Kathimerini.gr
«Ασκούμε βία στον εαυτό μας και εκμεταλλευόμαστε τον εαυτό μας. Η βία που ασκείται από έναν τρίτο έχει αντικατασταθεί από βία που ασκείται από εμάς, που είναι πιο μοιραία γιατί το θύμα αυτής της βίας νομίζει ότι είναι ελεύθερο», λέει ο Μπιουνγκ Τσουλ Χαν στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του με τίτλο «Η κοινωνία της κόπωσης». Αραγε ζούμε για να δουλεύουμε ή δουλεύουμε για να ζούμε; Και, τέλος πάντων, γιατί όλο και περισσότεροι άνθρωποι σε τελείως διαφορετικά πλαίσια παραγωγής και εργασίας, δηλώνουν εξουθενωμένοι και ανικανοποίητοι πολλές φορές με τη δουλειά τους;
Ισως δεν είναι τυχαίο που τελευταία τα κινητά μας έχουν κατακλυστεί από διαφημίσεις σεμιναρίων που φέρουν τίτλους όπως: «Πώς να γλιτώσετε από το burnout» ή «Καταπολεμήστε την εργασιακή εξουθένωση». Αλλωστε ο αλγόριθμος γνωρίζει καλύτερα από εμάς και το πρόβλημα και τη λύση σε αυτό.
Μετά τον Φουκό
Ο Νοτιοκορεάτης στοχαστής στο συγκεκριμένο βιβλίο ισχυρίζεται ότι έχουμε περάσει από την κοινωνία της πειθαρχίας, του Φουκό, όπου τα άτομα εξαναγκάζονται σε συμμόρφωση από συγκεκριμένους φορείς εξουσίας, στην «κοινωνία της επίδοσης», η οποία στηρίζεται στον εξαναγκασμό του εαυτού και στην αυτοεκμετάλλευση. Οπως εξηγεί ήδη από την αρχή του μικρού αυτού βιβλίου των 109 σελίδων, αυτό συμβαίνει διότι η αυτοεκμετάλλευση είναι πολύ πιο αποτελεσματική, καθώς δημιουργεί την ψευδαίσθηση στο άτομο ότι είναι ελεύθερο και ότι εκείνο ορίζει τους στόχους του, τους οποίους θέλει να πετύχει με κάθε κόστος. Το ζήτημα είναι ότι οι στόχοι αυτοί, είτε εκπληρώνονται είτε όχι, δεν έχουν τέλος. Τίθενται όλο και περισσότεροι, με αποτέλεσμα να υποβάλλεται ο εαυτός σε μια διαδικασία «εθελοντικής εξάντλησης», προσηλωμένος στις επιδόσεις του. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Χαν στο βιβλίο του, το υποκείμενο μοιάζει με τον Προμηθέα και συγκεκριμένα με τον αετό, που κατασπαράζει κάθε μέρα το συκώτι του το οποίο αναπλάθεται ξανά. Αν θεωρήσουμε ότι αυτός ο αετός είναι το alter ego του, τότε η σχέση μεταξύ Προμηθέα και εαυτού είναι μία πονετική σχέση αυτοεκμετάλλευσης.
«Ζούμε σε μια κοινωνία η οποία έχει φετιχοποιήσει την επιτυχία. Για παράδειγμα την απόκτηση χρήματος, την κατανάλωση, το εμπόρευμα. Είμαστε σε έναν τροχό του χάμστερ, ο οποίος κινείται συνεχώς γύρω από αυτές τις έννοιες. Αυτά όμως δεν μπορείς να τα επιτυγχάνεις σε μόνιμη βάση. Εκεί έρχεται το burnout – η κούραση», μας λέει ο Βασίλης Τσαλής, ένας από τους μεταφραστές των βιβλίων του Χαν ο οποίος, όπως δήλωσε στην «Κ», ήρθε εντελώς τυχαία σε επαφή με το έργο του.
Το πρώτο βιβλίο του που διάβασε ήταν «Η κοινωνία της κόπωσης», που εκδόθηκε στα ελληνικά το 2015 σε μετάφραση Ανδρέα Κράουζε, κεντρίζοντάς του το ενδιαφέρον και οδηγώντας τον στο να μεταφράσει τέσσερα επόμενα βιβλία του: «Η κοινωνία της παρηγοριάς», «Ψυχοπολιτική», «Η τοπολογία της βίας» και «Για την εξαφάνιση των τελετουργιών», που περιστρέφονται γύρω από την ίδια θεματική, προσθέτοντας κάθε φορά μία επιπλέον μεταβλητή στην εξίσωση.
Πρόκειται για ιδιαίτερη περίπτωση στοχαστή, που επιλέγει να γράφει στα γερμανικά, αν και η μητρική του γλώσσα είναι τα κορεατικά. Ζει στο Βερολίνο και, όπως έχει δηλώσει στις ελάχιστες συνεντεύξεις που έχει παραχωρήσει σε ξένα ειδησεογραφικά μέσα τα προηγούμενα χρόνια, παίζει καθημερινά πιάνο, φροντίζει τον κήπο του και σύμφωνα με τον ίδιο γράφει πολύ λίγο, παρόλο που εδώ και περίπου 20 χρόνια εκδίδει κάθε χρόνο από ένα βιβλίο. Οπως μας λέει ο κ. Τσαλής, «ο Χαν διατείνεται ότι είναι τεμπέλης και ότι δεν εργάζεται πάνω από δύο με τρεις ώρες την ημέρα». Θα μπορούσαμε εύκολα να τον ταυτίσουμε με τον πρωταγωνιστή του Βιμ Βέντερς στην ταινία «Υπέροχες μέρες», όπου εκεί παρατηρούμε έναν άνθρωπο, ο οποίος πράγματι έχει καταφέρει να «κατέβει από τον τροχό του χάμστερ», απολαμβάνοντας τη ζωή του.
«Δεν είναι ότι προτιμά την υποδούλωση ή την απόλυτη πειθαρχία. Ο Χαν δεν είναι διδακτικός. Δεν μας λέει πώς να ζήσουμε. Κάνει απλώς μια καταγραφή γεγονότων και συμπεριφορών των ανθρώπων μέσα σε μια κοινωνία έντεχνου ανταγωνισμού και ατέρμονης προσπάθειας για όλο και μεγαλύτερο κέρδος. Οχι απαραίτητα χρηματικού. Εντοπίζει παθογένειες και συμπτώματα», απαντάει ο κ. Τσαλής, όταν τον ρωτάμε αν ο Νοτιοκορεάτης φιλόσοφος θα επιθυμούσε να γυρίσουμε σε εποχές που οι άνθρωποι ζούσαν κάτω από τον φόβο ενός μονάρχη και χωρίς όρους ανταγωνισμού ή ελεύθερης αγοράς.
Αναρωτιόμαστε επίσης αν ο Χαν μέσα από την «Κοινωνία της κόπωσης» ή των άλλων βιβλίων του, συμβάλλει καθόλου και στη θεραπεία των πολιτισμικών αυτών, θα λέγαμε, συμπτωμάτων ή επιδιώκει απλώς τη διάγνωσή τους. Οπως μας λέει ο φιλόσοφος και διδάσκων στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Διονύσης Καββαθάς, «ο Χαν ανήκει σε εκείνη την κατηγορία στοχαστών που θεωρούν ότι η φιλοσοφία δεν είναι απλώς μια μορφή σκέψης κλεισμένη στον εαυτό της, σχολιάζοντας απλώς και μόνο άλλα κανονιστικά κείμενα της παράδοσής της. Για στοχαστές όπως οι Νίτσε, Χάιντεγκερ, Μπένγιαμιν, Αντόρνο, Φουκό, Ντελέζ, Μποντριγιάρ και Αγκάμπεν, για να αναφέρουμε μερικούς πνευματικούς “δασκάλους” του, καθήκον της φιλοσοφίας είναι η διάγνωση των επίκαιρων και καθοριστικών προβλημάτων του κόσμου και των υποκειμένων, οι απορίες, οι αντινομίες που τα συγκροτούν καθώς και οι δυνατότητες επίλυσης, ανατροπής ή μετατόπισής τους. Ο Νίτσε, λ.χ., διατεινόταν ότι ο φιλόσοφος είναι ο γιατρός του πολιτισμού, μια και κάθε εποχή έχει τα προσίδια παθολογικά στοιχεία, τα συμπτώματά της».
Κατά της ψυχανάλυσης
Με τον εντυπωσιακά απλό και συνεκτικό του λόγο, ο Χαν καταφέρεται εναντίον της ψυχανάλυσης, θεωρώντας ότι είναι ένα μέσο το οποίο πλέον δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ψηφιακής κοινωνίας. «Ο Φρόιντ είχε πει ότι ο χαρακτήρας μας είναι ό,τι έχει απομείνει από τις απωθήσεις μας. Οι απωθήσεις δημιουργούνται όμως από τις απαγορεύσεις. Στις αρχές της βιομηχανικής κοινωνίας υπήρχε εξαναγκασμός, υπήρχαν απωθήσεις. Αυτές οι απωθήσεις εσωτερικεύονταν. Περνούσαν στο ασυνείδητο. Ο ρόλος της ψυχανάλυσης ήταν να λύσει αυτές τις συγκρούσεις, να τις φέρει στην επιφάνεια έτσι ώστε να μπορέσει το υποκείμενο να λειτουργήσει πάλι φυσιολογικά. Τώρα όμως ζούμε σε μια κοινωνία υπερβολικής θετικότητας, χωρίς απαγορεύσεις. Δεν υπάρχει κάτι στο οποίο αντιπαρατιθέμεθα. Δεν υπάρχει ο Αλλος. Το Αλλο το οποίο μας απαγορεύεται. Είναι μια κοινωνία δίχως όρια, σύμφωνα με τον Χαν», λέει ο Βασίλης Τσαλής, ενώ ύστερα φέρνει το παράδειγμα της βίας του πληκτρολογίου, όπου ο καθένας είναι ελεύθερος να προσβάλει, να απειλήσει ή να ασκήσει λεκτική βία, κρυμμένος πίσω από την οθόνη.
«Ο Ζίμελ έγραφε ήδη το 1903 ότι η ψυχική ζωή βιώνει μια αύξηση του στρες λόγω της υπερδιέγερσης του νευρικού συστήματος. Ο σημερινός άνθρωπος του δυτικού, κυρίως μιντιακού, τρόπου ζωής είναι υπερενεργητικός και υπερνευρωτικός, αφού καλείται να ανταποκριθεί σε ένα περιβάλλον που βάλλεται από την εκτυφλωτική διαφάνεια των Μέσων, διάχυση της προσοχής, ομοιομορφία, υπερπληροφόρηση και την αυξανόμενη επιτάχυνση όλων των δραστηριοτήτων. Σε αυτή τη διάγνωση, ο Κορεάτης φιλόσοφος με διατριβή στον Χάιντεγκερ για το θέμα των ψυχικών διαθέσεων, απαντά με συνταγογραφήματα που προτείνουν στρατηγικές της επιβράδυνσης, αποδοχής της αινιγματικότητας προσώπων και πραγμάτων, της ταοϊστικής γαλήνιας άφεσης, της αμεριμνησίας, της ήρεμης ενατένισης, της σιωπής, της σχόλης και του ανώφελου. Το αν και πώς μπορεί να επιτευχθεί μια τέτοια στάση εντός των νέων μορφών οργάνωσης της κοινωνίας, όπου η διαφορά μεταξύ του χρόνου εργασίας και αργίας έχει εξαφανιστεί (βλ. business lunch), ο Χαν δεν πρόκειται να μας δώσει γενικές απαντήσεις παρά μόνον ενικές», αναφέρει ο κ. Καββαθάς.
Αφού λοιπόν πρόκειται για μια ατέρμονη βία κατά του εαυτού, για μια ζωή που έχει αντικαταστήσει το «Πρέπει» με το «Μπορώ τα πάντα», που στη θέση της αργίας έχει τοποθετήσει την εργασία από επιλογή, ποια θα μπορούσε να είναι μια πιθανή διέξοδος, διαβάζοντας τον Χαν; Οπως μας λέει ο κ. Καββαθάς, «παραδείγματα αντίστασης και γραμμών φυγής αποτελούν συχνά οι προσφυγές του σε λογοτεχνικά παραδείγματα όπως εκείνο του Χέρμαν Μέλβιλ (“Μπάρτλεμπι ο γραφιάς”), του Ντοστογιέφσκι (“Ο ηλίθιος”) ή του Πέτερ Χάντκε (“Δοκίμιο για την κόπωση”), όπου επιχειρεί το αδύνατο: να μεταστρέψει την ατομική κόπωση ή την απραξία σε απαρχή μιας ασθενούς μεν αλλά γαλήνιας και αυτοσυγκρατούμενης δύναμης που δημιουργεί νέους χώρους ελευθερίας και συνύπαρξης: όχι τόσο μια “κοινωνία των πολιτών” που συνεχίζει να βελτιώνει και να μην παραβιάζει τους νόμους της υφιστάμενης οικονομίας, αλλά μάλλον μια “κοινότητα των ενικοτήτων” – η κοινότητα που αποτελείται από ανθρώπους οι οποίοι συναρθρώνονται βάσει των διαφορών τους και όχι βάσει μιας κοινής τους πίστης σε κάτι. Δεν τους ενώνουν τα κοινά τους αλλά οι διαφορές τους. Αυτή τη νέα μορφή συνύπαρξης και πολιτικής της φιλίας μεταξύ διαφορετικοτήτων ο Νίτσε θα την ονόμαζε “ολοκληρωμένο μηδενισμό”. Ο Χαν κάνει λόγο για μια νέα κοινότητα υποκειμένων, “εμπνευσμένων” από την κόπωση. Η “βαθιά κόπωση”, όπως και η “βαθιά ανία” στον Χάιντεγκερ, μπορεί να έχει και μια μεγάλη καρδιά: ανοίγεται στο σύνολο του κόσμου, στον κοινωνικά Αλλο και δεν εμμένει στο υποκειμενικό βίωμα».