Του Απόστολου Κουρουπάκη
Μία πολύ ενδιαφέρουσα θεατρική πράξη λαμβάνει χώρα στη Λευκωσία, τη Λευκωσία της δημιουργίας. Η σκηνοθέτρια Νεχίρ Ντεμιρέλ, γνωστή στο ε/κ κοινό από τις συνεργασίες της σε διάφορα θέατρα της ε/κ πλευράς ανεβάζει το «Cut», ένα έργο, το οποίο περιστρέφεται γύρω από έναν σκηνοθέτη, ο οποίος καλείται να σκηνοθετήσει τον «Άμλετ», με έναν ηθοποιό, εξερευνώντας τα σκαμπανεβάσματα της εργασιακής τους σχέσης. Ο ηθοποιός, που «ανακαλύφθηκε», συνειδητοποιεί πολύ αργά ότι είναι απλώς ένα γρανάζι σε ένα εγγενώς διαλυμένο σύστημα… Ο σκηνοθέτης σκοτώνει για να αναστηθεί…!
Με μια πολυπολιτισμική ομάδα επαγγελματιών του θεάτρου, αυτό το έργο σαλπάρει για να γνωρίσει νέους πολιτισμούς. Ουσιαστικά, αυτό το έργο, με τους ελληνόφωνους και τουρκόφωνους Κύπριους ηθοποιούς, στοχεύει να σπάσει γλωσσικά, θρησκευτικά, εθνικά και άλλα εννοιολογικά εμπόδια, σύμφωνα με τις προθέσεις των δημιουργών και να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, αφού κάνει πρεμιέρα σε μια διχοτομημένη Κύπρο. «Η ειρήνη δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της υπογραφής ενός πολιτικού σε μια δήλωση, αλλά μέσω των ανθρώπων που δημιουργούν μαζί. Η δημιουργικότητα είναι επίσης αποτέλεσμα της ειρήνης» αναφέρουν οι εμπνευστές της ιδέας.
Σε αυτή τη θεατρική πράξη συμμετέχει η Πέννυ Φοινίρη και η Μπιρτσέ Μπιρσέλ Τσαγλάρ, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Νεχίρ Ντεμιρέλ, σε ένα κείμενο της σκηνοθέτριας και του Νετζέτ Σερκάν Σαντίκογλου. Η «Κ» μίλησε με την Μπιρτσέ, την Πέννυ και τη Νεχίρ για αυτό το θεατρικό συναπάντημα, το οποίο φιλοδοξεί να γίνει μεταξύ άλλων δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Πέννυ: Το θέατρο δεν έχει σημαίες και κομμάτια γης να χωρίσει, έχει ψυχές που έχουν κάτι κοινό να πουν. Η ιστορία της παράστασης είναι δική μας. Όλων μας.
Μπιρτσέ: Η κατάσταση στην Κύπρο μπορεί να αλλάξει εάν ενεργήσουμε όπως νιώθουμε ως άνθρωποι, παρά όπως μας επιβάλλεται και αναμένουμε, και καθώς να αυξήσουμε τη συνύπαρξή μας σε κάθε τομέα.
–Ποια είναι η πρόκληση σε αυτή τη δουλειά;
Μπιρτσέ: Το να μην κάνω θέατρο στη μητρική μου γλώσσα για πρώτη φορά είναι αναμφίβολα η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισα ως ηθοποιός γι’ αυτό το έργο.
Πέννυ: Πρώτη φορά καλούμαι να παίξω στα αγγλικά, που είναι η κοινή μας γλώσσα στην ομάδα. Παρόλο που τη βρίσκω τρομερά γοητευτική για τη σκηνή, είναι μια πρόκληση για μένα η εξοικείωση μαζί της, σε ερμηνευτικό επίπεδο! Ενώ δεν μπορώ να μην αναφέρω το είδος του θεάτρου που έγραψαν η Νεχίρ και ο Νεϊζντέτ που είναι μια πρόκληση από μόνο του. Πρόκειται για ένα έργο που ακροβατεί ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, τον ρεαλισμό και τον σουρεαλισμό, τη λογική και την τρέλα. Για αυτό δανείζομαι μια ατάκα από τον Σαίξπηρ «Κι αν είναι τρελά έχει τη λογική της»… Κρατάω αυτό!
–Η τέχνη μπορεί στ’ αλήθεια να γίνει καταλύτης για ένα κοινό μέλλον στην Κύπρο;
Μπιρτσέ: Πιστεύω ότι οι καλλιτέχνες μπορούν να είναι πρωτοπόροι, όπως θα έπρεπε πάντα, για να βελτιώσουν την κατάσταση στην Κύπρο. Φυσικά, η κατάσταση στην Κύπρο μπορεί να αλλάξει εάν ενεργήσουμε όπως νιώθουμε ως άνθρωποι, παρά όπως μας επιβάλλεται και αναμένουμε, και καθώς να αυξήσουμε τη συνύπαρξή μας σε κάθε τομέα. Και πιστεύω ότι όταν οι ζεστές συνεργασίες, δουλειές και οι φιλίες αυξάνονται, όπως και η συνεργασία στο έργο «Cut», τίποτα και κανείς δεν μπορεί να μας χωρίσει. Αν καταφέρουμε να πετύχουμε αυτή την ενότητα που προσφέρει το επάγγελμα του θεάτρου, όπου το γλωσσικό στοιχείο είναι στο προσκήνιο, πιστεύω ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί σε όλους τους τομείς.
Πέννυ: Για να είμαστε ρεαλιστές δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι σε πολιτικό επίπεδο. Όμως νιώθω πως μπορεί να αλλάξει πολλά σε κοινωνικό επίπεδο. Αυτή είναι η αόρατη δύναμη του θεάτρου. Επηρεάζει συνειδήσεις. Η ευκαιρία να παρουσιάσεις ένα έργο που αναιρεί τα «σύνορα» και φέρνει Κύπριους δημιουργούς μαζί, ανεξαρτήτως αν διαφέρει το πρώτο συνθετικό της λέξης, μπορεί να αποκαλύψει μόνο τα σημεία που μας ενώνουν. Όλοι είμαστε σώματα, πνεύματα, πλάσματα που περιπλανιούνται στη γη για να μάθουν. Να μάθουν για τον κόσμο, τον εαυτό τους και τους άλλους. Το θέατρο δεν έχει σημαίες και κομμάτια γης να χωρίσει, έχει ψυχές που έχουν κάτι κοινό να πουν. Η ιστορία της παράστασης είναι δική μας. Όλων μας.
–Περιγράψτε μου τα συναισθήματά σας δουλεύοντας με την άλλη πλευρά, βλέπε Πέννυ ή Μπιρτσέ…
Μπιρτσέ: Πέννυ…, η ελληνόφωνη αδελφή μου. Υποθέτω ότι είναι φυσιολογικό να νιώθεις λίγο συναισθηματικός γι’ αυτό. Δεν νομίζω ότι η Πέννυ μπορεί να αρνηθεί ότι από τη στιγμή που τη γνώρισα, ένιωσα σαν να γνωριζόμασταν πάντα. Η οικογένειά μου είναι μια οικογένεια που έφυγε από την Πάφο από την πλευρά της μητέρας μου και από τη Λεμεσό στη Μόρφου από την πλευρά του πατέρα μου το 1974. Η πλευρά της μητέρας της Πέννυ έφυγε από τη Μόρφου. Το γεγονός ότι έχουμε μια τέτοια σύνδεση με συγκινεί επίσης πολύ. Και η ταλαντούχα φίλη μου η Πέννυ είναι μια ηθοποιός που πάντα αναζητεί το καλύτερο στη σκηνή, σκέφτεται, μοιράζεται και στηρίζει τον συνάδελφό της, και την οποία απολαμβάνω να παρακολουθώ και να παίζω μαζί της. Έχουμε έναν φυσικό ηλεκτρισμό και αυτό είναι κάτι που με κάνει πολύ χαρούμενη και χαλαρή, δεν έχουμε παρά να κοιτάμε ο ένας τον άλλο τόσο στη σκηνή όσο και έξω. Μπορώ λοιπόν να πω ότι ήταν μια υπέροχη εμπειρία το ταξίδι μαζί της και φυσικά ελπίζω σε πολλά άλλα.
Πέννυ: Με την Birsel συμβαίνει κάτι σχεδόν μεταφυσικό. Είμαστε πολύ όμοια πλάσματα. Είμαστε και οι δύο Μορφίτισσες από την πλευρά της μάνας μας και μαζί πήγαμε και επισκεφθήκαμε τη Μόρφου. Ο τρόπος με τον οποίο αγαπάμε αυτή τη δουλειά είναι άλλο ένα κομμάτι της αλυσίδας που μας ενώνει. Η κοινή μας αισθητική στο θέατρο και στο φαγητό, είναι διασκεδαστική. Στη σκηνή επικοινωνούμε συνήθως με ένα βλέμμα, καταλαβαίνω, όταν μιλάει στα τουρκικά για το έργο από την εκφραστικότητά της και έτσι η δουλειά προχωρά γρήγορα. Όμως αυτό που με συγκινεί είναι το πόσο ελεύθερη νιώθω στη σκηνή μαζί της, δεν με κρίνει πότε, πιστεύει σε μένα και εγώ σ’ αυτήν.
–Ποιος χαρακτήρας ή κατάσταση στον Άμλετ ταιριάζει καλύτερα στην κατάσταση στην Κύπρο;
Μπιρτσέ: Κατά τη γνώμη μου, η σκηνή στον «Άμλετ» όπου ο Άμλετ βλέπει το φάντασμα του πατέρα του και μετά μπαίνει σε μια σειρά γεγονότων που θα φέρουν το δικό του τέλος ταιριάζει πολύ στην κατάσταση στην Κύπρο. Οι σκέψεις, τα φαντάσματα στο κεφάλι μας, ή με άλλα λόγια, αυτά που μας λένε ή μας διδάσκουν καθορίζουν πάντα τις πράξεις μας στη ζωή. Αυτές οι ενέργειες μας έκαναν να χωριστούμε σε αυτό το όμορφο νησί, και παρόλο που πήραμε την εκδίκησή μας ή συνεχίζουμε να το κάνουμε με βάση την αυταπάτη που δημιουργήσαμε στο μυαλό μας, όπως στον «Άμλετ», στο τέλος της ημέρας, αυτό προκάλεσε καταστροφή και μας έστεψε με τον τίτλο του «The Last Divided Capital in the World». Εδώ είμαστε…
Πέννυ: Η κατάσταση σύγχυσης και απραγίας στην οποία βρίσκεται ο Άμλετ που διστάζει να αναλάβει δράση. Υπεραναλύει, την ίδια στιγμή που μέσα του γνωρίζει την αλήθεια. Αυτό κάνουμε και εμείς...
Η ανικανότητα που φέρνει το σύστημα
Νεχίρ: Αλλά γιατί το χτύπημα των φτερών λίγων ανθρώπων να μην προκαλέσει μια μελλοντική καταιγίδα;
–Τι σε έκανε να δημιουργήσεις αυτό το θεατρικό δρώμενο;
–Αυτό το έργο πραγματεύεται το θέατρο με αλληγορικό τρόπο και βασικά προχωρά στο θέμα της αξιοκρατίας. Οι άνθρωποι που πρέπει να είναι δεν είναι εκεί που πρέπει. Η άγνοια αυξάνεται. Δυστυχώς, πολλοί ταλαντούχοι, έξυπνοι άνθρωποι είναι άνεργοι και ραγισμένοι. Οι άνθρωποι που θέλουν να παράγουν κάτι και έχουν όνειρα πρέπει να παλέψουν με αυτήν την ανικανότητα που φέρνει το σύστημα.
–Στο κυπριακό πολιτικό συγκείμενο θα μπορούσαμε να πούμε πως οι πολιτικοί μας είναι οι σκηνοθέτες και οι πολίτες οι ηθοποιοί;
–Όχι. Σε αυτή την ιστορία, τόσο ο σκηνοθέτης όσο και ο ηθοποιός πρέπει να υποφέρουν σε όλη τους τη ζωή λόγω της ανικανότητας του συστήματος…
–Γιατί «Άμλετ»;
–Επειδή ακριβώς είναι ζήτημα του «Να ζεις ή να μη ζεις».
–Πιστεύεις πραγματικά πώς οι Τέχνες μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα στην Κύπρο;
–Εννοείται πως μια εντελώς δραστική αλλαγή δεν είναι δυνατή. Αλλά γιατί το χτύπημα των φτερών λίγων ανθρώπων να μην προκαλέσει μια μελλοντική καταιγίδα; Επειδή τίθεται ξανά το ίδιο θέμα, του «Να ζει κανείς ή να μη ζει».
Πληροφορίες
Πρεμιέρα, 7 Μαρτίου στην κατεχόμενη Λευκωσία στο Rauf Denktaş University Culture and Convention Center (Eski Mısırlızade Sineması) και στις 12 Μαρτίου στην Πάνω Σκηνή του Σατιρικού Θεάτρου.
Η παράσταση θα παίζεται στο Σατιρικό κάθε Τρίτη έως τις 28 Μαΐου 2024.