Του ΑΝΤΡΕΑ ΤΙΜΟΘΕΟΥ
Τι μας διδάσκει η τελευταία και περιβόητη ταινία «Maria», αφιερωμένη στη Μαρία Κάλλας, με πρωταγωνίστρια την Αντζελίνα Τζολί σε σκηνοθεσία του Πάμπλο Λαραΐν; Πως μάλλον είναι πολύ τυχεροί οι μεγάλοι καλλιτέχνες που αφήνουν πίσω τους μια οικογένεια, η οποία τους αγαπάει και τους νοιάζεται πραγματικά, ώστε να είναι σε θέση να αντιδράσει και να σταματήσει τον διασυρμό τους μέσα από ενστικτώδεις προσπάθειες, απόδοσης ή ερμηνείας της ζωής τους. Πως δυστυχώς, η εκμετάλλευση της λάμψης κάποιων ανθρώπων από κάποιους άλλους, σταματημό δεν έχει, αφού δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα. Πως μετά τον θάνατό σου εύκολα οι άνθρωποι κατακρεουργούν την αλήθεια σου.
Βέβαια για το φαινόμενο του λυρικού τραγουδιού, Μαρία Κάλλας, έχουν γραφτεί φοβερά και τρομερά, τα οποία ωστόσο σχολιάστηκαν μεμονωμένα ή και καθόλου, και ξεχάστηκαν. Αυτό βέβαια συμβαίνει, γιατί είμαστε λαός που δεν αρέσκεται στο διάβασμα και έτσι ποτέ δεν έφτασαν πολλά από αυτά στην κοινή γνώμη. Μια ταινία, όμως, πολύ πιο εύκολα θα παγιώσει στις αντιλήψεις των μαζών το τι ήταν η Κάλλας, και εν προκειμένω, με τον χειρότερο τρόπο, κι αυτό είναι τουλάχιστον λυπηρό. Αυτό ακριβώς ένιωσα, όταν ολοκλήρωσα τη θέαση της εν λόγω ταινίας, λύπη. Λύπη γι’ αυτή τη σπουδαία καλλιτέχνιδα, της οποίας ο σκηνοθέτης Πάμπλο Λαραΐν αμαυρώνει τη μνήμη της, παρουσιάζοντάς μας μια μισότρελη γυναίκα, εξαρτημένη από φάρμακα και ουσίες, τις τελευταίες μέρες της ζωής της.
Ναι, η σκηνογραφία, τα κοστούμια, τα υπέροχα πλάνα του φθινοπωρινού Παρισιού, το επιβλητικό Τροκαντερό και η όμορφη γειτονιά της Μαρίας Κάλλας στη λεωφόρο Georges Mandel, δημιουργούν μια ιδανική ατμόσφαιρα. Η φοβερή αφοσίωση της Τζολί σε αυτό που ανέλαβε είναι εντυπωσιακή και η απόδοση της ελληνοαμερικανικής προφοράς της Μαρίας Κάλλας στην αγγλική γλώσσα, υποδειγματική. Πράγματι έγινε, σοβαρή μελέτη προς αρκετές κατευθύνσεις, ωστόσο υπάρχουν αρκετά θέματα στην ταινία που προσβάλλουν τη μνήμη όχι μόνο της ίδιας της Κάλλας, αλλά και κοντινών της ανθρώπων.
Κάποιοι διάλογοι ήταν πέραν από κάθε αμφιβολία τόσο ξένοι και ανυπόστατοι, ως προς την αντίληψη της Κάλλας. Οι πιασάρικες ατάκες που της χρέωσαν, το μόνο που δείχνουν είναι πόσο λίγο εννοήσαν της ιδιοσυγκρασία της. Ντράπηκαν οι λέξεις, αλλά δεν ντράπηκαν οι άνθρωποι και τα στόματα… Ενώ σε κάποια σημεία φαίνεται πως έγινε μια κάποια ιστορική μελέτη, σε κάποια άλλα στηρίχθηκαν ξεκάθαρα σε εικασίες, που καλό θα ήταν να έμεναν στη σιωπή.
Η Κάλλας θα είναι για πάντα, όσα και ό,τι υπήρξε, μέσα από τη μουσική της. Όλα τα υπόλοιπα, τα τρωτά και ανθρώπινα, δεν αφορούν μια καλλιτέχνιδα του μεγέθους της. Άλλωστε, στο τελευταίο δίλεπτο της ταινίας, όπου προβάλλεται η γυναίκα, το είδωλο, η ντίβα, η ιέρεια, λάμπει όλη της η αλήθεια, ρίχνοντας στην πυρά ό,τι προηγήθηκε.
Και για να είμαι ξεκάθαρος! Δεν περίμενα να αποδοθεί το μεγαλείο της Κάλλας. Καμία με βεβαιότητα δεν θα μπορούσε να το αναστήσει. Περίμενα όμως μια τόσο μεγαλεπήβολη δουλειά να είχε ως κύριο μέλημά της την απόδοση τιμής σε αυτή τη σπουδαία γυναίκα, παρά την αποδόμησή της. Προφητικά θα έλεγα, η ίδια κάποτε σε συνέντευξή της στην γαλλική τηλεόραση με τον Bernard Gavoty είχε πει: «Χρειάζεστε τα είδωλα, αλλά τα καταστρέφετε πολύ εύκολα. Τη στιγμή που θα αρρωστήσουν, θα είναι εύθραυστα ή που περνούν μια δυσκολία και χρειάζονται βοήθεια, τότε ακριβώς είναι που τα καταστρέφετε». Ακόμα και τα μισά να ήταν αλήθεια απ’ όσα είδαμε, γιατί να επιλέξει κανείς να ρίξει φως σε αυτά, τη στιγμή που έχει τόσους λόγους και τρόπους να προβάλει το φαινόμενο, την ιδιοφυία, το αστέρι Κάλλας;
Και κάτι τελευταίο: Οι σύγχρονες επεμβάσεις προσώπου και γενικότερα αυτό που η κοινωνική νόρμα μάς επιβάλλει να θεωρούμε σήμερα αισθητική περιποίηση και «ομορφιά», βγάζει εκτός εποχής, από μόνο του, οποιαδήποτε προσπάθεια ηθοποιού να μπει ουσιαστικά σε μια άλλη εποχή. Η λάμψη αφορούσε τη Μαρία, το αψεγάδιαστο είναι δουλειά του σήμερα...
Ο κ. Αντρέας Τιμοθέου είναι εκπαιδευτικός, λογοτέχνης.