Kathimerini.gr
Ελένη Σαμπάνη
Οταν μία παρέα εικοσάρηδων μαζεύεται σε ένα σπίτι για να δει το «Πνεύμα των Χριστουγέννων» του 1951, σε σκηνοθεσία Μπράιαν Ντέσμοντ Χερστ, είναι κάτι που μοιάζει περισσότερο με κοινωνικό πείραμα παρά με νορμάλ βραδινή προβολή Σαββάτου, από αυτές που συνηθίζει να διοργανώνει η Gen-Z, όταν δεν χορεύει σε κάποιο από τα αθηναϊκά μπαρ.
Παρόλο που η ιστορία του Σκρουτζ είναι, σχεδόν για όλους μας, κάτι σαν a priori γνώση, αφήσαμε για λίγο το σκρολάρισμα στον πολύχρωμο κόσμο του Instagram για να δούμε για πρώτη φορά τον Αλαστερ Σιμ να υποδύεται τον τσιγκούνη και αντιπαθή Εμπενίζερ Σκρουτζ, με τα μάτια μας να προσπαθούν να συνηθίσουν τις ασπρόμαυρες εναλλαγές εικόνων.
Οπως ήδη θα γνωρίζετε, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων ο πρωταγωνιστής δέχεται την επίσκεψη τριών φαντασμάτων: το πρώτο είναι αυτό του παλιού συνεταίρου του, Τζέικομπ Μάρλεϊ, ο οποίος έχει πεθάνει εδώ και επτά χρόνια και μπλεγμένος από βαριές αλυσίδες και κουτιά γεμάτα με χρήματα, που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας άπληστης ζωής, προειδοποιεί τον παλιό του φίλο να αλλάξει συμπεριφορά πριν καταλήξει σαν και εκείνον. Ο Μάρλεϊ εκπροσωπεί το παρελθόν, ενώ τα άλλα δύο πνεύματα το παρόν και το μέλλον, το οποίο φαίνεται ζοφερό καθώς ο Σκρουτζ πρόκειται να πεθάνει δίχως να λείψει και σε κανέναν.
Τα φαντάσματα
«Από παιδί, όταν είχα πρωτοδεί κάποια από τις πάμπολλες εκδοχές του παραμυθιού, σε κάποιο DVD (ωραία, φίλε, είπα DVD και ήδη αισθάνθηκα γριά, Gen-Z λένε μετά), θυμάμαι να με στενοχωρεί τρελά το πνεύμα του μέλλοντος. Ετσι και τώρα. Με φρικάρει ακόμη, το φοβάμαι κι εγώ μαζί με τον Σκρουτζ», λέει η Χριστίνα και η Σταυρούλα συμφωνεί μαζί της, ενώ τα αγόρια της παρέας βρίσκουν περισσότερο ενδιαφέρον το φάντασμα του παρελθόντος.
Προσωπικά, αν και πιο πολύ με συγκίνησε το φάντασμα του παρόντος, που μεταφέρει τον Σκρουτζ στο σπίτι του φτωχού υπαλλήλου του, μόλις εμφανίστηκε στην οθόνη με έκανε να γελάσω. Σωστά τον περιέγραψε η Χριστίνα σαν έναν χριστουγεννιάτικο Διόνυσο με στεφάνι στα μαλλιά, μούσια και μια κάπα που έμοιαζε με την κόκκινη της κόκα-κόλα. «Καρικατούρες; Αν εννοούμε την υπερβολική, κωμική παρουσίαση των χαρακτήρων, τότε σίγουρα είναι. Ο τρόπος που εκφράζονται οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι υπερβολικός. Θεατρικός, ίσως», αναφέρει ο Ορέστης και ο Κώστας διαφωνεί μαζί του, σημειώνοντας ότι «περισσότερο μου φαίνονται σαν πρόσωπα της εποχής. Αλλωστε, οι παραμυθάδες λατρεύουν τις έντονες εναλλαγές και τις τραβηγμένες προσωπικότητες» και συνεχίζει λέγοντας ότι αυτό που τον προβλημάτισε περισσότερο είναι ο τρόπος που παρουσιάζονται το καλό και το κακό: «Η ταινία δημιουργεί ένα έντονο δίπολο: οι επιχειρηματίες εμφανίζονται κακοί, δυστυχισμένοι και άκαρδοι, ενώ οι εργάτες ευτυχισμένοι και γεμάτοι ανθρωπιά. Πιστεύω ότι η ανθρώπινη φύση δεν περιορίζεται σε τόσο ξεκάθαρους διαχωρισμούς, γιατί όλοι έχουμε μέσα μας πολλές πτυχές και αποχρώσεις, φωτεινές και σκοτεινές, είτε έχουμε χρήματα είτε όχι». Από την άλλη πλευρά, η Σταυρούλα θεωρεί πως δεν πρόκειται για δίπολο, αφού «στο τέλος η ίδια η ιστορία ανατρέπει το ποιος είναι καλός και ποιος είναι κακός. Ο πλούσιος και τσιγκούνης Σκρουτζ αλλάζει εντελώς συμπεριφορά, αν και παραμένει ακόμη πλούσιος. Δεν χάνει τα λεφτά του και μετά γίνεται “άνθρωπος”». Ο Ορέστης, ο μόνος που έχει δει ήδη μία φορά την ταινία, συμπληρώνει ότι «το θετικό είναι πως μία ιστορία γραμμένη το 1843 παρουσιάζει το καλό και το κακό ως αποτέλεσμα συνθηκών και όχι ως κάτι που έχουμε εκ φύσεως».
Ο Αλαστερ Σιμ ως Εμπενίζερ Σκρουτζ και ο Φράνσις ντε Βολφ που υποδύεται το πνεύμα του παρόντος, σε σκηνή από την ταινία του 1951 που κλήθηκαν να δουν πέντε εικοσάχρονοι
Τσιγκουνιά στον χρόνο
«Σήμερα τσιγκουνιά υπάρχει περισσότερο στα συναισθήματα και στον χρόνο μας. Γρηγορότερο Ιντερνετ, γρηγορότερες μεταφορές, γρηγορότερες συνομιλίες. Ε, και σ’ αυτή την εποχή που πασχίζουμε να “σώσουμε” χρόνο από χίλια δυο, για να τον καταναλώσουμε δημιουργικότερα αλλού, πάλι όλοι λέμε: “Aχ, δεν έχω καθόλου ελεύθερο χρόνο”», απαντάει η Χριστίνα όταν τη ρωτάω αν υπάρχει σήμερα Σκρουτζ και συνεχίζει: «Αν ένας Ντίκενς ξαναέφτιαχνε τον Σκρουτζ, αυτός θα ήταν ένας corporate, νευρωτικός καριερίστας που θα απαντούσε μειλίχια στα επαγγελματικά του emails, ενώ στους δικούς του ανθρώπους θα έδινε ψίχουλα επικοινωνίας».
Ο Ορέστης φαίνεται να συμφωνεί και προσθέτει ότι «η εποχή που ζούμε αποτελεί, μάλλον, ακόμη πιο εύφορο έδαφος για νέους Σκρουτζ από την εποχή που γυρίστηκε η ταινία. Ισως να είναι ένας εαυτός που έχουμε μάθει να κρύβουμε στα σόσιαλ μίντια, επειδή φοβόμαστε την κοινωνική κατακραυγή» και εδώ η Σταυρούλα διαπιστώνει ότι «Σκρουτζ ίσον ινφλουένσερ. Αν όχι όλοι, πολλοί από αυτούς εκθέτουν τον πλούτο τους στα σόσιαλ μίντια, αδιαφορώντας για τους άλλους». Τέλος, ο Κώστας, ενώ συμφωνεί με τους υπόλοιπους, εντοπίζει τον σύγχρονο Σκρουτζ και κάπου αλλού: «Δες απλώς τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης όσων δουλεύουν εποχικά στα ελληνικά νησιά. Ο Σκρουτζ της εκμετάλλευσης, της απληστίας και του αυταρχισμού υπάρχει σίγουρα».