Kathimerini.gr
Παρά τις επιφυλάξεις που έχουν διατυπωθεί περιστασιακά για τις συναυλίες κλασικής μουσικής σε ανοιχτούς χώρους, η Ανε-Ζοφί Μούτερ κάθε άλλο παρά πιστεύει ότι το Ηρώδειο αντιμετωπίζει οποιοδήποτε ζήτημα ακουστικής. Αλλωστε, η διάσημη Γερμανίδα βιολονίστρια, η οποία στις 12 Ιουνίου θα εμφανιστεί στο ρωμαϊκό ωδείο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, έχει ξαναβρεθεί στην ίδια σκηνή (αλλά και στις κερκίδες απέναντί της) και ανυπομονεί να επιστρέψει. «Η κατασκευή των θεάτρων εκείνη την εποχή παρήγε τόσο τέλεια ακουστική», λέει στην «Κ» η Μούτερ εντυπωσιασμένη, «που καμιά φορά αναρωτιέμαι, πώς γίνεται να τα κατάφερναν οι άνθρωποι τότε, αλλά σήμερα να είναι ενίοτε πολύ δύσκολο να πετύχουμε μια εξίσου καλή ποιότητα ήχου».
Η ίδια έμαθε τα πρώτα μυστικά της τέχνης της σε ηλικία πέντε ετών. Με την παρότρυνση των φιλόμουσων γονιών της, άρχισε να παίζει πιάνο, το οποίο γρήγορα αντικατέστησε με το βιολί. Η πρώτη της δημόσια εμφάνιση ήρθε το 1972, στα 9 της, με την κρατική ορχήστρα Winterthurer, ενώ λίγο αργότερα την άκουσε στο φεστιβάλ της Λουκέρνης ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν και την προσκάλεσε σε μια οντισιόν με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου. «Το μεγαλύτερο μουσικό θαύμα από την εποχή του νεαρού Μενουχίν», είπε ο σπουδαίος μαέστρος και σύντομα ξεκίνησε για τη Μούτερ μια λαμπερή καριέρα με εμφανίσεις στις μεγαλύτερες αίθουσες, με πολυάριθμες ηχογραφήσεις, έργα που γράφτηκαν για εκείνη και πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων τέσσερα Γκράμι.
Ποια θα έλεγε ότι είναι η μεγαλύτερη επίδραση που της άσκησε ο Κάραγιαν; Η Ανε-Ζοφί Μούτερ αποκρίνεται κατ’ αρχάς ότι σαν μέντοράς της, ο σπουδαίος μαέστρος τής έδωσε την έμπνευση να γίνει κι εκείνη κάτι αντίστοιχο για τη νέα γενιά (η ίδια δημιούργησε το 2008 ένα μουσικό ίδρυμα που φέρει το όνομά της και από το οποίο προέρχεται και το σύνολο «Mutter’s Virtuozi», που θα τη συνοδεύσει στο Ηρώδειο). «Ο Κάραγιαν συνήθιζε να λέει κάτι πολύ ωραίο», θυμάται σήμερα η Μούτερ και παραθέτει τη φράση που μάλλον και η ίδια μεταφέρει στους μαθητές της: «Αν αισθάνεσαι ότι έχεις πετύχει όλους τους στόχους σου, τότε πιθανότατα είναι πολύ χαμηλοί».
«Αν αισθάνεσαι ότι έχεις πετύχει όλους τους στόχους σου, τότε πιθανότατα είναι πολύ χαμηλοί», συνήθιζε να λέει ο Κάραγιαν.
Το γεγονός ότι η σύγχρονη εποχή μοιάζει να μην παράγει «θρύλους» τέτοιου βεληνεκούς, δεν είναι απαραιτήτως κακό κατά τη γνώμη της. Υπάρχουν, εξάλλου, και άλλα μουσικά ινδάλματα –η Κάλλας, ο Χόροβιτς, ο Χάιφετς κ.ά.– που δεν έχουν ξεθωριάσει. «Είναι αλήθεια πάντως αυτό που λες», λέει η Μούτερ και συνεχίζει: «Μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι έχουμε τόσες μουσικές πλατφόρμες που προσφέρουν μεγάλο πλήθος καλλιτεχνών. Ισως όμως να υπάρχει και έλλειψη τόσο μεγάλων προσωπικοτήτων. Εχουμε εξαιρετικούς μαέστρους, αλλά ο Κάραγιαν ήταν μοναδικός όσον αφορά την ποσότητα δίσκων που ηχογραφούσε. Σήμερα, στο YouTube μπορούν να έχουν παρουσία σχεδόν όλοι, κάτι που διευρύνει το τοπίο και που ενώ κάνει πολλούς ανθρώπους δημοφιλείς, λίγοι από αυτούς γίνονται θρύλοι».
Μιλώντας πάντως για «διεύρυνση», ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ίδιο το πρόγραμμα της συναυλίας στο Ηρώδειο. Εκτός από την ελληνική πρεμιέρα ενός έργου του Αντρέ Πρεβέν (1929-2019), ο οποίος υπήρξε σύντροφος της Μούτερ, εκτός από κοντσέρτα του Βιβάλντι και του Μπαχ, το κοινό θα ακούσει και ένα ακόμη, γραμμένο από τον Ζοζέφ Μπολόν ντε Σεντ Ζορζ (1745-1799), που υπήρξε ο πρώτος Ευρωπαίος συνθέτης με αφρικανική καταγωγή. Δεν είναι πολύ γνωστός· ένα ερώτημα επομένως προς τη Μούτερ έχει να κάνει με τη συμπεριληπτικότητα στην κλασική μουσική.
«Νομίζω ότι το πρόβλημα υπάρχει στο πώς επιλέγουμε ρεπερτόριο και μουσικούς», απαντά η βιολονίστρια. «Θα έλεγα ότι, ναι, δυστυχώς, η βιομηχανία της κλασικής μουσικής δεν είναι εντελώς μη ρατσιστική, ούτε εντελώς μη σεξιστική, κάτι που αντανακλά την κοινωνία. Νομίζω όμως ότι έχουμε επίγνωση του προβλήματος περισσότερο από ποτέ και οι πιο πολλοί από εμάς εργαζόμαστε για μεγαλύτερη ισότητα. Λυπάμαι που δεν έθεσα νωρίτερα το ζήτημα της παρουσίας των γυναικών και των έγχρωμων ατόμων στον χώρο της σύνθεσης, το θέτω όμως τώρα. Ο Ζοζέφ Μπολόν, του οποίου η μητέρα καταγόταν από τη Γουαδελούπη, ήταν ένας από τους καλύτερους βιολιστές της Ευρώπης, αλλά και ένας καταπληκτικός αθλητής – ξιφομάχος. Πήρε επίσης μέρος στη Γαλλική Επανάσταση, ενώ συμμετείχε και στο σύνολο μουσικής δωματίου της Μαρίας Αντουανέτας. Διηύθυνε έργα του Χάιντν στο Παρίσι – δεν ξέρω γιατί η Ιστορία τον αγνόησε. Είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα ζωή και ήταν, με κάθε έννοια της λέξης, μια πολύχρωμη προσωπικότητα».
Η Μούτερ με το αγαπημένο της βιολί, ένα Στραντιβάριους του 1710, επονομαζόμενο ως «Στραντιβάριους Νταν-Ρέιβεν».
Δεν υπάρχει κάτι που να μην μπορεί να κάνει το Στραντιβάριους
Επειτα από τόσες συναυλίες, ηχογραφήσεις, συνεργασίες και βραβεία, έχει συμβεί άραγε στην Ανε-Ζοφί Μούτερ να αναθεωρήσει τα μουσικά της γούστα και να αρχίσει να απολαμβάνει συνθέσεις που παλιότερα δεν εκτιμούσε τόσο; «Η αλήθεια είναι ότι ως έφηβη, δεν έτρεφα μεγάλη συμπάθεια για τη σύγχρονη μουσική, ιδιαίτερα τη δωδεκατονική», αποκρίνεται. «Μέσα στα χρόνια όμως, καθώς ήρθα πιο κοντά στον κόσμο της σύγχρονης μουσικής συνολικά, νομίζω ότι την αγάπησα. Τώρα πια, παίζω πολύ μοντέρνες συνθέσεις σε τακτική βάση. Πρέπει επίσης να πω ότι εδώ και λίγα χρόνια η μουσική του Τζον Γουίλιαμς αποτελεί για μένα ένα εδραιωμένο πάθος. Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο μεγάλο δώρο είναι η παρουσία του στη ζωή μου (σ.σ.: ο Αμερικανός συνθέτης έχει γράψει μουσική για τη Μούτερ, με την οποία έχει συνεργαστεί επίσης σε συναυλίες και ηχογραφήσεις των έργων του). Στο ανκόρ της συναυλίας στο Ηρώδειο θα παίξω και μερικά κινηματογραφικά κομμάτια του Γουίλιαμς, κάτι για το οποίο ανυπομονώ».
Το αγαπημένο της βιολί είναι εκείνο που «επιστρατεύει» στις σημαντικότερες εμφανίσεις και ηχογραφήσεις της: ένα Στραντιβάριους του 1710, επονομαζόμενο ως το «Στραντιβάριους Νταν-Ρέιβεν», το οποίο η Γερμανίδα απέκτησε πριν από σαράντα χρόνια. «Αυτό το όργανο είναι σαν μαγικό κουτί», λέει. «Δεν υπάρχει τίποτε που να μην μπορεί να κάνει αυτό το βιολί – εγώ είμαι που έχω όρια, ενώ εκείνο έχει απεριόριστες δυνατότητες. Είναι απίστευτο, είναι ένα όμορφο θαύμα».
Ο Φέντερερ
Με ανάλογο θαυμασμό –και παρά τη δική της δεξιοτεχνία ή ίσως ακριβώς εξαιτίας της– μιλάει η Μούτερ για το ταλέντο του… τενίστα Ρότζερ Φέντερερ, ο οποίος εμφανίζεται και σε ένα πρόσφατο ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο της βιολονίστριας, το οποίο σκηνοθέτησε η Ζίγκριντ Φάλτιν και έχει τίτλο «Vivace». Είναι δόκιμη μια σύγκριση ανάμεσα στο να παίζει κανείς τένις και να παίζει βιολί; «Υπάρχουν πολλοί παραλληλισμοί, για αυτό και η συζήτησή μου με τον Ρότζερ ήταν τόσο ενδιαφέρουσα», λέει η Μούτερ και εξηγεί: «Ενας παραλληλισμός έχει να κάνει με το δεξί χέρι του τενίστα, με το πώς αισθάνεται εκείνος τη ροή της κίνησής του και τη στιγμή που χτυπάει με τη ρακέτα το μπαλάκι. Ρώτησα λοιπόν τον Ρότζερ πώς ακριβώς αισθάνεται όταν το πετυχαίνει εν κινήσει, με το ιδανικό σημείο της ρακέτας του. Ενα τέτοιο ιδανικό σημείο υφίσταται και στην ένωση του δοξαριού με τις χορδές του βιολιού. Ο Ρότζερ λοιπόν είπε ότι, όταν βρίσκει αυτό το ιδανικό σημείο, κάτι που προφανώς συμβαίνει συχνά, είναι σαν να κόβει βούτυρο με καυτό μαχαίρι. Συμβαίνει εντελώς αβίαστα, χωρίς καμία αντίσταση. Γίνεσαι ένα με τη ρακέτα και το μπαλάκι, όπως γίνεσαι ένα με το δοξάρι και το βιολί. Επειτα, είναι και οι καλλιτεχνικές αρετές του. Ο Ρότζερ προσεγγίζει το μπαλάκι με έναν τρόπο που νομίζεις ότι είναι αδύνατον να το χτυπήσει και έπειτα κάνει κάτι που δεν το έχεις ξαναδεί, υπεράνθρωπο. Παίρνει ρίσκα, γιατί αγαπά αυτό που κάνει και είναι περίεργος να δει πού μπορεί να φτάσει. Τα δίνει όλα, κάθε φορά. Και δεν είναι ακριβώς τελειομανής, ποτέ δεν ήταν. Ναι, όταν έπαιζε ήταν τέλειος, αλλά δεν ήταν αυτός ο σκοπός του. Ο σκοπός του ήταν να φέρει τη χαρά στο κορτ, κάνοντας κάτι αδύνατο. Αυτό πάνω-κάτω οφείλει να κάνει και ένας μουσικός».
Κάλεσμα
Αυτό πάνω-κάτω είναι επίσης και το επιχείρημα –το κάλεσμα πιο σωστά– της Ανε-Ζοφί Μούτερ προς κάποιον που δεν γνωρίζει πολλά από κλασική μουσική, αλλά έχει περιέργεια να την ακούσει στο Ηρώδειο. «Στην Αθήνα έρχομαι με ένα σύνολο μουσικών από 14 διαφορετικά έθνη», καταλήγει η Γερμανίδα. «Είναι νέοι άνθρωποι από όλο τον κόσμο, που έχουν το πάθος να εκφραστούν και να δώσουν χαρά στον ακροατή. Η μουσική είναι μια γιορτή της ζωής, της κοινότητας, είναι ζωή η ίδια. Περιλαμβάνει όλα τα αισθήματα για τα οποία είμαστε ικανοί και περισσότερα. Ειδικά μια συναυλία στο Ηρώδειο είναι, κατά τη γνώμη μου, το πλησιέστερο που μπορείς να φτάσεις στον παράδεισο. Είναι ο πιο πνευματικός χώρος που γνωρίζω για να παίξει κανείς μουσική και πραγματικά, δεν βλέπω την ώρα να μοιραστώ αυτή τη στιγμή με το κοινό».