανοί ψηφοφόροι –και 8 στους 10 ψηφοφόρους του Τραμπ– θεωρούν ότι η προώθηση των δικαιωμάτων των διεμφυλικών από το κράτος και την κοινωνία έχει ξεφύγει από τα όρια.
→ Η οικονομία (ξανά), ηλίθιε. Το πιο σημαντικό ζήτημα που διακυβευόταν στις εκλογές, πάντα σύμφωνα με την ευρείας κλίμακας έρευνα του AP, ήταν η οικονομία και οι θέσεις εργασίας: 4 στους 10 είχαν αυτό ως πρώτη προτεραιότητα, έναντι 1 στους 10 που έθετε πρώτο στην ιεραρχία το ζήτημα των αμβλώσεων. Εξ αυτών για τους οποίους η οικονομία ήταν το πιο κρίσιμο ζήτημα, περίπου 3 στους 5 ψήφισαν Τραμπ.
Ειδικά μεταξύ των ψηφοφόρων για τους οποίους ο πληθωρισμός ήταν το βασικό ζήτημα, η υποστήριξη για τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο ήταν σχεδόν διπλάσια από αυτήν για τη Χάρις. Σημειώνεται ότι η αθροιστική αύξηση των τιμών κατά την τετραετία από τον Ιανουάριο του 2021 ως τον περασμένο Σεπτέμβριο κυμάνθηκε μεταξύ 17-22% στις επτά αμφίρροπες πολιτείες, ενώ τα πιο φθηνά είδη ακρίβυναν ακόμα περισσότερο, συμβάλλοντας στην αίσθηση των πιο ευάλωτων νοικοκυριών ότι, παρά την οικονομική ανάκαμψη, η ζωή γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη.
→ Οι Δημοκρατικοί στα μαχαίρια. Στο στρατόπεδο των ηττημένων, ύστερα από λίγες ώρες που χρειάστηκε για να περάσει το αρχικό σοκ, ξεκίνησε η εσωκομματική σφαγή. Το έναυσμα έδωσε ο (επισήμως ανεξάρτητος, αλλά πρώην υποψήφιος για το προεδρικό χρίσμα του κόμματος), γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς, που ανακοίνωσε ότι οι Δημοκρατικοί έχασαν γιατί έχουν «εγκαταλείψει την εργατική τάξη». Ο Σάντερς εισέπραξε την επίπληξη της Νάνσι Πελόσι, όπως και άλλων υψηλόβαθμων στελεχών του κόμματος, που υπερασπίστηκαν την προοδευτική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Αλλοι αναλυτές, προσκείμενοι στους Δημοκρατικούς ή απλά θανάσιμοι εχθροί του Τραμπ, εστίασαν στο ισχυρό δίκτυο παραπληροφόρησης και προπαγάνδας που έχει οικοδομήσει η αμερικανική Δεξιά. Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, τα δεξιά μέσα ενημέρωσης από το Fox News ως τo Χ, το δίκτυο χριστιανικού ραδιοφώνου και τα podcast του Τζο Ρόγκαν, θέτουν την ειδησεογραφική ατζέντα πλέον στις Ηνωμένες Πολιτείες – και οι προοδευτικοί με βαθιές τσέπες πρέπει να ενεργοποιηθούν για να αποκατασταθεί η ισορροπία.
Και υπήρξαν –και συνεχίζουν να παράγονται– πολλές άλλες διαγνώσεις: φταίει ο Μπάιντεν που δεν αποσύρθηκε νωρίτερα· φταίει η Χάρις και τα λάθη της εκστρατείας της· φταίει η αδιαφορία των Δημοκρατικών για την κρίση στα σύνορα, η επιρροή της woke ιδεολογίας, ο εφησυχασμός που προκάλεσε το αποτέλεσμα των ενδιάμεσων εκλογών του 2022, ο έμφυτος ρατσισμός και σεξισμός μέρους του εκλογικού σώματος, κ.ο.κ.
Η ενδοσκόπηση, φυσικά, είναι απαραίτητη. Μένει να φανεί αν θα οδηγήσει σε χρήσιμα συμπεράσματα που θα δώσουν στο κόμμα τα εφόδια να επανέλθει δυναμικά και να ανακτήσει τον έλεγχο του Κογκρέσου στις ενδιάμεσες εκλογές του 2026, ή αν θα μετατραπεί σε παρατεταμένη εσωστρέφεια που θα επιτρέψει στον Τραμπ να εδραιώσει την κυριαρχία του.
→ Νέα εποχή; Το εύρος –γεωγραφικό και δημογραφικό– της μετακίνησης του εκλογικού σώματος προς τον Τραμπ έχει δώσει έναυσμα στη συζήτηση για το αν η αναμέτρηση του 2024 θα αποτελέσει ορόσημο αλλαγής εκλογικής συμπεριφοράς. Ο επίσημος όρος είναι «realignment election» – «εκλογές επανευθυγράμμισης» στην άτσαλη ελληνική μετάφραση. Τέτοιες εκλογές –η νίκη του Μακίνλεϊ το 1896, η πρώτη του FDR το 1932, αυτή του Νίξον το 1968– δεν συμβαίνουν συχνά. Χαρακτηρίζονται από αναδιάταξη των τάσεων των ψηφοφόρων που αποδεικνύεται ανθεκτική στον χρόνο και που αλλάζει τον εκλογικό χάρτη.
Τρία πράγματα μπορούμε να πούμε σε αυτή τη φάση επ’ αυτού: πρώτον, δεν θα ξέρουμε αν πρόκειται για realignment αν δεν δούμε τις νέες αυτές τάσεις να γίνονται αισθητές σε μελλοντικές εκλογικές αναμετρήσεις. Το αποτέλεσμα του 2024 μπορεί να οφείλεται στους κλασικούς παράγοντες που έχουν οδηγήσει στην ήττα τους υποψήφιους του κόμματος που ελέγχει τον Λευκό Οίκο: δυσαρέσκεια με τα πεπραγμένα του προέδρου, απαισιοδοξία για την πορεία της χώρας.
Δεύτερον, αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά τη σημαντική αύξηση των ποσοστών του σε πολλές γαλάζιες πολιτείες, ο Τραμπ δεν μπόρεσε να κερδίσει σε κάποια από αυτές. Αν το 2028, οι Ρεπουμπλικανοί δείξουν την ίδια αυξημένη επιρροή μεταξύ των ψηφοφόρων της ισπανόφωνης εργατικής τάξης και των νέων μαύρων και παράλληλα μπορέσουν να κοκκινίσουν το Νιου Τζέρσεϊ, τη Μινεσότα ή τη Βιρτζίνια, αυτό θα είναι ένα ισχυρό σήμα επανευθυγράμμισης.
Αυτό μας οδηγεί στο τρίτο σημείο: μπορούν οι Ρεπουμπλικανοί χωρίς τον Τραμπ να το πετύχουν; Ή το αποτέλεσμα του 2024 συνδέεται με τα ειδικά χαρακτηριστικά ενός sui generis υποψηφίου, ενός χαρισματικού, ιδεολογικά ευέλικτου δημαγωγού που εξ ορισμού δύσκολα μπορεί να βρεθεί όμοιός του;
Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ταραχώδη και ανατρεπτικά, θα δώσουν πολλές ενδείξεις σχετικά με αυτό, σχετικά με τη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων στις μέρες του ώριμου τραμπισμού, σχετικά με την ανθεκτικότητα του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, και άλλα πολλά. Θα είμαστε εδώ για να τα καλύψουμε.