Του Αντρέα Γιωργαλλά
Πρόσφατα βρέθηκα στο Θέατρο Σκάλα για να παρακολουθήσω την παράσταση «Δεν ακούω, δεν βλέπω, δεν μιλώ» από την ερασιτεχνική θεατρική ομάδα «Παράβαση Λυμπιών». Ήταν η πρώτη φορά που θα παρακολουθούσα κάτι που ανεβάζει η συγκεκριμένη ομάδα έστω και αν είχα ακούσει τα καλύτερα για το επίπεδο των παραστάσεων τους. Η μόνη μου επιφύλαξη ήταν ότι το «Δεν ακούω, δεν βλέπω, δεν μιλώ» το είδα άψογα δοσμένο πριν κάποια χρόνια σε σκηνοθεσία Λώρη Λοϊζίδη με τον ίδιο να πρωταγωνιστεί στην παράσταση μαζί με την Χριστίνα Παυλίδου, τον Φώτη Γιωργίδη και τον Μάριο Δημητρίου. Προσπάθησα να αποφύγω τις συγκρίσεις και να μείνω σε αυτό που θα έβλεπα. Η υπόθεση έχει να κάνει με την ζωή τριών φίλων που αντιμετωπίζουν προβλήματα όρασης, ακοής και ομιλίας και το πώς διαταράσσονται οι σχέσεις τους όταν προσπαθούν να διεκδικήσουν την ίδια κοπέλα.
Με το που μπήκα στην αίθουσα το μάτι μου τράβηξε το προσεγμένο σκηνικό (που σε αρκετές περιπτώσεις δεν σημαίνει πολλά) και σε προϊδέαζε ότι έχει γίνει καλή δουλειά με έμφαση στην λεπτομέρεια. Από τα πρώτα λεπτά η παράσταση σε κερδίζει αφού οι προβολές βίντεο έξυπνα δοσμένες σε βάζουν ομαλά στο θέμα. Όλα αυτά βεβαίως δουλεύουν υποστηρικτικά σε μια παράσταση αφού στην περίπτωση που οι ερμηνείες είναι φτωχές μένει μόνο το περιτύλιγμα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση οι ερμηνείες μόνο φτωχές δεν ήταν, αφού οι Κωνσταντίνος Βασιλείου (Ιάκωβος), Μάριος Δημητρίου(Σπίθας), Αντρέας Κασκαούνιας (Θεοφάνης), Ειρήνη Γεωργίου Σαλάτα (Ελπίδα) κατάφεραν επάξια να κερδίσουν το χειροκρότημα του κοινού στο τέλος της παράστασης.
Σε ένα θεατρικό έργο που η υπερβολή στις ερμηνείες θα μπορούσε να ήταν παγίδα ειδικά για ερασιτέχνες οι ηθοποιοί κατάφεραν με μεστές ερμηνείες να υποστηρίξουν τους ρόλους που υποδύονταν, να συγκινήσουν και να βγάλουν αβίαστα γέλιο. Η σκηνοθεσία και το διασκευασμένο κείμενο του Σοφοκλή Σοφοκλέους ήταν άρτια με τους ρόλους πάνω στην σκηνή να είναι ξεκάθαροι ενώ οι σχέσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών ήταν όμορφα δομημένες. Το στοιχείο όμως που μου έκανε περισσότερο εντύπωση ήταν ο ρυθμός που είχαν. Σε κανένα σημείο της παράστασης δεν ένιωθες ότι κάνει αυτό που λέμε «κοιλιά», κρεμόσουν από την επόμενη τους ατάκα (ή κίνηση στην περίπτωση του Σπίθα που είναι ο πρωταγωνιστής που δεν μιλά) και περίμενες το πως θα εξελιχθεί η πλοκή του έργου. Η μικρή αμφιβολία που είχα στην αρχή της παράστασης για τα επίπεδα που θα έφτανε είχε εξαφανιστεί από τα πρώτα στάδια του έργου, ενώ δεν μπήκα σε καμιά διαδικασία σύγκρισης αφού παρακολούθησα κάτι που ήταν πλήρες από όλες τις απόψεις (ερμηνείες, σκηνικά, φωτισμός, μουσική, σκηνοθεσία).
Σε ένα γενικότερο πλαίσιο διαπιστώνω ότι υπάρχουν πολλές ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες τα τελευταία χρόνια που κάνουν αρκετά καλή δουλειά και αξίζουν την στήριξή του κοινού. Το μεράκι, η αγάπη για το θέατρο, το ταλέντο σε συνδυασμό με την επιλογή του κατάλληλου σκηνοθέτη μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα μια εξαιρετική παράσταση. Τα στοιχεία που δίνουν το κάτι παραπάνω στις παραστάσεις των ερασιτεχνικών ομάδων πιστεύω ότι είναι η αφοσίωση, ο ρομαντισμός και αυτό το «γουστάρω». Δεν είναι εύκολο στην εποχή της ταχύτητας και των πολλών αντιξοοτήτων που αντιμετωπίζουμε οι περισσότεροι από εμάς σε καθημερινό επίπεδο να βρεις τον χρόνο για να κάνεις αυτό που αγαπάς με μοναδικό κέρδος την ηθική ικανοποίηση. Υπάρχουν παραστάσεις στο ερασιτεχνικό που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα επαγγελματικές. Στον αντίποδα και χωρίς να θέλω «τσουβαλιάζω» είδα και παραστάσεις από επαγγελματικές ομάδες που είχαν τα στοιχεία της προχειρότητας, των υποτονικών (τουλάχιστον) ερμηνειών και δεν δικαίωσαν σε καμία περίπτωση τις προσδοκίες. Τέτοιου επιπέδου παραστάσεις όπως ήταν αυτή της «Παράβασης» είναι η αιτία για να στρέψουμε το βλέμμα μας και να εκτιμήσουμε περισσότερο το ερασιτεχνικό.