Του Απόστολου Κουρουπάκη
Κάναμε μία μικρή κουβέντα με τη σκηνοθέτρια της παράστασης «Φωτεινή» Μαρία Καρσερά, την Έρικα Μπεγέτη, που ενσαρκώνει τη Φωτεινή, τη Χριστιάνα Λάρκου που υποδύεται την Ευαγγελία, και τον ηθοποιό Χάρη Αττώνη, ο οποίος υποδύεται τον Αράμ, έναν Αρμένη πρόσφυγα που ζει πλέον στη Λάρνακα του 1950. Η παράσταση είναι βασισμένη στο κείμενο της Ευρυδίκης Περικλέους Παπαδοπούλου «Φωτεινή». Στην παράσταση παίρνουν μέρος οι ηθοποιοί Έρικα Μπεγέτη, Χριστιάνα Λάρκου, και Χάρης Αττώνης σ’ ένα σκηνικό χώρο που φιλοτέχνησε η Θέλμα Κασουλίδου κάτω από τη φωτιστική επίβλεψη της έμπειρης Καρολίνας Σπύρου. Τη μουσική συνθέτει και ερμηνεύει επί σκηνής ο Γιώργος Καλογήρου.
Όπως μου λέει η κα Καρσερά η μεγαλύτερη έγνοια της ήταν να ειπωθεί μια ανθρώπινη ιστορία που να αγγίξει και να συγκινήσει το κοινό. Ο Χάρης Αττώνης από την πλευρά του μου λέει πως στην περίπτωση του Αράμ, έχουμε όντως ένα ρόλο που εκφράζει μια ολόκληρη ιστορική περίοδο, τον αγώνα ενός ολόκληρου έθνους, ένα τραύμα που κουβαλάμε μέχρι και τις μέρες μας και που η δικαίωση για πολλούς ανθρώπους δεν έχει έρθει ποτέ. Η Χριστιάνα Λάρκου σημειώνει πως η πρόκληση στον ρόλο της ήταν η φρεσκάδα και η αθωότητα του νέου ανθρώπου, που πιστεύει πως θα αλλάξει τον κόσμο και πως όλα θα είναι για το καλύτερο δυνατό.
Τα κυριότερα χαρακτηριστικά των χαρακτήρων όσον αφορά στη Φωτεινή είναι η δύναμη και η θέληση για επιβίωση, το σθένος να συνεχίσει τη ζωή της και να κρατήσει ζωντανές τις παραδόσεις και την ιστορία της στη νέα πατρίδα.
–Ποια ήταν η πρώτη σας σκηνοθετική έγνοια, όταν διαβάσατε το έργο της κας Περικλέους;
–Η παράσταση εγκρίθηκε μέσα στο πλαίσιο του Προγράμματος Πολιτιστικής Αποκέντρωσης των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υφυπουργείου Πολιτισμού. Αυτό σήμαινε, ότι το έργο θα περιόδευε καλοκαίρι στις κοινότητες σε ανοιχτούς χώρους, συχνά όχι θεατρικούς. Άρα, η πρώτη σκηνοθετική έγνοια ήταν να αποφασιστεί σχετικά νωρίς ποια θα ήταν η προσέγγιση μας σ’ ένα ρεαλιστικό κείμενο με σκηνικό και φροντιστήριο. Χωρίς να είμαστε απόλυτα αφαιρετικοί ισορροπήσαμε τις ανάγκες του έργου με ένα πολύ λειτουργικό σκηνικό και με ένα ερμηνευτικό κώδικα από πλευράς ηθοποιών μεταξύ ρεαλισμού και αποστασιοποίησης. Η μεγαλύτερη έγνοια, αν θες, ήταν να ειπωθεί μια ανθρώπινη ιστορία που να αγγίξει και να συγκινήσει το κοινό.
–Σε ποια χαρακτηριστικά των τριών χαρακτήρων επικεντρωθήκατε;
–Τα κυριότερα χαρακτηριστικά των χαρακτήρων όσον αφορά στη Φωτεινή είναι η δύναμη και η θέληση για επιβίωση, το σθένος να συνεχίσει τη ζωή της και να κρατήσει ζωντανές τις παραδόσεις και την ιστορία της στη νέα πατρίδα. Η νοσταλγία για τη χαμένη πατρίδα μεταλαμπαδεύεται στην εγγονή της την Ευαγγελία, η οποία όμως από την άλλη, εκπροσωπεί τη νέα γενιά που είναι εξίσου δυναμική, θέλοντας να προχωρήσει στη ζωή. Κάτι ανάλογο έχουμε και στον Αρμένιο Αράμ, που διατηρεί τις δικές του μνήμες μέσα από τον παππού και τον πατέρα του, αλλά και που μαζί με την Ευαγγελία διατρανώνουν την αγωνιστικότητά τους να παλέψουν για την καινούρια πατρίδα που ασφυκτιά κάτω από τον Άγγλο κατακτητή.
ΕΡΙΚΑ ΜΠΕΓΕΤΗ
Οι πρόσφυγες σήμερα. Πάνω κάτω στην ίδια μοίρα δεν είναι; Υπάρχουν Συνθήκες και Συμφωνίες βέβαια αλλά πώς τηρούνται; Νομίζω πως τώρα, ο ανθρώπινος πόνος είναι εντελώς αισχρά εμπορεύσιμος...
ΕΡΙΚΑ ΜΠΕΓΕΤΗ
–Ποια είναι η Φωτεινή και πώς αυτή η γυναίκα σας μίλησε;
–H Φωτεινή είναι το παντοτινό πρόσωπο του παγκόσμιου πρόσφυγα. Επιζεί και καταφέρνει να ξαναρχίσει τη ζωή της σε μια νέα πατρίδα, αλλά η ψυχή της μένει για πάντα στον γύψο. Χάνοντας μέσα σε μια νύχτα τα πάντα, φτάνει κολυμπώντας στη Λάρνακα μαζί με τη μικρή της κόρη, πιασμένες σ’ ένα σανίδι. Μετά από χρόνια ταλαιπωρίας, βρίσκει δουλειά σαν καθαρίστρια και αρχίζει να ενσωματώνεται σε μια καχύποπτη, αγγλοκρατούμενη και ανδροκρατούμενη κοινωνία. Τη βρίσκουμε καπελού. να ζει με την ορφανή εγγονή της. Παρά το παντοτινό της πένθος, το σπίτι τους είναι φωτεινό, με μυρωδιές και τραγούδια μικρασιάτικα, με ελπίδα και σχέδια για το αύριο. Το αγιάτρευτα πληγωμένο μυαλό όμως, τη γυρίζει κάθε τόσο πίσω, σε επώδυνες αναμνήσεις, ώσπου μια αποκάλυψη αλλάζει τη ζωή της αλλά και της εγγονής της.
–Πόσο εύκολο ήταν να καταλάβετε τις αγωνίες της; Σήμερα θα είχε άραγε τις ίδιες δυσκολίες;
–Δύσκολο να νιώσεις τι είναι κόλαση, αν δεν βρέθηκες εκεί. H γιαγιά μου μου έλεγε ιστορίες για τη γερμανική κατοχή, το θάνατο και την πείνα, τότε. Αυτές επιστράτευσα για να «δω» τη Φωτεινή: Μια γυναίκα ανύπαντρη, μητέρα, μόνη, χωρίς δουλειά, χωρίς χαρτιά, χωρίς λεφτά, σε ξένο τόπο, χωρίς πατρίδα διπλά και τριπλά προδομένη, από την κυβέρνησή της, από τη Μητέρα Ελλάδα, από τους Συμμάχους, αλλά και από κάποιους καινούργιους συντοπίτες της... Οι πρόσφυγες σήμερα. Πάνω κάτω στην ίδια μοίρα δεν είναι; Υπάρχουν Συνθήκες και Συμφωνίες βέβαια αλλά πώς τηρούνται; Νομίζω πως τώρα, ο ανθρώπινος πόνος είναι εντελώς αισχρά εμπορεύσιμος...
–Πρόσφυγας το 1922, ξένη στη Λάρνακα του 1950, ο ξένος μένει πάντα ξένος;
–Ο ξένος πάντα ξένος... Νομίζω ναι, τελικά, όσο κι αν αγαπήσεις τον τόπο που σε δέχτηκε πατρίδα είναι πάντα οι παιδικές μας αναμνήσεις. Οι γεύσεις, οι οσμές, οι ήχοι που πρωτογνωρίσαμε, οι δρόμοι που πρωτοδιαβήκαμε, οι άνθρωποι που χαμογελάσαμε και μοιραστήκαμε τη νιότη μας μαζί....
Ασχολούμαστε με την ανθρώπινή τους πλευρά και δεν προσπαθούμε να κάνουμε θεατρικό ντοκουμέντο, αποφεύγοντας ίσως οποιαδήποτε μίμηση, στη συμπεριφορά και στην εμφάνιση.
ΧΑΡΗΣ ΑΤΤΩΝΗΣ
–Χάρη, ερμηνεύεις ένα κομβικό χαρακτήρα στο έργο, πώς τον προσέγγισες;
–Η προσέγγιση για μένα ξεκινάει πάντα από το ίδιο το κείμενο. Εκεί βρίσκονται τα κλειδιά σε ό,τι ψάχνουμε, μαζί με την έρευνα για τις ιστορικές, κοινωνικές, πολιτικές συνθήκες – αν μιλάμε για μια ρεαλιστική και συγκεκριμένη εποχή. Πάνω από όλα όμως, το επίκεντρο είναι η ιστορία του συγκεκριμένου χαρακτήρα και πώς αλληλεπιδρά με τους υπόλοιπους. Να βρεις την αλήθεια του, τη φωνή, το σώμα του, το χιούμορ και τα συναισθήματά του. Στη σχολή μας έλεγαν ότι πρέπει να πηγαίνουμε εμείς στο ρόλο, να μη φέρνουμε το ρόλο σε μας. Για μένα το ζητούμενο είναι να συναντηθείς με τον ρόλο. Να διανύσεις όντως μια απόσταση, ν’ ανακαλύψεις τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του που είναι και δικά σου και που μπορεί μέχρι τότε ούτε να ήξερες ότι διαθέτεις. Η τέχνη και η μαγεία του θεάτρου είναι μια διαρκής εξάσκηση πνευματικών και σωματικών δεξιοτήτων, που όσο τα καλλιεργείς, άλλο τόσο πρέπει να τα αφήνεις να γεννιούνται αυθόρμητα και να σε εκπλήσσουν.
–Πρόσφατα ενσάρκωσες τον Καποδίστρια, μία ιστορική προσωπικότητα, τώρα έναν Αρμένη νεαρό φωτογράφο, ένας ρόλος κατά κάποιο τρόπο εκφράζει μια ολόκληρη ιστορική περίοδο... Είναι εύκολο να αναμετριέσαι με τέτοιους ρόλους;
–Και οι δύο ρόλοι έχουν αντίστοιχες δυσκολίες και μεγάλη ευθύνη. Στην περίπτωση του Καποδίστρια, μιλάμε για μια γνωστή προσωπικότητα, από τις σπουδαιότερες της σύγχρονης Ελλάδας, με ένα πρόωρο και άδοξο τέλος, που σημάδεψε καθοριστικά τη μετέπειτα πορεία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Στην περίπτωση του Αράμ, έχουμε όντως ένα ρόλο που εκφράζει μια ολόκληρη ιστορική περίοδο, τον αγώνα ενός ολόκληρου έθνους, ένα τραύμα που κουβαλάμε μέχρι και τις μέρες μας και που η δικαίωση για πολλούς ανθρώπους δεν έχει έρθει ποτέ. Και στις δύο περιπτώσεις, λέμε τις προσωπικές τους ιστορίες. Τη λιγότερο γνωστή σχέση του Καποδίστρια με τη Ρωξάνδρα Στούρτζα και τον έρωτα του Αράμ με την Ευαγγελία και την ανάγκη του να διερευνήσει το παρελθόν του, ξεσκεπάζοντας αγιάτρευτες πληγές και καθοριστικές, για όλους, αλήθειες. Ασχολούμαστε με την ανθρώπινή τους πλευρά και δεν προσπαθούμε να κάνουμε θεατρικό ντοκουμέντο, αποφεύγοντας ίσως οποιαδήποτε μίμηση, στη συμπεριφορά και στην εμφάνιση. Οι ίδιες οι ιστορίες είναι τόσο δυνατές, διαχρονικές και πανανθρώπινες που η δική μου πρόθεση είναι να γίνω απλός φορέας του λόγου, του συναισθήματος και της κατάστασης.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΛΑΡΚΟΥ
Βρίσκω εποικοδομητικό και ωφέλιμο, όχι να ξεφύγουμε από το παρελθόν μας, αλλά αντιθέτως, γνωρίζοντας και αγαπόντας το, να κτίσουμε το αύριο.
–Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στον ρόλο της Ευαγγελίας;
–Η πρόκληση στον ρόλο μου ήταν η φρεσκάδα και η αθωότητα του νέου ανθρώπου, που πιστεύει πως θα αλλάξει τον κόσμο και πως όλα θα είναι για το καλύτερο δυνατό. Όσο μεγαλώνουμε, τόσο πιο υποψιασμένοι γινόμαστε και είχα ζητούμενο να επιστρέψω στα όμορφα χρόνια της αγνής εφηβικής ψυχής. Σε συνδυασμό βέβαια με το άρωμα και το ήθος μιας άλλης εποχής –του 1950– και φυσικά τις σμυρνέικες καταβολές της γιαγιάς, με ό,τι αυτό σημαίνει για την Ευαγγελία που γεννήθηκε στη Λάρνακα, λίγο πριν από το ξέσπασμα της ΕΟΚΑ.
–Μπορούμε άραγε να ξεφύγουμε από το παρελθόν μας, ιδιαίτερα αυτό που δεν το έχουμε ζήσει;
–Βρίσκω εποικοδομητικό και ωφέλιμο, όχι να ξεφύγουμε από το παρελθόν μας, αλλά αντιθέτως, γνωρίζοντας και αγαπόντας το, να κτίσουμε το αύριο. Ο ξεριζωμένος δεν ξεφεύγει ποτέ, γιατί δεν είχε επιλέξει, αλλά είχε βιαστεί, να πράξει την αλλαγή. Παρ’ ολ’ αυτά, ο άξιος είναι παντού άξιος. Η γιαγιά Φωτεινή φτιάχνει καπέλα και τα πουλάει, τέχνη που έμαθε στη Σμύρνη. Μαγειρεύει όπως μαγείρευε στη Σμύρνη, τραγουδά όπως τραγούδαγε στη Σμύρνη και ζει με το παρελθόν. Η εγγονή δηλώνει Σκαλλιώτισσα, τραγουδά και διδάσκει παραδοσιακά μικρασιάτικα τραγούδια και εμπλέκεται στον αγώνα απελευθέρωσης του τόπου της. Η εγγονή είναι το πριν και το μετά μαζί. Το υγιές μετά. Το όμορφο, το υποσχόμενο.
Παραστάσεις
Σάββατο, 24 Σεπτεμβρίου, ώρα 8:30 μ.μ., Αμφιθέατρο Λακατάμιας
Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου, ώρα 8:30 μ.μ. Δημοτικό Θέατρο Στροβόλου (Όλα τα έσοδα από την πώληση των εισιτηρίων θα διατεθούν για την ενίσχυση του Αρμενικού Συνδέσμου Μέριμνας).
Διάθεση εισιτήριων: Tickethour