Kathimerini.gr
«Η παράσταση ξεκινά στις 10», μας είπε ο Κλαούντιο το βράδυ της άφιξής μας στην απομακρυσμένη παραθαλάσσια πόλη Χιμπάρα (Gibara), στη βορειοανατολική Κούβα. Ήμασταν κάτι σαν κυνηγοί κουβανέζικης μουσικής και επί μία εβδομάδα μάς συνέβαινε το ίδιο πράγμα: μας έλεγαν ότι η συναυλία ξεκινά την τάδε ώρα και καταλήγαμε να περιμένουμε άπραγοι σε άδειες αίθουσες, παρακολουθώντας τους ηχολήπτες να στήνουν τα μηχανήματα. Ρώτησα λοιπόν τον Κλαούντιο, καλό φίλο του συγκροτήματος που είχαμε έρθει να δούμε, αν το «10» σήμαινε «10» ή μεσάνυχτα. Και εκείνος, διστάζοντας λίγο, χαμογέλασε: «Ας πούμε 11...».
Το ρολόι του κινητού έδειχνε 2.11 π.μ., όταν οι μουσικοί αποφάσισαν να ανέβουν στη σκηνή. Μέσα σε δευτερόλεπτα μας είχαν τυλίξει οι μελωδίες – μπόνγκο, ξύστρες, σέικερ, τρομπέτες, σαξόφωνα και το φαλτσέτο του τραγουδιστή ονόματι Cimafunk.
Εκείνο το βράδυ, οι εννέα μουσικοί της μπάντας δεν έπαιζαν απλώς. Έκαναν πάρτι. Ο Σιμαφούνκ, του οποίου το πραγματικό όνομα είναι Έρικ Ιγκλέσιας Ροντρίγκες, με το εκκεντρικό flat top κούρεμα, το μάγκικο περπάτημα α λα Μπρούνο Μαρς και το ανοιχτό χαβανέζικο πουκάμισο, ήταν ο σταρ της βραδιάς. Το γοητευμένο πλήθος –εκατοντάδες άνθρωποι που έμοιαζαν να ξέρουν απέξω τους στίχους– χόρευε μέχρι το πρωί με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό. Ήταν μια μαγική στιγμή, την οποία ο φωτογράφος Τοντ Χάισλερ και εγώ αναζητούσαμε σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μας στο νησί.
Η Κούβα είναι ένας τόπος ταυτισμένος με τη μουσική. Την ακούς παντού, στα μπαρ, στα σπίτια, στις θρησκευτικές τελετές. Για πολλούς επισκέπτες, την κουβανέζικη μουσική ορίζουν οι παραδοσιακοί ήχοι των Buena Vista Social Club ή της Σέλια Κρουζ. Όμως στην πραγματικότητα η γκάμα της εκτείνεται πέρα από αυτούς τους ήχους. Αντλεί τις καταβολές της από την Αφρική και την Αϊτή, τη Γαλλία και την Ισπανία. Τα είδη της συναντιούνται και διαχωρίζονται ξανά, σαν σμήνη από ψαρόνια το σούρουπο, δημιουργώντας συνεχώς νέους ήχους και φόρμες.
Προσπαθώντας να καταλάβουμε καλύτερα την Κούβα μέσα από τη μουσική της, ο Τοντ και εγώ ταξιδέψαμε από την Αβάνα προς το Σαντιάγο ντε Κούβα, στα νοτιοανατολικά. Για δώδεκα ημέρες αναζητήσαμε τις μουσικές ρίζες της. Περιμέναμε υπό βροχή την έναρξη μεταμεσονύκτιων σόου, τρέξαμε σε πλατείες για να ακούσουμε τοπικές ορχήστρες, γίναμε σχεδόν αόρατοι στο στούντιο εν ώρα ηχογράφησης.
«Σου εύχομαι καλή τύχη καθώς θα προσπαθείς να περιγράψεις την κουβανέζικη μουσική με λέξεις», μου είπε γελώντας ο Κλαούντιο όταν επιστρέφαμε στο σπίτι εκείνη τη νύχτα στη Χιμπάρα, μετά από μια στάση για σάντουιτς. «Την κουβανέζικη μουσική τη μαθαίνεις ακούγοντάς τη με τα ίδια σου τα αυτιά».
Το fusion της Αβάνας
Το σόου των Interactivo στην Αβάνα, κάθε Τετάρτη βράδυ, είναι ένας εξαιρετικός τρόπος για να ξεκινήσεις τη μουσική σου περιήγηση στο νησί. Οι Interactivo είναι μπάντα, αλλά συγχρόνως και μια αυθεντική κουβανέζικη κολεκτίβα ανεξάρτητων καλλιτεχνών, καθένας από τους οποίους δουλεύει πάνω στα δικά του πρότζεκτ. Εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες, έχει περάσει από τις τάξεις της πλήθος μελών και ο Σιμαφούνκ είναι ένα από αυτά.
Η χαμηλή οροφή και η κυκλική σκηνή του χώρου που λειτουργεί συνήθως ως έδρα της μπάντας, το Πολιτιστικό Κέντρο «Μπέρτολτ Μπρεχτ», δίνει τέτοια αίσθηση εγγύτητας και οικειότητας που θα μπορούσες να απλώσεις τα χέρια σου, να αγγίξεις τα μπόνγκο, αν δεν ήσουν απασχολημένος με το να χορεύεις. Το βράδυ που πήγαμε εμείς, το μέρος κατακλυζόταν από νεανική ενέργεια, καθώς ένα σωρό ζευγάρια λικνίζονταν στον ρυθμό, ενώ οι τουρίστες στροβιλίζονταν στην μπροστινή σειρά. Καπνιστές με κουλτουριάρικο αέρα είχαν πάρει θέση στο φουαγέ, με τον καπνό τους να αιωρείται πάνω από το κοινό.
Οι Interactivo έχουν συνολικά 12 μέλη, κάποιες φορές περισσότερα, κάποιες λιγότερα – νέους και γέρους, μαύρους και λευκούς, άνδρες και γυναίκες. Ο ήχος τους αψηφά τα μουσικά είδη, παρότι η «ετικέτα» που εύκολα θα τους ταίριαζε θα ήταν «κουβανέζικη fusion τζαζ», με ζωηρά κόρνα, τύμπανα κόνγκα και ηλεκτρικά πλήκτρα.
Η ιστορία του Σιμαφούνκ είναι η κλασική ιστορία του μουσικού που πήγε στην Αβάνα, πάλεψε σκληρά και τα κατάφερε. Γεννημένος στη δυτική Κούβα, τραγουδούσε στην εκκλησία και ήθελε να γίνει γιατρός. Όταν μετακόμισε στην Αβάνα το 2011, την ημέρα έπλενε αυτοκίνητα για να βγάζει τα προς το ζην και τη νύχτα κοιμόταν στον καναπέ σε σπίτια φίλων. «Μερικές φορές έπαιζα μουσική στο πάρκο από τις 8 μ.μ. έως τις 6 το πρωί και μετά έπαιρνα έναν υπνάκο στη λεωφόρο Μαλεκόν», μου λέει γελώντας. Το 2014, κέρδισε τελικά μια θέση στους Interactivo και τραγούδησε μαζί τους, πριν σχηματίσει τη δική του μπάντα. Εξακολουθεί να συμπράττει μαζί τους από καιρό σε καιρό, για να αυτοσχεδιάζουν παρέα.
Η ανταπόκριση ήταν σχεδόν άμεση. Το άλμπουμ «Terapia», που κυκλοφόρησε το 2017 με τραγούδια όπως τα «Ponte Pa’ Lo Tuyo» και «Me Voy», απέσπασε τα σημαντικότερα μουσικά βραβεία στη χώρα. Ο Νεντ Σουμπλέτε, μουσικός και θεωρητικός της κουβανέζικης μουσικής, ο οποίος οργανώνει τουρνέ στο νησί, λέει ότι ο Σιμαφούνκ «έκανε το σουξέ της χρονιάς στην Αβάνα με το “Me Voy”. Δεν μπορούσε να του αντισταθεί κανείς, ήταν αναπόφευκτο».
Η ρούμπα του Ματάνσας
Φύγαμε από την Αβάνα το επόμενο πρωινό και οδηγήσαμε ανατολικά για μιάμιση ώρα, με προορισμό το Ματάνσας (Matanzas), μια πόλη-λιμάνι που εύκολα διαφεύγει της προσοχής του ταξιδιώτη. Περιβάλλεται από ποτάμι, κατά μήκος του οποίου υψώνονται άγρια φοινικόδεντρα. Hλιοκαμένοι ψαράδες οδηγούσαν τα ποδήλατά τους κατά μήκος των στενών δρόμων, με τα καλάμια να αναπηδούν πίσω από την πλάτη τους, ενώ το κλαπ κλαπ των αλόγων που έσερναν τις καρότσες αντηχούσε παντού.
To Ματάνσας είναι γνωστό για τη ρούμπα και για να τη «συναντήσουμε» επισκεφθήκαμε την έδρα της σημαντικότερης μπάντας του είδους στην πόλη, των Los Munequitos (σημειώστε όμως ότι την τρίτη Παρασκευή κάθε μήνα θα τους βρείτε να παίζουν έξω από το Eπαρχιακό Ιστορικό Μουσείο).
Οι Los Munequitos –των οποίων το όνομα σημαίνει «μικρά κόμικ»– είναι μια μπάντα, αλλά συγχρόνως και μια οικογένεια: πολλά από τα μέλη τους συνδέονται με δεσμούς συγγένειας και τα σκήπτρα έχει αναλάβει σήμερα η τρίτη γενιά.
Τον 18ο και τον 19ο αιώνα, το Ματάνσας ήταν κόμβος δουλεμπορίου. Οι σκλάβοι, που έρχονταν από τη Δυτική Αφρική στην Κούβα για να δουλέψουν στις φυτείες ζαχαροκάλαμου και στα λιμάνια, επινοούσαν διάφορες μεθόδους για να κρατήσουν κρυφές τις αφρικανικές θρησκευτικές τους συνήθειες. H ρούμπα αποτελεί δημιούργημα των λιμενεργατών του Ματάνσας. «Έπαιζαν με ό,τι είχαν πρόχειρο», λέει ο 36χρονος Ντιοσδάδο Ενιέρ Ράμος Αλντασάμπαλ, μουσικός των Munequitos, περισσότερο γνωστός ως Figurin. «Άρπαζαν πιρούνια, μπουκάλια ρούμι, κασόνια και έπαιζαν. Δεν ξέρω αν η ρούμπα είναι αφρικανική ή κουβανέζικη. Ξέρω όμως ότι βγαίνει από μέσα μας».
Πυρήνας της ρούμπα είναι το κλάβε, ένα όργανο που μοιάζει με δύο ξύλινα ραβδιά μεγέθους καρότου. Στα χέρια μουσικών της ρούμπα, όπως οι Los Munequitos, μετατρέπεται στη γραμμή που ενώνει Αφρική με Κούβα και λειτουργεί όπως ο μαέστρος της ρούμπα: ορίζει τον ρυθμό και τον τόνο όλων των υπόλοιπων οργάνων, όπως οι μαράκες ή το μπατά, ένα είδος κρουστού που τοποθετείται όρθιο στο έδαφος και παίζεται με χτύπημα της μεμβράνης του.
Σε μια σύνθεση ρούμπα, συνήθως προστίθενται και άλλα στοιχεία κρουστών, ώσπου σύντομα δημιουργείται ένα πλούσιο σώμα από ήχους. Ωστόσο, επειδή η ρούμπα είναι πολυρρυθμική –ένα τραγούδι μπορεί να έχει συγχρόνως διαφορετικούς ρυθμούς–, στους μη γνώστες μπορεί να ακουστεί παράφωνη και ανοργάνωτη. Όταν παραιτηθείς από το να προσπαθείς να βρεις τον ρυθμό, έχεις περισσότερες πιθανότητες να τα καταφέρεις.
Oι στίχοι των τραγουδιών ρούμπα επικαλούνται τους ορίσα, τους θεούς της αφρικανικής φυλής Γιορούμπα, οι οποίοι κυβερνούν τα στοιχεία της φύσης, τον άνεμο, τις αστραπές, τη θάλασσα και κατ’ επέκταση τις ζωές των πιστών. Οι στίχοι εξερευνούν όμως και τα συναισθήματα των σκλάβων που βρίσκουν φως μέσα στο σκοτάδι. «Οι στίχοι της ρούμπα μιλούν για την ευτυχία», εξηγεί ο Ντιοσδάδο Ράμος Κρουζ, o 73χρονος πατέρας του Φιγουρίν, ενός άλλου μέλους των Los Munequitos. «Με αυτόν τον τρόπο, ακόμα και χωρίς χρήματα μπορούσες να είσαι ευτυχισμένος. Έχει να κάνει με το να υπερνικάς τις δυσκολίες».
Η τρόβα της Σάντα Κλάρα
Όταν η Γιαΐμα Ορόσκο ανέβηκε στη σκηνή, o κεντρικός προαύλιος χώρος του Ελ Μεχούνχε στη Σάντα Κλάρα είχε γεμίσει από ιδρωμένους εικοσάχρονους που στριμώχνονταν στις κερκίδες, καπνίζοντας τόσο πολλά τσιγάρα, που ο καπνός έμοιαζε με σύννεφο πάνω από τα κεφάλια τους. Πίσω από την Ορόσκο πήραν θέση ένας περκασιονίστας και ένας μπασίστας, αλλά όλα τα μάτια ήταν στραμμένα πάνω της –η μοναδική γυναίκα επί σκηνής εκείνη τη νύχτα– και στο φλογερό κόκκινο φουστάνι της.
Αν η ρούμπα έχει να κάνει με το να ξεπερνάς τις δύσκολες στιγμές, το μουσικό είδος τρόβα αφορά την εξερεύνηση κάθε σκοτεινής γωνιάς του πόνου και της συντριβής. Η τρόβα είναι πιθανόν η πιο αγνή μορφή της κουβανέζικης τραγουδοποιίας, ένας ήχος γυμνός από καθετί περιττό, γεμάτος λαχτάρα, που οφείλει την έξαψή του στις δεμένες αρμονίες του, ένα κράμα πορτογαλικών φάδος και των B-sides των Λένον και Μακάρτνεϊ. Στη διάρκεια της παράστασης, οι ακροατές μπορεί να μείνουν καθισμένοι, αλλά και να χορέψουν ή να κλάψουν.
Κι αυτό είναι πέρα για πέρα αληθινό, ειδικά όταν η Oρόσκο βρίσκεται επί σκηνής.
Στην Κούβα, οι περισσότεροι επαγγελματίες μουσικοί είναι άνδρες, πράγμα που ισχύει και στην τρόβα. Η 38χρονη Ορόσκο είναι η φωτεινή εξαίρεση. Εξηγεί πώς μπήκε στον χώρο σχεδόν άθελά της. «Ήταν λες και κάποιος με πυροβόλησε στην καρδιά όταν άκουσα για πρώτη φορά αυτή τη μουσική», μου λέει λίγο πριν ξεκινήσει η συναυλία της.
Περιγράφει την τρόβα σαν ένα είδος αφήγησης, που συχνά μπορεί να είναι προσωπική: τα τραγούδια μιλούν για τις εμπειρίες του έρωτα και της ζωής ή ακόμη και για το δράμα των Κουβανών που εγκαταλείπουν το νησί. Παρότι τα τραγούδια της τρόβα αντλούν τη μελωδία από ρυθμούς όπως το τσα τσα τσα ή η μπόσα νόβα, πλέον είναι «πάντα ένας άνθρωπος, μια κιθάρα και μια προσωπική ιστορία», όπως λέει. Και υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στην τρόβα και την ποίηση, με πυκνούς στίχους, γεμάτους εικόνες και λογοπαίγνια, όπως αυτοί του Μπομπ Ντίλαν.
Η κόνγκα του Σαντιάγο ντε Κούβα
Από τη Σάντα Κλάρα η πόλη Σαντιάγο ντε Κούβα απέχει 11½ ώρες οδικώς. Στη διαδρομή κάναμε ελιγμούς για να αποφύγουμε αγελάδες και χαμηλώσαμε ταχύτητα μπροστά σε καρότσες που τις έσερναν γαϊδούρια. Κοιμήθηκα με διαλείμματα στο πίσω κάθισμα. Ο Τοντ προσπαθούσε μάταια να κατεβάσει τη μηχανή, αλλά όλο και κάτι του τραβούσε την προσοχή: δύο ηλικιωμένες γυναίκες που περπατούσαν πιασμένες χέρι χέρι, ένα εκτυφλωτικά κίτρινο αυτοκίνητο με φόντο ένα βουνό, ένας άνδρας με έναν πετεινό κοκορομαχιών κάτω από τη μασχάλη του, δίπλα στο φωσφοριζέ πράσινο Φορντ του.
Το Σαντιάγο έμοιαζε με άλλη χώρα. Τα αστραφτερά κλασικά αυτοκίνητα συναγωνίζονταν χιλιάδες φασαριόζικες μοτοσικλέτες που ανεβοκατέβαιναν τους λόφους, βγάζοντας μπλε καπνό από την εξάτμισή τους. Το Σαντιάγο είναι γνωστό ως η πατρίδα του Bacardi, γεγονός που βγάζει νόημα, γιατί είναι επίσης γνωστό και ως «πόλη των πάρτι». Ενώ οι εορτασμοί του καρναβαλιού στη Βραζιλία και στη Νέα Ορλεάνη διεξάγονται τον Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο, στο Σαντιάγο το καρναβάλι γιορτάζεται στα τέλη Ιουλίου.
Οι ομάδες της κόνγκα προπονούνται όλο τον χρόνο για το καρναβάλι. Συχνά ανήκουν σε μουσικά ανσάμπλ, που ονομάζονται κομπάρσας και μπορεί να περιλαμβάνουν και χορευτές με κοστούμια. Οι ομάδες εκπροσωπούν συγκεκριμένες γειτονιές, με πιο διάσημη σήμερα την Conga Los Hoyos. Σχεδιάζαμε να τη συναντήσουμε στον χώρο προβών της την ημέρα της άφιξής μας, αλλά, όταν φτάσαμε εκεί, μάθαμε πως είχε γίνει διακοπή ρεύματος. Το δωμάτιο ήταν ζεστό και σκοτεινό και η πρόβα είχε αναβληθεί.
Απογοητευμένοι, βγήκαμε έξω για να ανασυνταχθούμε και ακούσαμε τύμπανα από μακριά. Τρέξαμε, ανάμεσα σε μοτοσικλέτες που πήγαιναν βολίδα, για να βρεθούμε μπροστά σε μια ομάδα κόνγκα που έκανε πρόβα στους δρόμους της γειτονιάς. Όλως τυχαίως, η ομάδα ήταν η Conga Los Hoyos Infantil, η παιδική μπάντα της Conga Los Hoyos. Αγόρια 9 και 10 ετών χτυπούσαν γρύλους με μπαγκέτες και τύμπανα με τα χέρια. Νεαρά κορίτσια έκαναν εξάσκηση σε χορογραφίες, οι γείτονες κρέμονταν από τα παράθυρα, ενώ, όταν η ομάδα προέλαυνε από έναν πολυσύχναστο δρόμο, η κυκλοφορία σταματούσε. Η μπάντα έκανε τις τελευταίες διορθώσεις για το μεγαλύτερο γεγονός της χρονιάς, το Παιδικό Καρναβάλι (Carnaval Infantil).
O ήχος της κόνγκα είναι κυρίως κρουστός: αποτελείται από τύμπανα κάθε είδους («αρπάζεις ό,τι βρεις μπροστά σου και ξεκινάς να παίζεις», μου εξήγησε ένας περαστικός), αλλά συνήθως στην ορχήστρα υπάρχει και ένα πιο οξύ κρουστό όργανο, το κίντο. Η εκκωφαντική «φασαρία» της κόνγκα προέρχεται από το χτύπημα μεταλλικών ραβδιών πάνω σε φρένα μοτοσικλέτας που έχουν σχήμα ντόνατ.
Όμως το πιο ιδιοσυγκρασιακό όργανο της κόνγκα του Σαντιάγο είναι η κινέζικη κορνέτα. Ο Φερνάντο Ντεγουάρ Ουέμπστερ, επικεφαλής της πιο διάσημης μπάντας του Σαντιάγο, ονόματι El Septeto Santiaguero, μου είπε ένα βράδυ ότι το συγκεκριμένο όργανο προστέθηκε τυχαία: «Χρησιμοποιήθηκε σε μια κόνγκα στη διάρκεια του καρναβαλιού και έπειτα, τα επόμενα χρόνια, ενσωματώθηκε και σε άλλες». Παίζεται από έναν μουσικό ο οποίος βρίσκεται στην κεφαλή της μπάντας και περπατά ανάποδα. Ο κόσμος ακολουθεί την κορνέτα, σηκώνει τα ιδρωμένα μπράτσα του, κλείνει τα μάτια και χορεύει.
Το τσανγκουί του Γκουαντάναμο
Αντίθετα με άλλα είδη κουβανέζικης μουσικής, όπου τα όρια είναι θολά, το τσανγκουί έχει ξεκάθαρη ταυτότητα. «Τσανγκουί θα ακούσεις μόνο στα ανατολικά», λέει ο Σουμπλέτε. Διασχίσαμε λοιπόν τα ξερά βοσκοτόπια της ενδοχώρας, με προορισμό την τροπική ζέστη της νοτιοανατολικής πλευράς, για να καταλήξουμε σε ένα στούντιο ηχογράφησης.
Συμπτωματικά, οι Changüi Guantanamo, μία από τις κορυφαίες μπάντες τσανγκουί στη χώρα, ηχογραφούσαν το άλμπουμ τους στο κυβερνητικό στούντιο ενόσω βρισκόμασταν στην πόλη και μας προσκάλεσαν να τους παρακολουθήσουμε.
Το τσανγκουί διαφοροποιείται από την υπόλοιπη κουβανέζικη μουσική, γιατί δεν χρησιμοποιεί τον ρυθμό του κλάβε, με αποτέλεσμα να μην ακούγεται «τόσο κουβανέζικο». «Σε πολλούς ανθρώπους δεν αρέσει, δεν το καταλαβαίνουν», εξηγεί ο Μπέντζαμιν Λαπιντούς, συγγραφέας του πρώτο βιβλίου που γράφτηκε ποτέ για το συγκεκριμένο είδος.
Θεωρείται πρόγονος του σον μοντούνο, που με τη σειρά του θεωρείται πρόγονος της σάλσα. «Το τσανγκουί είναι για την Κούβα ό,τι τα μπλουζ για την αμερικανική μουσική», λέει ο Λαπιντούς.
Ωστόσο, το όργανο στο οποίο το τσανγκουί οφείλει τη μοναδικότητά του είναι η μαρίμπουλα. Μοιάζει με μεγάλο κουτί. Στην μπροστινή πλευρά, μια σειρά από μεταλλικά δόντια σχηματίζουν ένα είδος «γέφυρας» πάνω από οπές σκαλισμένες στο ξύλινο σώμα του οργάνου. Ο μουσικός που παίζει μαρίμπουλα κάθεται πάνω στο κουτί και απλώνει τα χέρια ανάμεσα στα πόδια του, για να τεντώσει τα μεταλλικά δόντια. Η δόνηση που δημιουργείται αναπτύσσεται πιο έντονη μέσα στο κουτί και βγαίνει από τις οπές σε έναν μπάσο τόνο. Η μαρίμπουλα «γειώνει» το ηχητικό αποτέλεσμα και παράλληλα ακούγεται εφήμερη και μακρινή. Ακούγοντάς τη στο στούντιο, μπορούσαμε να νιώσουμε τον ήχο στις πατούσες, έναν βόμβο που σχεδόν απαιτούσε από τα πόδια μας να σηκωθούν και να χορέψουν.
Στη διάρκεια του οδοιπορικού μας εμβαθύναμε στη μουσική της Κούβας μέσα από άγνωστα όργανα και είδη. Αναρωτιόμουν για όλες τις συναυλίες που είχαμε χάσει, για όλους τους ήχους που εξακολουθούσαμε να μη γνωρίζουμε. Καθώς το αεροπλάνο απογειωνόταν, θυμήθηκα κάτι που μου είχε πει ο Σιμαφούνκ: «Όσο περισσότερο ψάχνεις, τόσο περισσότερο καταλαβαίνεις την κουβανέζικη μουσική».