Του Απόστολου Κουρουπάκη
Ανεβαίνει στο Θέατρο Δέντρο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Λεοντάρη, η παράσταση «Ηρούς και Λεάνδρου Έρωτες», που έγραψε το 1839 ο Σμυρνιός δημοσιογράφος, ποιητής, μεταφραστής και εκδότης Ιωάννης Σκυλίτσης, βασισμένο στο έργο του ποιητή Μουσαίου. Στο «Σημειωματάριο» της Οικονομικής Καθημερινής μίλησε ο Δημήτρης Κουρούμπαλης, ο οποίος υποδύεται τον Λέανδρο ( επί σκηνής και οι ηθοποιοί Αιμιλία Βάλβη και Κατερίνα Λούρα). Ο Δημήτρης Κουρούμπαλης μοιάζει να είναι εξοικειωμένος με αυτά τα κείμενα, αφού και στο παρελθόν έχει συμμετάσχει σε ανεβάσματα, όπως το «Χλόης και Δάφνη», ο «Πίθηκος Ξουθ» του Ιάκωβου Πιτσιπίου και άλλα, σε αυτό το έργο μού λέει πως η γλώσσα του κειμένου αποτελεί αισθητικό πλεονέκτημα της παράστασης, και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «απ’ ό,τι καταλαβαίνω η παράστασή μας είναι ένα μικρό θεατρικό κόσμημα. Το έργο είναι αφορμή για να τεθούν σε λειτουργία θεατρικοί μηχανισμοί λιτότητας, ευαισθησίας, αγνής θεατρικής μαγείας».
–Υποδυόμενος τον Λέανδρο, ποια είναι η σκέψη που πρωτοκάνατε όταν καταπιαστήκατε με αυτό τον ρόλο;
–Θυμήθηκα την ιστορία που μου έλεγε η μητέρα μου για την Ηρώ και τον Λέναδρο, στον πύργο απέναντι από τον Ελλήσποντο όπου άναβε το φανάρι και τον θαρραλέο ερωτευμένο που βουτούσε στα κύματα και «διακολυμβούσε το ρεύμα της θαλάσσης» για να συναντήσει την ερωμένη του. Με είχε σαγηνεύσει η ιστορία, αλλά δεν την είχα διαβάσει ποτέ. Στο κείμενο του Σκυλίτση με τράβηξε και η μορφή του, μου αρέσει πολύ η καθαρεύουσα, η ποίηση του Εμπειρίκου, ο Βιζυηνός κι ο Παπαδιαμάντης, ο Ροΐδης, είναι αγαπημένα διαβάσματα, είμαι πολύ εξοικειωμένος με τη γλώσσα και δεν την είχα ποτέ στο παρελθόν συναντήσει σε 15σύλλαβο. Αυτή είναι μια μεγάλη πρωτοτυπία του κειμένου, η οποία θεωρώ ότι αποτελεί και αισθητικό πλεονέκτημα της παράστασης. Ένας εραστής-σούπερ ήρωας, που τα βάζει με τους χειμώνες και τα σκότη του πελάγους για να συναντήσει την αγαπημένη του, ο οποίος μιλάει και στην καθαρεύουσα με μέτρο… έ, τι άλλο να ζητήσει κανείς.
–Ποια ήταν η πρόκληση για εσάς σε αυτή την παράσταση;
–Ο σύντομος χρόνος προβών. Λόγω αποστάσεως και ανειλημμένων υποχρεώσεων στην Αθήνα, είχαμε πολύ λίγο διάστημα προβών με τον θίασο από κοντά. Ήταν όμως τόσο συγκεκριμένη η προσέγγιση του σκηνοθέτη Γιάννη Λεοντάρη, τόσο διαβασμένες οι συνάδελφοι Κατερίνα λούρα και Αιμιλία Βάλβη, ώστε το όλο εγχείρημα ολοκληρώθηκε σχεδόν χωρίς να το καταλάβουμε.
–Υπάρχει στον έρωτα απολυτότητα;
–Αν κάποιος ζει τον έρωτα και δεν νομίζει ότι θα πεθάνει, δεν θεωρεί ότι βρίσκεται στην απόλυτη στιγμή της ζωής του, είτε στο ζενίθ, είτε στο ναδίρ, τότε δεν μιλάμε για έρωτα. Ειλικρινά πιστεύω ότι είναι μια αναμέτρηση με τον εαυτό μας ο έρωτας, είναι ένα συναίσθημα που παλεύεις μόνος σου να το κουμαντάρεις και ως εκ τούτου είναι από τις πιο ανελέητες μάχες. Μεγαλώνοντας γίνομαι όλο και πιο σκεπτικός για την αυταξία του έρωτα, είμαι σίγουρος ότι είναι κάτι που σε κάνει να χάνεις κάθε είδους μέτρο, σύνεση, σε γεμίζει με έμπνευση και πυγμή, αλλά το τίμημα είναι δυσανάλογα μεγάλο, ενώ υπάρχουν άλλες μορφές δέσμευσης των οποίων τα οφέλη είναι μακροπρόθεσμα αλλά πολύ πιο εξασφαλισμένα.
–Είναι το έρωτας το μόνο γλύκασμά μας, το μόνο θνητό έδεσμά μας, κατά πως λέει και ο συγγραφέας;
–Ναι, σίγουρα κατέχει την ισότιμη δύναμη του θανάτου. Είναι σίγουρα ένας όμορφος τρόπος να λησμονήσουμε τη θνητότητα. Αλλά όχι δεν θα γίνω απολογητής του έρωτα εδώ, η λέξη πάθος έχει μέσα της το βάσανο, την οδύνη, μπορεί να είναι γλυκός, και πολυύμνητος, αλλά μην ξεχνάμε όλο σε κάτι θνησιγενείς έρωτες αναφερόμαστε, Ρωμαίος και Ιουλιέττα, Ηρώ και Λέανδρος λες και αν επιβιώσουν οι εραστές θα πάψει να υφίσταται αυτόματα ο έρως.
«Η ζωή έχει η ίδια τις αντιστάσεις της και επειδή ακριβώς τείνει να κινείται γύρω από έναν όχι και τόσο γοητευτικό μέσο όρο, χρειαζόμαστε εκείνους που θα περάσουν το σύνορο που δεν τολμούμε να περάσουμε εμείς».
–Μπορούμε να πεθάνουμε από έρωτα; Δεν είναι γλυκύτερη η ζωή;
–Μπορούμε να πεθάνουμε από και για τα πάθη μας μέχρι να καταλάβουμε ότι η ζωή έχει μεγάλη γλύκα και χωρίς τις τυφλές τρικυμίες τους. Εδώ όμως χρειάζεται να επισημάνουμε κάτι. Η Ηρώ και ο Λέανδρος λειτουργούν ως τοτέμ, ως εξιλαστήρια θύματα για την κάθαρση ολόκληρης της ανθρωπότητας. Αν ο θάνατος από έρωτα ήταν κάτι τόσο συνηθισμένο θα συνέβαινε συνέχεια. Θα ήταν ο κοινός τόπος. Δεν είναι όμως, ίσα ίσα το αντίθετο. Θα μπορούσε κανείς να κατηγορήσει και την παρορμητικότητα της νιότης για παρόμοιες τελεσίδικες πράξεις. Θα είχε ενδιαφέρον μια στατιστική ηλικιωμένων ανθρώπων που αυτοκτόνησαν για τον έρωτα, ή παράτησαν τη ζωή τους για ένα τέτοιο πάθος. Η ζωή έχει η ίδια τις αντιστάσεις της και επειδή ακριβώς τείνει να κινείται γύρω από έναν όχι και τόσο γοητευτικό μέσο όρο, χρειαζόμαστε εκείνους που θα περάσουν το σύνορο που δεν τολμούμε να περάσουμε εμείς. Η αυτοκτονία της Ηρούς και του Λεάνδρου μάς βγάζει από τη δύσκολη θέση να πάρουμε τη θέση τους. Το παθαίνουν εκείνοι αντί για εμάς, κι εμείς συνειδητά συμπονούμε τους εαυτούς που βλέπουμε στο πρόσωπό τους και ξέρουμε ότι δεν θα γίνουμε ποτέ. Βιώνοντας το πάθος τους εξ αποστάσεως λυτρωνόμαστε από την ανάγκη μας να το βιώσουμε εκ του εγγύς.
–Έχετε ασχοληθεί αρκετά με παρόμοια κείμενα (Χλόη και Δάφνης, Πίθηκος Ξουθ του Ιάκωβου Πιτσιπίου κ.ά) τι είναι αυτό που σας θέλγει σε αυτά;
–Έχετε δίκιο, είναι πολλοστή φορά που καταπιάνομαι με αυτή τη γλώσσα. Όπως σας είπα είμαι μεγάλος λάτρης της και χαίρομαι που μου δόθηκε η ευκαιρία να τη μιλήσω ζωντανά επί σκηνής. Μη σας πω ότι έχει αρχίσει και μου καλαρέσει και σκέφτομαι τρόπους να το γυρίσω αποκλειστικά σε αυτήν!
–Η γλώσσα αυτών των κειμένων σήμερα τους δίνει άλλη διάσταση;
–Έχω παρατηρήσει την επίδραση της γλώσσας επάνω στο κοινό, ακόμα κι αν δεν γίνεται πλήρως αντιληπτή, έχει τόσο ισχυρό ρυθμό, τόσο μεγάλο λεξιλογικό πλούτο του οποίου η εικονοπλασία αγγίζει το τέλειο, τέτοια λυρικότητα, μουσικότητα, η οποία δεν μπορεί να σε αφήσει ασυγκίνητο, ώστε οι θεατές βυθίζονται αργά, αλλά σταθερά και αμετάκλητα στη μαγεία της. Μετά το τέλος της παράστασης μιλούν για ηχητική κάθαρση, για γλωσσικό λουτρό, για συγκίνηση που φτάνει πολύ βαθιά. Έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στην ομορφιά αυτής της γλώσσας και επιβεβαιώνεται από τα σχόλια που μας λένε μετά την παράσταση.
–Είναι μόνο η σημασία του έρωτα το διαχρονικό μήνυμα του έργου αυτού ή μπορούμε να βρούμε και άλλα;
–Απ’ ό,τι καταλαβαίνω η παράστασή μας είναι ένα μικρό θεατρικό κόσμημα. Το έργο είναι αφορμή για να τεθούν σε λειτουργία θεατρικοί μηχανισμοί λιτότητας, ευαισθησίας, αγνής θεατρικής μαγείας εντέλει, που σπάνια έχουμε την τύχη ν’ απολαύσουμε ως θεατές, όχι για κανένα άλλο λόγο, παρεκτός από το ότι στα περισσότερα έργα πρέπει να ειπωθεί η ιστορία. Υπάρχει δράση, σασπένς, τραγικότητα. Σε αυτό το έργο η ιστορία είναι γνωστή, δεν παρουσιάζει καμία έκπληξη, καμία ανατροπή, οπότε μας δίνεται η πολυτέλεια να επικεντρωθούμε στον τρόπο που μεταφράζονται τα λόγια του Σκυλίτση σε σκηνική δράση. Βασικό μέλημα του σκηνοθέτη και συνεπώς της ομάδας, ήταν η διατήρηση της ευαισθησίας και τους σεβασμού απέναντι σε αυτά τα θεμελιώδη συναισθήματα που κυβερνούν τους ήρωες και ακολούθως η πλήρης αδιαφορία για εντυπωσιασμό, για γρήγορο ρυθμό στον οποίο είμαστε όλοι συνηθισμένοι πια, για επίδειξη υποκριτικών ικανοτήτων. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης έχουμε την εντύπωση ότι ακροβατούμε σ’ ένα σκοινί πάνω από το τετριμμένο και το εύκολο. Δεν ξέρω αν αυτό είναι ένα επιπλέον μήνυμα του έργου, ξέρω όμως ότι αυτό που κάνουμε πάνω στη σκηνή και οι μεταξύ μας σχέσεις εκπέμπουν ένα πολύ ζωντανό, ξεκάθαρο σήμα στη διάθεση του κοινού να το νοηματοδοτήσει και να το μεταφράσει σε μήνυμα.
Πληροφορίες
Θέατρο Δέντρο, Ενότητος 44, Παλλουριώτισσα, Λευκωσία.
Παραστάσεις: 12, 13, 19, 24, 26, 27, 28 Νοεμβρίου, ώρα 8:30 μ.μ.
Λεμεσός- Κέντρο Παραστατικών Τεχνών Μίτος: Κυριακή 20 Νοεμβρίου, 8:30 μ.μ.