Του Ανδρέα Ανδρέου
Τέλη Μαΐου παρακολούθησα την εν εξελίξει παράσταση «Λούλλες» σε σκηνοθεσία Διομήδη Κούφτερου. Πρωταγωνιστής ήταν ο Νεκτάριος Θεοδώρου και τη συγγραφή των κειμένων έκαναν μαζί, βασισμένοι σε συνεντεύξεις που πήραν από γκέι άντρες. Στη συγκεκριμένη παράσταση, η οποία καταπιανόταν κυρίως με την κοινωνική (μη) αποδοχή της ομοφυλοφιλίας στην Κύπρο του ’80 και του ’90, παντρεύτηκε αρμονικά η παραστατική τέχνη με το κοινωνικό ρεπορτάζ, την προσωπική μαρτυρία, την pop κουλτούρα, τον φόβο, τις ενοχές, το σεξ (και ειδικά το καταπιεσμένο), τα κρυμμένα ερωτικά σκιρτήματα, τον απαγορευμένο και ανεκπλήρωτο έρωτα, το θράσος των εξουσιών (κάνει αναφορά και στη διαφθορά) και δη της εκκλησιαστικής εξουσίας, τον ακτιβισμό…
Η παράσταση, μέσα από τη μινιμάλ σκηνοθεσία και τον ρεαλισμό της ερμηνείας, κατάφερε να μεταδώσει αρκετά μηνύματα και ταυτόχρονα να γεννήσει αντιθετικά συναισθήματα και εμπειρίες με έναν δυναμικό και απόλυτα ισορροπημένο τρόπο. Κατάφερε να συνθέσει όμορφα το προσωπικό με το κοινωνικό, το ακτιβιστικό και το πολιτικό, καθώς το κείμενο, μαζί με τη σκηνοθεσία και την ερμηνευτική ευελιξία του Νεκτάριου Θεοδώρου, μας μετέφεραν συνεχώς από τη δραματοποιημένη εξιστόρηση της προσωπικής μαρτυρίας (το πώς βιωνόταν «το gay life» της Κύπρου του ’80 και του ’90, κοινωνικά και ενδόμυχα, μέσα στο στίγμα και την ανασφάλεια) του «Κωνσταντίνου», ενός σημερινού (εξηντάρη;) ομοφυλόφιλου άντρα, στην ανασκόπηση της πολιτικής/κοινωνικής πραγματικότητας (μέσα από γνώμες του κόσμου και της Εκκλησίας) και πάλι πίσω στη μαρτυρία. Η ανασκόπηση αυτή έγινε μέσω προβολής βίντεο-αποσπασμάτων τηλεοπτικών εκπομπών του ’90, ανάμεσά τους και γκάλοπ, και λειτούργησε ως ισορροπημένη ψυχογραφία της κοινωνίας όσον αφορά στο υπό εξέταση θέμα.
Από το κλαμένο αφήγημα
στο χιούμορ και την απενοχοποίηση
Η παράσταση ήταν σπουδαία. Για αρκετούς λόγους.
Δεν έπεσε στην παγίδα να αναπαραγάγει ένα κλαμένο αφήγημα που κυριαρχεί στην εξιστόρηση/δραματοποίηση ΛΟΑΤΚΙ ιστοριών στην pop κουλτούρα. Η μαρτυρία, που σε βοηθά να προσεγγίσεις το ανθρώπινο δράμα, ήταν ερμηνευμένη σε ισορροπημένο βαθμό με χιούμορ, χωρίς αυτό να υποσκιάζει το σοβαρό. Και έτσι, καταφέρνει ακριβώς να μας βοηθήσει να καταλάβουμε και να νιώσουμε. Ίσως και να ταυτιστούμε, ανεξαρτήτως του σεξουαλικού μας προσανατολισμού και αν βιώσαμε ή όχι παρόμοιες εμπειρίες.
Αφόπλισε και ανανοηματοδότησε το τραύμα και την κοινωνική κατακραυγή. Η παράσταση προκάλεσε πολύ γέλιο χωρίς να είναι καθόλου κωμική στην ουσία της. Ούτε καν χιουμοριστική. Καταπιανόταν με ένα άκρως και ακραία τραγικό κοινωνικό, υπαρκτό ανά το παγκόσμιο, ζήτημα/πρόβλημα. Το ότι το καταφέρνει αυτό, είναι σπουδαίο. Και σπάνιο. Το χιούμορ, χωρίς να ωραιοποιεί, έχει τη δύναμη να ανανοηματοδοτεί τραυματικά γεγονότα και να μας βοηθά να επαναπροσδιορίζουμε τη σχέση μας μαζί τους και την επίδρασή τους επάνω μας. Το γέλιο επίσης μπορεί να συμβάλει στην επούλωση των πληγών που αυτά τα τραυματικά γεγονότα προκαλούν.
Συνέβαλε στην απενοχοποίηση δαιμονοποιημένων λέξεων και πρακτικών.
Λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούμε όλοι στην ιδιωτική μας ζωή αλλά ο καθωσπρεπισμός μας δεν μας αφήνει να εκφέρουμε έξω από αυτήν, καταφέρνει το κείμενο και ο ηθοποιός μέσα από την εκφορά του λόγου και τους μορφασμούς του να απασφαλίζει. Η παράσταση απενοχοποιεί και την γκέι αργκό. Αντικαθιστά με χιούμορ και περιπαιχτική διάθεση τα στερεότυπα όπως και την ενοχή και ντροπή που περιβάλλει αρκετές λέξεις (με τις εκάστοτε έννοιες και συνδηλώσεις τους). Το ίδιο κάνει και για εμπειρίες/πρακτικές όπως το cruising («ψωνιστήρι»). Επίσης, εξίσου σημαντικό είναι ότι οι συντελεστές δεν υποτάχτηκαν στην πολιτική ορθότητα που εξελίσσεται σε δίκοπο μαχαίρι και δεν φοβήθηκαν να εκτεθούν στα μάτια ανθρώπων που πολύ εύκολα και άκριτα θα αφόριζαν π.χ. ως ομοφοβικό το «τρελές κραγμένες» και στερεοτυπικό το «Πήγαινε (στο κλαμπ) για να πηδηχτεί ο κόσμος».
Μέρος της επιτυχίας της προσπάθειας ήταν και το γεγονός ότι, χωρίς να ήταν σχεδιασμένο, το κοινό συμμετείχε. Ότι ήταν μέρος της παράστασης. Ίσως σε αυτό να έπαιξε ρόλο και η χωροταξική εγγύτητα του κοινού με τη σκηνή αλλά και η ερμηνεία του ηθοποιού, η οποία ήταν αρκετά «προσωπική» και σε έκανε να νιώθεις ότι κάθεσαι προσηλωμένος και ακούς έναν άνθρωπο που αγαπάς να σου μιλά για τα εσώψυχά του. Ο ηθοποιός, αν και ενάλλασσε ρόλους ανόμοιους, ερμήνευε με τέτοιο τρόπο την προσωπική μαρτυρία που σε έκανε να διερωτάσαι αν σου μιλούσε ως ο ίδιος ο ηθοποιός.
Το κοινό, πιο συγκεκριμένα, συμμετείχε με το γάργαρο γέλιο του (κακάρισμα σε ένα-δύο σημεία) και αναφωνώντας «έλεος» και «ππεεε…» όποτε άκουγε μια ανόητη και κακοποιητική αθλιότητα να εκφέρεται από το στόμα είτε απλού κόσμου είτε κληρικού - εκπρόσωπος της Εκκλησίας είπε με πάσα σοβαρότητα ότι καμιά άλλη ομάδα δεν καταπιέζει το κοινωνικό σύνολο όσο αυτή η ομάδα (των ομοφυλόφιλων) που συνεχώς δημιουργεί μια πίεση προς το σύνολο, την Πολιτεία και την Εκκλησία, καταφεύγοντας σε δικαστήρια για να διεκδικήσει δικαιώματα, πράγμα που σημαίνει (sic) ότι παραβιάζει δικαιώματα του κοινωνικού συνόλου.
Συμμετείχε με το γέλιο του και στο έξυπνο χιούμορ που χαρακτήριζε τις απαντήσεις του Σταύρου Μαραγκού στον τέως ευρωβουλευτή Τάκη Χατζηγεωργίου που, όντας δημοσιογράφος / παρουσιαστής τότε, τον φιλοξένησε στην εκπομπή του ως «ομοφυλόφιλο άντρα» και του έκανε ερωτήσεις που αν και για την εποχή ήταν «εντάξει» (λαμβάνοντας και υπόψη ότι επικρατούσε δυσθυμία και άγνοια/ανετοιμότητα για τρόπους και πλαίσια συζήτησης της συγκεκριμένης θεματικής) και εντελώς καλόβουλες, ωστόσο ήταν ταυτόχρονα και άκομψες. Και γελοίες για τα δεδομένα του σήμερα. Τον ρωτά για τα κοινά χαρακτηριστικά των ομοφυλόφιλων, λες και είναι εξωτικά φρούτα και ο κ. Μαραγκός τού απαντά ρωτώντας τον με απορία τι εννοεί («…Εννοείτε αν είναι κοντοί…; Ψηλοί…;»), ενώ όταν του λέει ότι «πολλοί σας κατηγορούν ότι είστε πιο επιθετικοί από άλλους και ότι εκδηλώνετε κάποιες κακίες σας», ο κ. Μαραγκός εξηγεί ότι πρόκειται για στερεότυπα και την ανάγκη κάποιου να καλύψει δικές του φοβίες, προβάλλοντας πάνω σε άλλους διάφορα αρνητικά που μπορεί να νιώθει. Όταν ρωτά τον παρουσιαστή αν αναφέρεται στο στερεότυπο της «κακιασμένης αδερφής» ο κόσμος γελά και πάλι.
Έτσι, το κοινό εντάχθηκε μέσα στην κοινωνική ακτινογραφική απεικόνιση, βροντοφωνάζοντας ένα «αλλάζουν τα πράγματα» που έχουμε ανάγκη να ακούσουμε. Και σαν κοινωνία ευρύτερα αλλά και όλοι εμείς που είτε έμμεσα είτε άμεσα, ξέρουμε τι σημαίνει να σε θεωρούν «που τους άλλους», μια «Λούλλα», «τζιείνον που εν αντροπή να είσαι» και ένας «να μεν τύχει στην οικογένεια μας έτσι πράμα».
Συνεπώς, συντελεστές και κοινό θρυμμάτισαν στερεότυπα και περιορισμούς.
30 χρόνια μετά. Τροφή για σκέψη
Γενικότερα ήταν μια σπουδαία τροφή για προβληματισμό, τόσο προσωπικό/εσωτερικό όσο και κοινωνικό. Πόσοι σήμερα, 30 χρόνια μετά, ζουν τα ίδια με τον «Κωνσταντίνο» (τραύματα, αγωνίες, ενοχές, ανασφάλειες, φόβους και κρυφή ζωή) που θυμάται ακόμα την πρώτη φορά που τον αποκάλεσαν «γεναικωτό» και τον δισταγμό να πας σε γκέι κλαμπ που δεν ήταν «καθωσπρέπει».
Ο «Κωνσταντίνος» αναφέρεται σε περίπτωση πυρκαγιάς σε γκέι κλαμπ και λέει ότι οι θαμώνες φοβόντουσαν να καλέσουν ασθενοφόρο (ακόμα και σε περιπτώσεις με σπάσιμο άκρων μετά από πέσιμο από ύψος) ή την Αστυνομία για να μην αποκαλυφθεί ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός και εκτεθούν. Λέει ότι ακουγόταν τότε ότι η Αστυνομία ξυλοκοπούσε κόσμο – «άρα, σε ποιαν Αστυνομίαν να πάεις;», διερωτάται. Πόσοι σήμερα, 30 χρόνια μετά, ακόμα και νεαροί, μέσω της συλλογικής μνήμης, φοβούνται να αποταθούν σε αρχές και φορείς, ακόμα και όταν είναι απολύτως απαραίτητο; Έχει εκλείψει η ομοφοβία από φορείς και αρχές ή ακόμα υπάρχουν κρούσματα; Πόσο εύκολα ένα ΛΟΑΤΚΙ άτομο σήμερα θα προέβαινε σε καταγγελία για ρητορική/έγκλημα μίσους; Γνωρίζουμε ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα ανεπαρκούς καταγραφής (under-reporting) περιστατικών που επηρεάζει αρνητικά και την έρευνα σε αυτή τη θεματική. Και πόσο εύκολα θα αποτεινόταν σε έναν λειτουργό υγείας για ζήτημα που σχετίζεται με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό και χρειάζεται να αποκαλύψει λεπτομέρειες; [Το 2008 κυκλοφορούσε ευρέως, και στην Κύπρο, βίντεο από χειρουργική αίθουσα της Αθήνας, βιντεοσκοπημένο από μέλος του ιατρικού προσωπικού, κατά τη διάρκεια επέμβασης για αφαίρεση ερωτικού παιχνιδιού, με το ιατρικό προσωπικό να γελά και να χλευάζει τον άντρα ασθενή. Αν θυμάμαι σωστά, ένας εκ των «θεατών» (και ήταν πολλοί μαζεμένοι), κατά το τέλος της επέμβασης φώναξε «μπράβο, είναι αγόρι», αναφερόμενος/η κοροϊδευτικά στο ερωτικό παιχνίδι].
Πόσοι γονείς σήμερα, 30 χρόνια μετά, θα σκέφτονταν να πάρουν για ένεση τεστοστερόνης (όπως έκαναν στον «Κωνσταντίνο») ή άλλη «θεραπεία» το παιδί τους για να «γίνει άντρας»;
Πόσοι ομοφυλόφιλοι σήμερα, 30 χρόνια μετά, θα παγιδεύονταν σε έναν ετεροφυλικό γάμο; Και πόσο εύκολα; Και για πόσο ακόμα; Και γιατί; Πόσο ισχυρή είναι η πλύση εγκεφάλου και ο προγραμματισμός που μας κάνει η ετεροκανονικότητα; [Ο «Κωνσταντίνος» είπε ότι δεν το έκανε για να κρυφτεί και ότι ακόμα δεν ξέρει γιατί συναίνεσε].
Ποια είναι η σχέση του ομοφοβικού bullying με καταπιεσμένες σεξουαλικές επιθυμίες και εσωτερικευμένη ομοφοβία; Πόσοι bullies, κατά βάθος θα ήθελαν να επιδίδονταν σε ομοερωτικό σεξ; [Ο «Κωνσταντίνος» μάς λέει γι’ αυτόν που του έκανε το πιο πολύ bullying ότι «ξαφνικά μου παραδίδεται και τον γαμώ»].
Πόσοι θα τολμούσαν σήμερα, 30 χρόνια μετά, να εμφανιστούν σε εκπομπή λόγου ως «ομοφυλόφιλοι» όπως έκανε ο Σταύρος Μαραγκός σε μια εποχή που, χωρίς καθόλου ΛΟΑΤΚΙ ορατότητα και αναπαράσταση, αυτό ήταν αδιανόητο; Τότε μάλιστα ο ίδιος ο παρουσιαστής δεχόταν απειλές μετά την εκπομπή. Και πόσοι θα είχαν το θάρρος να το κάνουν με τόσο έξυπνο, ειρωνικό και παράδοξο τρόπο όπως ο κ. Μαραγκός; Η παρουσία του, η όλη διάθεσή του όπως φαινόταν στην οθόνη, το ύφος του, η προσέγγιση του, ήταν ένα «fuck you» attitude απέναντι στον συντηρητισμό.
[Προσωπικά δεν είδα κάτι αντίστοιχο τα τελευταία 10+ χρόνια που παρακολουθώ και ασχολούμαι με τις εξελίξεις στο συγκεκριμένο θέμα. Αυτό που βλέπω με ανησυχία είναι μια ακτιβιστική προσέγγιση που σε μεγάλο βαθμό, όσον αφορά στις πολιτικές δράσεις/διεκδικήσεις, είναι υποταγμένη στην εξουσία και τον… πολιτικό καθωσπρεπισμό, παρά πραγματικά διεκδικητική – χωρίς να θέλω να ακυρώσω ή να υποβαθμίσω την τεράστια προσπάθεια και ενέργεια που καταβάλλεται από αμέτρητους ακτιβιστές και άλλους τα τελευταία σχεδόν δεκαπέντε χρόνια, πιστεύω πως οφείλουμε να θυμόμαστε, να μνημονεύουμε σωστά και να τιμούμε όπως αρμόζει το γεγονός ότι το Pride, ως κίνημα, ξεκίνησε ως διαμαρτυρία και σύγκρουση με το Σύστημα].
Πόσο άλλαξε η κατάσταση σε σχέση με την κοινωνική αποδοχή και τα στερεότυπα; Δεν είναι ακόμα πολλοί που θα έλεγαν όσα ακούστηκαν στο γκάλοπ; Ακούσαμε συμμετέχουσα να λέει ότι αποδέχεται «αυτήν την ιδιαιτερότητα αλλά να μην κυκλοφορούν κρατώντας χεράκι ή να φιλιούνται μπροστά σε άλλους ή ακόμα να κάνουν ομοφυλόφιλους άλλους που δεν είναι». Κάποιος είπε ότι πιστεύει πως στην Κύπρο τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων καταπατούνται σε μεγάλο βαθμό «και πιστεύω ότι αυτό είναι σωστό» ενώ μια άλλη είπε πως «αν κάποιος έχει ορμονικό πρόβλημα και γι’ αυτό είναι ομοφυλόφιλος, δεν πρέπει να τον κατακρίνει η κοινωνία, ενώ αν το κάνει επειδή έτσι θέλει, τότε είναι κατακριτέος».
Το ότι στο άκουσμα των παραπάνω, οι θεατές το 2023 γελούσαν δυνατά, είναι ένδειξη σημαντικής προόδου;
Γιατί, ενώ το κοινό ήταν εξαιρετικά ανταποκριτικό και ενθουσιασμένο, δεν εκφράστηκε καθόλου όλα τα 3-4 λεπτά που ο ηθοποιός χόρευε το «Άσπρο Μαύρο»; Ντρεπόμαστε να τραγουδήσουμε δυνατά και να «σουστούμε» για να μην μας περάσουν ίσως για «Λούλλες»;
Ο ρόλος του θεάτρου και
η υποχρέωση του κρατικού θεατρικού φορέα
Έζησα μια ταύτιση στην παράσταση. Και αυτή η εμπειρία της ταύτισης που μπορεί να σε κάνει να βιώσεις το θέατρο, είναι μια από τις πιο σπουδαίες δραστικότητες και δώρα του. Η συγκεκριμένη παράσταση ήταν από τις λίγες που κατάφερε να κρατήσει απερίσπαστη την προσοχή μου από την αρχή ως το τέλος και να με κάνει να νιώσω αυτό που γράφω πιο πάνω - προσηλωμένος να ακούω έναν άνθρωπο που αγαπώ να μου μιλά για τα εσώψυχά του.
Προσωπικά έφυγα από την παράσταση προβληματισμένος. Και αισιόδοξος. Και χαρούμενος που υπάρχει αυτή η δημιουργική διάθεση για αυτή τη θεματική. Και η συγκεκριμένη προσέγγιση σε αυτή τη θεματική. Την εμπειρία της συγκεκριμένης παράστασης είμαι ευγνώμων που την έζησα. Και ως γκέι άτομο, και ως πολίτης, και ως θεατής.
Τα βίντεο-αποσπάσματα που επιλέχθηκαν να ενταχθούν στην παράσταση, δείχνουν μια ακτιβιστική διάθεση και αντίληψη – δεν είναι τυχαίο, αφού και ο σκηνοθέτης και ο ηθοποιός ασχολούνται με ακτιβιστικές δράσεις. Το θέατρο και ο ακτιβισμός μπορούν, και πρέπει να παντρεύονται. Είναι σπουδαίο και είναι σπουδαίος, χρήσιμος και αναγκαίος, ένας δημιουργός όταν μπορεί να αφουγκραστεί, να αντιληφθεί, να κατανοήσει και να μιλήσει για κοινωνικά φαινόμενα της εποχής και της κοινωνίας του και να τα αγγίξει με τρόπο που να συμβάλλει τουλάχιστον στην κατανόηση, την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση και ει δυνατόν, να βοηθά τον θεατή να φεύγει από την παράσταση, έστω και λίγο, πιο κάτι – πιο χαρούμενος, πιο προβληματισμένος, πιο αισιόδοξος, πιο αποφασισμένος, πιο ανακουφισμένος, πιο εμπνευσμένος, πιο κατατοπισμένος… Αν κάθε παράσταση δίνει αυτό το «κάτι», σε βάθος χρόνου μπορεί να συντελεστεί σπουδαία εξέλιξη στην ψυχή του θεατή – μια ουσιαστική ψυχαγωγία, που υποβοηθά την εκκίνηση της επιτέλεσης μιας εσωτερικής διεργασίας.
Θεωρώ επιβεβλημένη την ένταξη της παράστασης στο ρεπερτόριο του ΘΟΚ, συμβάλλοντας έτσι, ανάμεσα σε άλλα, στην εξοικείωση του ευρύτερου κοινού με τη θεματολογία ΛΟΑΤΚΙ και σε βάθος χρόνου σε μια κανονικοποίηση. Εκεί έξω, ανάμεσα μας, υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι όχι απλώς τραυματισμένοι αλλά και τόσο βασανιστικά εξοικειωμένοι με τα τραύματα (πολλές φορές πολλαπλά) της ομοφοβίας και της ετεροκανονικότητας, που ούτε καν τα αναγνωρίζουν. Και πολλοί άλλοι που έχουν ομοφοβικές στάσεις/απόψεις/αντιλήψεις απλώς και μόνο λόγω άγνοιας. Ο ΘΟΚ ως ο επίσημος κρατικός θεατρικός φορέας, οφείλει να συμβάλει. Οφείλει επίσης, και μάλιστα επιτακτικά, να δείξει πως δεν τον εκβιάζουν αλλά τον πεισμώνουν οι αναχρονιστικές αντιδράσεις για το «Ο Γύρος του Κόσμου σε 80 μέρες» (σε σκηνοθεσία Μ. Κακουλλή) και οι τραμπουκισμοί που έζησαν οι θεατές και οι συντελεστές του «Cock» (σε σκηνοθεσία Κ. Σιλβέστρου) στη Σωτήρα. Οφείλει, χωρίς αναστολές, ως επίσημος κρατικός φορέας της τέχνης του Θεάτρου να αρθεί στο ύψος που του αρμόζει, να τιμήσει τον ηθοπλαστικό ρόλο του Θεάτρου και αφουγκραζόμενος τις ανάγκες της κοινωνίας του σήμερα και τις διεθνείς τάσεις στο δημόσιο και πολιτικό διάλογο, να απαντήσει δυνατά και περήφανα πως, ναι, «Μπορεί ένα αγόρι να αγαπά ένα άλλο αγόρι και ένα κορίτσι ένα άλλο κορίτσι», και πως όσο υπάρχει Σωτήρα θα υπάρχει και Δερύνεια (το Δημοτικό Συμβούλιο της Σωτήρας, με τη στήριξη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής του Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του χωριού, αποφάσισε ομόφωνα την απαγόρευση της θεατρικής παράστασης «Cock»).
Ανδρέας Ανδρέου
Θεατρικός συγγραφέας