Του Απόστολου Κουρουπάκη
Την Κυπριακή κωμωδία «Το Κράτος του Ττόφαλλου» του Μιχάλη Πιτσιλλίδη, σε σκηνοθεσία Βασίλη Μιχαήλ, ανεβάζει το Σατιρικό Θέατρο και μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη για την ηθογραφία ως θεατρικό είδος, για την προσέγγισή του στο ανέβασμα κυπριακών κωμωδιών και για το πώς μπορούν τέτοια κείμενα να μιλήσουν στον θεατή σήμερα. Ο Βασίλης Μιχαήλ, ένας φύσει αισιόδοξος άνθρωπος, πιστεύει στη δύναμη που έχουν αυτά τα έργα, τα οποία, όπως μού λέει, πρέπει να τα προσεγγίζεις με σεβασμό, να τα διαβάζεις στο μεδούλι τους. «Νομίζω πως η μεγαλύτερη παγίδα είναι να προσπαθήσεις να αφαιρέσεις την απλότητα του κειμένου, που μιλάει για τη ζωή και τα ήθη και τα έθιμα των ανθρώπων. Όσο πιο πολλή αλήθεια υπάρχει, τόσο πιο πιστά θα υπηρετήσεις αυτό το είδος» μού λέει για το ποιες παγίδες κρύβονται στη σκηνοθεσία μιας ηθογραφίας.
–Τι καινούργιο φέρνει αυτή η παραγωγή; Θα δούμε ακόμα μία ηθογραφία;
–Κάτι σίγουρα θα φέρει. Η ηθογραφία είναι μια πιστή απεικόνιση της ζωής, των ηθών και των εθίμων μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων. Στη συγκεκριμένη παράσταση προσπαθούμε να κρατήσουμε τη γλώσσα, την κυπριακή διάλεκτο, η οποία μέσα από τα χρόνια αρχίζει να χάνεται και νομίζω ότι χάνεται ένας θησαυρός. Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε τα τελευταία χρόνια είναι αυτή η γλώσσα να έρθει στο σήμερα, να γίνει άμεση, να μιλήσει στον θεατή και να γνωρίσει μέσα από τα κείμενα αυτά και τη διάλεκτο της Κύπρου, η οποία σιγά-σιγά εξαφανίζεται και χάνονται διαμάντια. Το καινούργιο που φέρνει η παράσταση είναι μια φρεσκάδα. Παραμένω πάντοτε πιστός στη γλώσσα του Μιχάλη Πιτσιλλίδη.
–Άρα μπορεί αυτό το θεατρικό να μιλήσει στο σήμερα...
– Η παράσταση παίζεται άνετα και το 2030. Οι αναφορές που υπάρχουν μέσα, για το κράτος, την κυβέρνηση, τη συμπεριφορά του Κυπραίου... Μιλάει για τη σχέση που έχει ο Κύπριος με την εξουσία. Το τι μπορεί να κάνει για να αποκτήσει εξουσία, πώς συμπεριφέρεται, όταν πάρει στα χέρια του την εξουσία. Είναι ένα έργο γραμμένο επί εποχής Μακαρίου και πάμε ακόμα... Έχουμε βάλει μερικές προσθήκες που να παραπέμπουν στο σήμερα, μερικά «θα» δικά μας, όπως τα «θα» κάθε ηγέτη. Έχει απίστευτη διαχρονικότητα, δηλαδή ο θεατής όταν θα καταλάβει τι εννοώ. Αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε είναι να τηρήσουμε με σεβασμό τη γλώσσα και την υπόθεση του έργου, στην οποία δεν χρειάζεται να παρέμβεις και πάρα πολύ. Είναι ιστορίες και του σήμερα.
–Άρα δεν χρειάστηκε να το πειράξεις, για να το κάνεις πιο σύγχρονο;
–Το πείραξα στις μουσικές, με κομμάτια από Queens, με τη μουσική του Σάββα Σάββα, που τραγουδούσε και υπέγραψε άμεσα αλλά και τραγούδησε με μεγάλη χαρά ο Μιχάλης Ττερλικκάς. Υπάρχει ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο. Ήθελα να το φέρω λίγο πιο κοντά στο σήμερα και νομίζω μια ροκ χροιά ήταν ό,τι έπρεπε.
–Ποια είναι η μεγαλύτερη παγίδα ενός σκηνοθέτη, όταν πρέπει να ανεβάσει μια ηθογραφία;
–Νομίζω πως η μεγαλύτερη παγίδα είναι να προσπαθήσεις να αφαιρέσεις την απλότητα του κειμένου, που μιλάει για τη ζωή και τα ήθη και τα έθιμα των ανθρώπων. Όσο πιο πολλή αλήθεια υπάρχει, τόσο πιο πιστά θα υπηρετήσεις αυτό το είδος. Δεν χρειάζονται φιοριτούρες. Θεωρώ ότι πρέπει να πρέπει να το προσεγγίσεις με σοβαρότητα, όπως οτιδήποτε κάνουμε στη δουλειά μας, είτε είναι ηθογραφία είτε οτιδήποτε θέλει σεβασμό.
–Ποια είναι όμως αυτή η λεπτή γραμμή που μπορεί να ξεχωρίσει μια φολκλορική παράσταση από μια ας την πούμε σύγχρονη ματιά στην ηθογραφία; Αποφεύγουμε την κούζα...;
–Εγώ έχω τηρήσει το σκηνικό της εποχής. Το φολκορικό στοιχείο υπήρχε και στην προηγούμενη παράσταση που είχα κάνει με την κούζα, με το τσεμπέρι. Έγινε ένα πάντρεμα. Πάντως, εν έτει 2023 έχουμε δει ακόμα και στην αρχαία τραγωδία ότι γίνονται παρεμβολές, για να γίνει πιο αποδεκτό και το είδος και κάποιες φορές με παρεμβολές μέσα που μπορεί να αλλοιώσουν και το κείμενο. Αυτό εγώ δεν το κάνω, αν ήθελα να γράψω κάτι, θα έγραφα κάτι δικό μου. Υπάρχουν στοιχεία τα οποία να κρατούν το φολκλορικό στοιχείο, να δεις τι υπήρχε τότε. Το συγκεκριμένο έργο δεν σου δίνει τη δυνατότητα να βάλεις τόσα πολλά πράγματα μέσα, γιατί βρισκόμαστε σε ένα ερειπωμένο χώρο. Άρα οι αναφορές σε στοιχεία φολκλόρ είναι λίγα. Ο Στέφανος Αθηαινίτης, μαζί με τη βοηθό του τη Μόνικα Χατζηβασιλείου έχουν κάνει απίστευτη δουλειά στον σκηνικό χώρο και στα κοστούμια και στα διάφορα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται. Η δική μου ανάγκη ήταν να διατηρήσω τη διαχρονικότητα του έργου και ο θεατής να έρθει να το δει, να χαμογελάσει, να γελάσει, αλλά την ίδια ώρα να προβληματιστεί και να δει λίγο τον εαυτό του μέσα από όλη αυτή την κωμικοτραγική κατάσταση την οποία ζούμε με, τον αγώνα του κόσμου για να επιβιώσει. Ότι αλλοιωνόμαστε σιγά σιγά και ως χαρακτήρες, αφού θέλοντας και μη ακολουθούμε ένα «σύστημα».
–Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι και τέτοια έργα μπορούν να πολεμήσουν με «σύστημα», ίσως όχι με τόσο ηχηρό τρόπο... να κάνουν τον θεατή να προχωρήσει τη σκέψη του...
–Η προσέγγιση που είχαμε σαν ομάδα, και να σου πω ότι είχα την τύχη και τη χαρά να συνεργαστώ με συναδέλφους, οι οποίοι με μεγάλωσαν θεατρικά, ήταν να προσπαθήσουμε να βγάλουμε μέσα από την απλότητα να βάλουμε έναν προβληματισμό. Τώρα να χτυπήσεις το «σύστημα», είναι δύσκολο... Δεν είναι εύκολο πράγμα, άρα προτιμούμε να αλλάζει ο καθένας μας για να υπάρχει αλυσιδωτή αντίδραση.
–Στο ρωτώ γιατί πολλές φορές υποτιμούμε αυτό το είδος θεάτρου, ότι απλά έχει ένα φολκλορικό χαρακτήρα, μια αναπόληση του παρελθόντος...
–Έχω κάνει αρκετά κυπριακά έργα, τα οποία έχουν τύχει υποτίμησης και όσον αφορά τις χορηγίες... Έχω κάνει έργα τα οποία έθιγαν κακώς έχοντα, τα κακά της εποχής και του καιρού που ζούμε, διάφορες αναφορές για μίζες. Ούτε τον φιλόσοφο κάνω, ούτε τον παντογνώστη, αλλά μέσα στο θέατρο τόσα χρόνια, πιστεύω πως μέσα στα χρόνια υπάρχουν έργα που κατά τη δική μου άποψη ότι μπορούν να θεωρηθούν κλασικά, που μπορεί να κρατήσουν μέσα στον χρόνο, γιατί υπάρχει μια διαχρονικότητα τα οποία όταν τα πιάσεις όπως τα κοιτάζεις, αν τα ψαχουλεύεις ίσως λίγο περισσότερο θα δεις ότι απλώς άλλαξαν τα χρόνια και όχι οι καταστάσεις και η ιδιοσυγκρασία των χαρακτήρων μας.
–Ίσως να πιστεύουμε ότι τα έργα ηθογραφίας δεν έχουν νοήματα, αλλά και η «κατάχρησή» τους...
–Είναι αυτό που λες, θεωρούμε ότι δεν έχουμε νοήματα και προσπαθούμε να τα σκηνοθετήσουμε με έναν τρόπο λίγο διαφορετικό προς την κωμωδία και μόνο και καμιά φορά λίγο τσιμπημένη, που αγγίζει κάποιες φορές και λίγο τα της επιθεώρησης. Είναι το πώς θα προσεγγίσεις το έργο.
Αν θα παραχαράξω μια υπόθεση ενός έργου για να κάνω κάτι δικό μου, τότε δεν με αφορά να το κάνω. Θα γράψω κάτι δικό μου, λέει ο Βασίλης Μιχαήλ.
Να μην εξοστρακιστεί η υπόθεση
–Από την εμπειρία σου και στο παίξιμο και στη σκηνοθεσία τέτοιων παρόμοιων έργων, ποια είναι η ανατροφοδότηση που παίρνεις από τη νεολαία; Γιατί οι πιο μεγάλες ηλικίες νομίζω τα βλέπουν διαφορετικά αυτά τα έργα...
–Φέτος έκανα ένα μικρό πείραμα και είχα φέρει, παρακάλεσα κάποια παιδιά, 19, 20 χρονών, για να δει την αντιμετώπισή τους, η οποία ήταν πολύ θετική...
–Άρα μπορούν τέτοιες παραστάσεις να φέρνουν και ένα πιο νεανικό κοινό...
–Φυσικά, αλλά εξαρτάται και από τη σκηνοθεσία και το αλατοπίπερο που θα βάλεις στη δουλειά σου για να εύηχο στα αφτιά τους, ακόμα και γλωσσικά.
–Θα διακινδύνευες να ανεβάσεις ένα τέτοιο έργο με μια εντελώς σύγχρονη ματιά;
–Αν γίνει σωστή ανάγνωση του κειμένου και να ξέρεις ποια γραμμή θα ακολουθήσεις για να μην εξοστρακίσει εντελώς την υπόθεση, τότε δεν με φοβίζει να το κάνω. Αλλά διαφορετικά, αν θέλω να κάνω κάτι νέο, θα καθίσω να γράψω κάτι δικό μου.
–Άρα υπάρχει ένα όριο...
–Για μένα ναι. Βέβαια, αν καταφέρω να βγάλω την αλήθεια του κειμένου χωρίς να παρέμβω να αλλάξω την ιστορία του και αυτό που θέλει να πει και κρατήσω μια γραμμή, η οποία είναι κοντά σε αυτό που θέλει να πει ο συγγραφέας, αλλά αν θα παραχαράξω για να κάνω κάτι δικό μου τότε δεν με αφορά να το κάνω. Επαναλαμβάνω, θα γράψω κάτι δικό μου.
–Στον «Ττόφαλλο»;
–Στη συγκεκριμένη σκηνοθεσία υπάρχουν σημεία αναφοράς για το σήμερα, υπάρχει μια μοντέρνα πινελιά, όταν βάζεις σε μια ηθογραφία ένα σύγχρονο τραγούδι, ή όταν ο Μιχάλης Ττερλικκάς τραγουδάει υπό τους ήχους ηλεκτρικής κιθάρας, είναι μια άλλη ματιά.
Σημαντικές οι περιοδείες
–Πόσο σημαντικό είναι να γίνονται περιοδείες, Βασίλη, στην επαρχία;
–Δήμοι και κοινότητες μάς ρωτούν τι πρέπει να κάνουν για να φιλοξενήσουν μια παράστασή μας. Πλέον ενδιαφέρονται. Μας δέχονται με αγάπη, περιμένουν να πάμε. Πλησιάζει η καλοκαιρινή περίοδος και παίρνουν τηλέφωνο να ρωτήσουν τι ανεβάζουμε.
–Φαντάζομαι χωρίς εκπτώσεις...
–Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο... Υπάρχουν χώροι που δεν πληρούν κάποιες από τις προδιαγραφές μας. Βρίσκουμε τρόπους ωστόσο για να μπορούμε να πηγαίνουμε παντού, με το ίδιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, όπως στο θέατρό μας.
–Γιατί υποτιμάμε πολλές φορές, Βασίλη, και το κοινό των χωριών...
–Είναι αυτό που λέγαμε για την ηθογραφία και για την υποτίμηση καμιά φορά του είδους και της γλώσσας ακόμα. Μου έτυχε αρκετές φορές να με πλησιάσει κάποιος ή συναδέλφους για να μας ρωτήσουν για το θέατρο, την τέχνη...