Kathimerini.gr
Πέθανε στα 74 του χρόνια ο Κλάους Σούλτσε, πρωτοπόρος της γερμανικής ηλεκτρονικής μουσικής.
Την είδηση έκανε γνωστή ο Φρανκ Ούλε και διευθυντής του label του Κλάους Σούλτσε, SVP, γράφοντας: «Χάσαμε έναν καλό φίλο -έναν από τους πιο επιδραστικούς και σημαντικούς συνθέτες ηλεκτρονικής μουσικής- έναν αποφασισμένο άνθρωπο και έναν εξαιρετικό καλλιτέχνη. Η σκέψη μας αυτές τις ώρες είναι με τη σύζυγό του, τους γιους και την οικογένειά του. Η πάντα ευχάριστη φύση του, το καινοτόμο πνεύμα του και ο εντυπωσιακός όγκος δουλειάς του θα μείνουν ανεξίτηλα στη μνήμη μας».
Ο Σούλτσε γεννήθηκε το 1947 στο Βερολίνο και έπαιξε διάφορα όργανα σε διαφορετικά σχήματα, πριν καθίσει πίσω από τα ντραμς για τους Tangerine Dream το 1969. Με τη μπάντα του Έντγκαρ Φρόουζε, ο Σούλτσε ηχογράφησε το ντεμπούτο τους, «Electronic Meditation» (1970) για να αποχωρήσει λίγο μετά και να δημιουργήσει τους Ash Ra Tempel. Παρ’ όλα αυτά, ο δρόμος τους ξαναδιασταυρώθηλε για σύντομα διαστήματα με αυτόν των Tangerine Dream στη δεκαετία του ‘70 αλλά και του ‘00.
Βραχύβια αποδείχθηκε και η θητεία του στην kraut μπάντα που έστησε με τους Μάνουελ Γκότσινγκ και Χάρτμουτ Ένκε, με τους οποίους έμεινε πάλι για έναν δίσκο, το ομώνυμο ντεμπούτο των Ash Ra Tempel.
Από εκεί ξεκίνησε ένα σόλο μουσικό ταξίδι για τον Κλάους Σούλτσε, με την πρώτη του προσωπική δουλειά, «Irrlicht», να έρχεται έναν χρόνο αργότερα. Ήδη από τα πρώτα του μουσικά βήματα, ο Γερμανός μουσικός προσέγγιζε τα μουσικά όργανα με μία πειραματική διάθεση. Στον δεύτερο δίσκο του «Cyborg» προσέθεσε και synthesizers στην εξίσωση, όργανο που θα συνέχιζε να χρησιμοποιεί. Ο εν λόγω δίσκος θεωρήθηκε επίσης πως λειτούργησε και ως μια πρώιμη επιρροή για την ambient.
Πάνω από 50 σόλο δουλειές κυκλοφόρησε έκτοτε ο Κλάους Σούλτσε -μάλιστα, είχε πρόσφατα ανακοινωθεί μια νέα δισκογραφική δουλειά του με τίτλο «Deus Arrakis», η κυκλοφορία του οποίου ήταν προγραμματισμένη για τις 10 Ιουνίου.
Η αγάπη του Σούλτσε δεν περιοριζόταν μόνο στον τίτλο αυτού που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του δισκογραφικά. To 1979 κυκλοφόρησε έναν δίσκο με τίτλο «Dune», ενώ πιο πρόσφατα, είχε συνεργαστεί με τον Χανς Ζίμερ για το soundtrack του «Blade Runner: 2049» του Ντενί Βιλνέβ.
Ανάμεσα στις συνεργασίες του Σούλτσε, ήταν κι αυτή με τη Λίζα Γκέραρντ των Dead Can Dance για την οποία εκτέλεσε χρέη παραγωγού, ενώ ηχογράφησαν μαζί και live δίσκους.
Το έργο του Κλάους Σούλτσε θα μνημονεύεται για τα επιβλητικά ηχητοπία που έδειξαν τον δρόμο στην ambient και τη new age μουσική, αλλά έχει χαρακτηριστεί επίσης και «νονός της techno», μιας και στο «Timewind» του 1975 εισήγαγε το στοιχείο της επαναληπτικότητας ηχητικών μοτίβων, ένα ζωτικής σημασίας στοιχεία για την dance μουσική.
Με πληροφορίες από τον Guardian και το Pitchfork.