Kathimerini.com.cy
Ένα κείμενο της δρος Ελένης Ράπτη, αρχαιολόγου – ιστορικού στη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού Ελλάδος, με αφορμή τις δράσεις του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Κύπρου για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στο πανέμορφο νησί της Κύπρου, αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν η αγάπη για τον ελληνικό πολιτισμό και τα ιδεώδη του ελληνισμού, πράγμα που διαφάνηκε από την πρώτη μέρα που έφθασα στη Λευκωσία. Εντυπωσιάστηκα όταν αντίκρισα τις τεράστιες αφίσες που κάλυπταν όλη την εμπρόσθια όψη του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Κύπρου (ΠΙΤΚ) με τους τίτλους «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 1821», «Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ», «Η Χάρτα του Ρήγα Φεραίου», «ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ: Τα βουνά και οι θάλασσες που μας χωρίζουν. Ιωάννης Καποδίστριας- Ρωξάνδρα Στούρτζα» στην οδό Φανερωμένης 90.
Ήταν άκρως συγκινητικό όταν συνειδητοποίησα ότι ένα από τα σημαντικότερα Πολιτιστικά Ιδρύματα της Κύπρου, που από το 1984 αναπτύσσει και υπηρετεί την προαγωγή του πολιτισμού της Κύπρου και της Ελλάδας στους τομείς της Αρχαιολογίας, της Ιστορίας, της Τέχνης και της Λογοτεχνίας, παρουσίαζε εκθέσεις σε φυσική, αλλά και σε ψηφιακή μορφή, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στον εορτασμό των 200 χρόνων από την Παλιγγενεσία αποτίοντας με αυτόν τον τρόπο φόρο τιμής προς τους ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους για την ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Έχοντας την ευκαιρία να τις επισκεφθώ και να παρευρεθώ στα εγκαίνια μιας εξ αυτών, θεωρώ ότι ήταν πολύ αξιόλογες και διαφωτιστικές για το κοινό που τις επισκέφτηκε, αφού η μεν πρώτη παρουσίαζε τη «Χάρτα του Ρήγα Φεραίου» σε facsimile, με την οποία ξεκίνησε η ιδέα της ελεύθερης Ελλάδας, και η δεύτερη μέσω της παρουσίασης διπλωματικών εγγράφων, το πώς δημιουργήθηκε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, ενώ καταδείκνυαν πρωτίστως την ενσυναίσθηση των υπευθύνων για το βάρος του θέματος του οποίου παρουσίαζαν.
Η έκθεση αυτή πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Ίδρυμα Σύλβιας Ιωάννου και περιλάμβανε έναν μεγάλων διαστάσεων χάρτη της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων νότια του Δούναβη. Η χάρτα αυτή λογίζεται ως ένα από τα πιο σημαντικά έργα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και το πιο σημαντικό δείγμα της προεπαναστατικής ελληνικής χαρτογραφίας, στην οποία η γεωγραφία εμπλουτίζεται με μια επικοινωνιακή και πολιτική διάσταση. Εκδόθηκε στη Βιέννη από τον ίδιο τον Ρήγα (1796-1797), σε δώδεκα φύλλα και η διάσταση του κάθε φύλλου ήταν 50Χ70 εκ. περίπου, αν και εκτυπώθηκε σε 1220 αντίτυπα μόνο 15 επιβίωσαν ώς τις μέρες μας. Η Χάρτα αυτή αποτελεί το αρτιότερο σχεδίασμα του Ρήγα, μέσω του οποίου ξεδιπλώνεται η βαθιά παιδεία του και το όραμά του για τον σκλαβωμένο Ελληνισμό, και με το οποίο η Επανάσταση αποκτούσε ιδεολογικό περιεχόμενο.
Ο Ρήγας θεωρούσε αναγκαία την παιδεία και την εκπαίδευση του σκλαβωμένου ελληνισμού με την εκλαΐκευση των μέσων της εποχής και παρουσίαζε μέσω της Χάρτας του την έκταση μιας ελεύθερης Ελλάδας. Σίγουρα η προτροπή του Ρήγα ότι «Εκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή, με την οποίαν λάμπουν τα ελεύθερα έθνη», που παρουσιάζονταν σε μία από τις οθόνες της έκθεσης σε επιμέλεια της Άρτεμις Σκούταρη θα παραμείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μου όπως και του άλλου μεγάλου Έλληνα του Πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας του Ι. Καποδίστρια ότι η παιδεία θα βοηθήσει στην απελευθέρωση του έθνους.
Στη δεύτερη έκθεση με τίτλο «Η Ελλάδα ελεύθερη: Αναγνώριση και σύναψη διπλωματικών και προξενικών σχέσεων». που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Ελλάδος στην Κύπρο και την Υπηρεσία του Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος, παρουσιάστηκαν διπλωματικά έγγραφα τα οποία ανταλλάχθηκαν μεταξύ των διαφόρων κρατών και του νεοσύστατου ελληνικού κράτους στην πορεία της αναγνώρισης του από τα υπάρχοντα κράτη κατά τη διάρκεια του Αγώνα και τα πρώτα χρόνια μετά, τη σύναψη διπλωματικών και προξενικών σχέσεων με αυτά και τη δημιουργία προξενικού δικτύου έως το 1840 περίπου.
Για την πολυπόθητη ανεξαρτησία δεν αρκούσαν μόνο οι νίκες στα πεδία των μαχών αλλά έπρεπε να επιτευχθεί και η αναγνώριση από τα υπόλοιπα κράτη και η σύναψη διπλωματικών και προξενικών σχέσεων με αυτά, που ήταν απαραίτητες προϋποθέσεις για να καταστεί η Ελλάδα πραγματικά ανεξάρτητη. Αυτό που έχει τεράστιο ενδιαφέρον είναι, ότι για πρώτη φορά οι πολίτες μπορούσαν να δουν αρχειακά έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας τόσο άμεσα, χωρίς να προβούν σε χρονοβόρες και διοικητικές διεργασίες ως είθισται.
Την έκθεση στην οποία είχα την τιμή να παραστώ στα εγκαίνια, επιμελήθηκε ο έφορος των Συλλογών του Ιδρύματος Δρ. Χριστόδουλος Χατζηχριστοδούλου υπό το γενικό συντονισμό της διευθύντριας του Ιδρύματος δρος Ιωάννας Χατζηκωστή σε συνεργασία με τον κ. Πολυδωράκη, προϊστάμενο του αντίστοιχου αρχείου του Ελληνικού ΥΠΕΞ, και τίμησαν με την παρουσία τους ο υπουργός Παιδείας, Πολιτισμού και Αθλητισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο πρέσβης της Ελλάδος, ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας Κύπρου, καθώς και άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών.
Mέσα από το γλαφυρό τρόπο παρουσίασης των πρωταγωνιστών διαφάνηκε η δύσκολη πορεία της ανεκπλήρωτης σχέσης του ζευγαριού.
Δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στη βαθιά συγκίνηση που αισθάνθηκα και θλίψη παρακολουθώντας το θεατρικό αναλόγιο με τίτλο «Τα βουνά και οι θάλασσες που μας χωρίζουν», που ήταν αφιερωμένο στη ρομαντική σχέση μεταξύ του Καποδίστρια και της Ρωξάνδρας Στούρτζα, όπως αποτυπώθηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο της καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ε. Κούκου «Ιωάννης Καποδίστριας - Ρωξάνδρα Στούρτζα. Μια ανεκπλήρωτη αγάπη. Ιστορική Βιογραφία» στο πλαίσιο της σειράς «Στιγμές στο Μουσείο». Μέσα από το γλαφυρό τρόπο παρουσίασης των πρωταγωνιστών διαφάνηκε η δύσκολη πορεία της ανεκπλήρωτης σχέσης του ζευγαριού, μιας ιστορίας ανθρώπινης και οικουμενικής, ειλικρινούς και πολύπλοκης, όπως και η ίδια η ζωή.
Τα θερμά συγχαρητήρια αξίζουν σε όσους συνέβαλαν στη δημιουργία αυτών των δράσεων και πρωτίστως στο ΠΙΤΚ που τίμησε με τις επετειακές αυτές εκδηλώσεις την Ελληνική Επανάσταση και τους ευχαριστούμε πολύ γι’ αυτό και ιδιαίτερα στη δρα Ιωάννα Χατζηκωστή, διευθύντρια του ΠΙΚΤ και στην εξαίρετη ομάδα της.