Του Απόστολου Κουρουπάκη
Παρουσιάζεται αυτή την περίοδο από την OPEN ARTS ένα από τα τελευταία έργα του Βρετανού δραματουργού Χάρολντ Πίντερ, το «Celebration», που γράφτηκε το 2000, σε σκηνοθεσία Αθηνάς Κάσιου. Όπως σημειώνεται στο σχετικό δελτίο Τύπου με αφορμή τον εορτασμό μιας επετείου, βρίσκουν την ευκαιρία να ανέλθουν στην επιφάνεια κρυμμένες προδοσίες, υποψίες, θαμμένες φοβίες των ηρώων, που έρχονται αντιμέτωποι µε το οδυνηρό παρελθόν τους και το κενό παρόν τους.
Θεωρώ λοιπόν κρίσιμο τον μετεωρισμό ως συστατικό της παράστασης, σημαντικό τον υφέρποντα καθωσπρεπισμό, αλλά και την υπεροψία ανθρώπων κενών…
Η είσοδος στην ειδικά διαμορφωμένη θεατρική αίθουσα παραπέμπει σε υποδοχή που επιφυλάσσεται σε πελάτες εστιατορίου και μάλιστα ακριβού, όπως ακριβώς εκείνο στο οποίο δειπνούν οι πρωταγωνιστές του Πίντερ, άνθρωποι υψηλών ιδανικών χαμηλού όμως ηθικού υποβάθρου. Εκτός όμως από αυτή την πολλά υποσχόμενη αρχή μιας θεατρικής εμπειρίας, αισθάνομαι πως το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι αντάξιο της πρώτης εντύπωσης, και δεν είμαι βέβαιος πως επιτυγχάνεται η συμμετοχή του θεατή στα τεκταινόμενα της παράστασης, θέτοντάς του τα ζητήματα που θίγει ο συγγραφέας επί τάπητος – αν αυτός ήταν ο στόχος της σκηνοθέτριας, τοποθετώντας τους θεατές ομοτράπεζους με τους ηθοποιούς.
Οι ηθοποιοί της παράστασης, Θανάσης Γεωργίου, Σοφία Καλλή, Έλενα Καλλινίκου, Ανδρέας Κούτσουµπας, Χριστίνα Παπαδοπούλου, Αντρέας Παπαµιχαλόπουλος, Αλέξανδρος Παρίσης, Λένια Σορόκου και Σπύρος Σταυρινίδης, υποδύονται τους ρόλους τους σχεδόν επιτελεστικά, χωρίς τον απαιτούμενο χώρο για υφέρπουσα ειρωνεία ή σαρκασμό για όσα τραγικά ζουν και βιώνουν ή για τις ανυπόφορες ζωές τους, λείπει η υπεροψία, η κενότητα, και θα έλεγα πως περίσσευε ο καθωσπρεπισμός. Θεωρώ πως η σκηνοθέτρια Αθηνά Κάσιου δεν σκιαγράφησε με τρόπο πειστικό όλους τους χαρακτήρες του Πίντερ, δεν τους περιέβαλε με εκείνα τα δυστοπικά χαρακτηριστικά που φέρουν ως άτομα σε μία κοινωνία που αρχίζει να ζει σε ρυθμούς νέας χιλιετίας και που ακόμη και σήμερα ενυπάρχουν, μεταβολισμένα σε νέα περιβάλλοντα. Ξεχωρίζω, ωστόσο, τις ερμηνείες της Χριστίνας Παπαδοπούλου και του Ανδρέα Κούτσουμπα, οι οποίοι δείχνουν ως Russell and Suki ότι έχουν αντιληφθεί τη ματαιότητα και το σκοτεινό του βίου τους, και μοιάζουν να είναι εντάξει με αυτή τη συνθήκη –κατά τα φαινόμενα. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί δεν κατάφεραν να με πείσουν, ίσως γιατί το ζητούμενο από τη σκηνοθέτρια δεν ήταν ξεκάθαρο ή διότι οι ίδιοι δεν πείστηκαν από αυτό ή ακόμα δεν κατάφεραν να αφουγκραστούν τους χαρακτήρες τους.
Την ίδια αδυναμία προσδίδω και στα υπόλοιπα στοιχεία της παράστασης, δηλαδή στα κοστούμια και στα σκηνικά της Λύδιας Μανδρίδου, στον φωτισμό της Καρολίνας Σπύρου και στη μουσική του Λευτέρη Μουµτζή.
Θεωρώ πως παρόμοια εγχειρήματα θα πρέπει να έχουν εξ αρχής συγκεκριμένο στόχο, να υπάρχει δηλαδή λόγος ανεβάσματος μιας τέτοιας πικρής παράστασης και αυτός ο λόγος να μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητός. Ανέκαθεν ήμουν της γνώμης πως οτιδήποτε αποφασίζεται να δοθεί στο κοινό θα πρέπει να μπορεί να ακουμπά τις χορδές της κοινωνίας, ειδικά όταν πρόκειται για παραστάσεις που αντέχουν στον χρόνο και μπορούν να αφορούν τόσο καίρια την κοινωνία μας.