Του Απόστολου Κουρουπάκη
«Στην περίπτωση του “Αιχμάλωτου” υποκλίνεσαι με δέος μπροστά στη δύναμη της αφήγησης για ένα τόσο ιστορικά σημαντικό γεγονός, ιδωμένο με απλότητα και βαθιά ειλικρίνεια στην ανθρώπινή του διάσταση» λέει η Μαρία Καρσερά που σκηνοθετεί την παράσταση «Αιχμάλωτος» βασισμένη στο βιβλίο του Στρατή Δούκα «Ιστορία ενός αιχμαλώτου». Η κα Καρσερά λέει πως το στοίχημα ήταν να παραμείνουν πιστοί στην απλότητα και λιτότητα του κειμένου. Τον αιχμάλωτο υποδύεται ο ηθοποιός Φώτης Αποστολίδης, ο οποίος είδε τον Κοζάκογλου όπως προδιαγράφει ο Δούκας στο αφήγημά του, ως ένα αυθεντικά απλό, λαϊκό άνθρωπο.
–Κυρία Καρσερά, ασχοληθήκατε μ’ ένα από τα πιο εμβληματικά κείμενα για την τραγωδία του 1922, φοβηθήκατε αυτή την αναμέτρηση;
–Ναι, όταν πιάνεις στα χέρια σου τέτοια μεγάλα κείμενα, η ευθύνη που νιώθεις είναι πολύ μεγάλη. Η δύναμη της πρόκλησης όμως, να αναμετρηθείς με τέτοιου μεγάλου βεληνεκούς έργα, τελικά, υπερβαίνει τον φόβο. Δεν είναι τόσο ο φόβος, όσο η ευθύνη να ανταποκριθείς σωστά απέναντι στο κείμενο, να το «διαβάσεις» σωστά, ώστε να το μεταφέρεις στη σκηνή πιστά στο πνεύμα του συγγραφέα. Από τη στιγμή που εισχωρείς μέσα στο εσωτερικό του κειμένου και αρχίζεις να αναγνωρίζεις τους μηχανισμούς του, ο φόβος δίνει τόπο στη δημιουργική διαδικασία, που ειδικά, στην περίπτωση του «Αιχμάλωτου» υποκλίνεσαι με δέος μπροστά στη δύναμη της αφήγησης για ένα τόσο ιστορικά σημαντικό γεγονός ιδωμένο με απλότητα και βαθιά ειλικρίνεια στην ανθρώπινή του διάσταση.
–Υπήρξε κάτι στο κείμενο του Στρατή Δούκα που είπατε, κατά τη δραματουργική επεξεργασία του, αυτό θέλω οπωσδήποτε να το δώσω στον θεατή;
–Ο Δούκας μεταφέρει τη διήγηση του Κοζάκογλου χωρίς περίτεχνα λογοτεχνικά ευρήματα, ο λόγος ρέει αβίαστα από το στόμα αυτού του αυθεντικού, απλού και λαϊκού ανθρώπου. Όμως, στο κείμενο πέρα από αυτό, βρίσκεις πραγματικά διαμαντάκια απίστευτου λυρισμού και ποίησης, που σίγουρα δεν το έκανε η καρδιά μου να παραβλέψω. Υπάρχει π.χ. μια σκηνή, όπου ο αφηγητής μας περιγράφει, όταν σ’ ένα χωριό εγκαταλελειμμένο βρίσκουν ένα σκυλί που πεθαίνει. Αυτή η σκηνή περιέχει τόση ευαισθησία, τόση εσωτερικότητα, τόση αλήθεια, είναι τόσο ανθρώπινη, που πραγματικά αυτή μετρά μέσα στο τεράστιο σύμπαν αυτού του μεγάλου θέματος που ονομάζεται Μικρασιατική Καταστροφή και που δεν θα μπορούσα να τη στερήσω από τον θεατή, όπως και κάποιες άλλες. Η επιτυχία του κειμένου εστιάζεται στο ότι μεταφέρει τα μικρά και «ασήμαντα», τα ανθρώπινα, μέσα στο μεγάλο σχήμα του κόσμου.
–Ποιος ήταν ο κύριος άξονας της σκηνοθετικής σας προσέγγισης;
–Από την αρχή, αυτό που αποφασίσαμε με τον Φώτη ήταν σίγουρα να αποφύγουμε τη βιωματική αναπαράσταση των γεγονότων, δηλαδή, ότι ο αφηγητής βιώνει και αναπαριστά τα γεγονότα εκείνη τη στιγμή. Θεωρώ, ότι πήραμε ένα πιο δύσκολο, αλλά πιο σωστό δρόμο ως προς τη γραμμή του κειμένου. Ο Κοζάκογλου μάς διηγείται την ιστορία από απόσταση, μας καταθέτει τα γεγονότα, αφού έχει περάσει χρόνος, βλέποντάς τα μέσα από τον φακό της μνήμης όπως τα νιώθει στο τώρα. Οι εντάσεις, οι κορυφώσεις, η συναισθηματική φόρτιση καθώς κάποιες φορές χάνεται μέσα στη μνήμη, όλα, είναι φιλτραρισμένα μέσα από το παρόν του, το πώς αξιολογεί τα γεγονότα τώρα. Το στοίχημά μας ήταν να παραμείνουμε πιστοί στην απλότητα και λιτότητα του κειμένου. Σημαντικό στοιχείο, αλληλένδετο με αυτό, είναι το ύφος που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Ο Δούκας αποφεύγει τις ωραιοποιημένες εκφράσεις, υπογραμμίζοντας έτσι, τη λαϊκή καταγωγή των λέξεων, την αμεσότητα της αφήγησης, τη χρήση του καθημερινού προφορικού λόγου, στοιχεία, που συμπληρώνουν και ολοκληρώνουν τον χαρακτήρα του αφηγητή, αλλά και τη δομή της ιστορίας, που στηρίζεται πάνω σε αλληλένδετες αναφορές γεγονότων και που διαμορφώνουν το σύνολο του κειμένου.
«Το μόνο που μπορεί κάποιος να ελπίζει, είναι ότι έστω κάποιοι λίγοι θυμούνται τα παθήματα του παρελθόντος, και ίσως κάποια μέρα, σ’ ένα μέλλον μακρινό, δεν ξέρω, αναχαιτίσουν ακόμα μια μεγάλη καταστροφή» λέει η Μαρία Καρσερά.
–Κάνατε αναγωγές με την κυπριακή τραγωδία του 1974;
–Όχι, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια να το κάνεις αυτό. Οι αναγωγές γίνονται φυσιολογικά από μόνες τους. Όταν ο αφηγητής μας μιλά για το χωριό του «σπίτια ανοικτά … πόρτες σπασμένες με τσεκούρια» οι παραλληλισμοί, και οι κύκλοι που κάνει η Ιστορία είναι ολοφάνεροι και κάποιοι από τους θεατές μας έχουν πει πόσο το έργο θα μπορούσε να είναι για το ’74 όταν μιλούν για δικούς τους αιχμαλώτους, ή όταν θυμούνται τα δικά τους ερειπωμένα χωριά.
–Απέχουμε πολύ από το συγκείμενο του 1922, νομίζετε όμως ότι η ανθρωπότητα έχει πάρει τα μαθήματά της;
–Όχι, ιδιαίτερα, δυστυχώς όχι! Οι ίδιες συνθήκες προδοσίας από τους δήθεν συμμάχους μας, τα ίδια λάθη να επαναλαμβάνονται μετά από 100 χρόνια από εμάς, που μας στοιχίζουν αγαπημένους τόπους και πατρίδες. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή τη στιγμή ζούμε ένα πόλεμο, τριγύρω μας τοπικές συγκρούσεις που όλο και φουντώνουν, οικονομική, ενεργειακή, επισιτιστική κρίση, τα ακροδεξιά κόμματα ολοένα και αυξάνουν τα ποσοστά τους, κάτι που σίγουρα καταδεικνύει ότι η ανθρωπότητα, όχι, δεν έχει πάρει τα μαθήματά της. Το μόνο που μπορεί κάποιος να ελπίζει, είναι ότι έστω κάποιοι λίγοι θυμούνται τα παθήματα του παρελθόντος, και ίσως κάποια μέρα, σ’ ένα μέλλον μακρινό, δεν ξέρω, αναχαιτίσουν ακόμα μια μεγάλη καταστροφή.
–Η «Ιστορία ενός Αιχμαλώτου», ένας μονόλογος, μετά τη «Φωτεινή» μια ιστορία πάλι για το 1922, αισθανθήκατε αυτές τις αφηγήσεις ως συμπλήρωση μιας μεγαλύτερης εικόνας;
–Με προκάλεσε πολύ η ιδέα να δω την καταστροφή μέσα από τα μάτια μιας σύγχρονης δικής μας συγγραφέα και μέσα από ένα κλασικό πλέον αφήγημα. Δύο εντελώς διαφορετικά έργα ως προς τη δομή τους, μέσα όμως, από μια κοινή θεματολογία που ενώνει Κύπρο και Ελλάδα στον αγώνα των Μικρασιατών προσφύγων για επιβίωση, για επανεγκατάσταση, για τη συνέχεια της ζωής.
Τον ρόλο του αιχμαλώτου ενσαρκώνει ο ηθοποιός Φώτης Αποστολίδης.
–Τι σας δίδαξε ο αιχμάλωτός σας;
–Να επιμένω να επενδύω στην απλότητα και στη λιτότητα, να μην τη φοβάμαι.
–Είναι ένας ήρωας της ζωής ο Νικόλας Κοζάκογλου που υποδύεται ο Φώτης Αποστολίδης;
–Ναι, αυτό ακριβώς είναι. Ο Φώτης είδε τον Κοζάκογλου όπως προδιαγράφει ο Δούκας στο αφήγημά του: ένας αυθεντικά απλός, λαϊκός άνθρωπος, με τη δική του ξεχωριστή λαλιά, με τις διακυμάνσεις της σμυρνέικης προφοράς, τη γλώσσα του σώματός του, μέσα πάντοτε από μια λιτότητα και εκφραστική καθαρότητα, που ήταν το ζητούμενό μας από την αρχή. Αυτοί οι άνθρωποι είναι πάντα ήρωες της ζωής, γιατί ξέρουν πώς να επιβιώνουν μέσα από δεινά και ταλαιπωρίες, ξέρουν τι σημαίνει ελευθερία.