Του Απόστολου Κουρουπάκη
Με αφορμή το βιβλίο του καθηγητή Θεολογίας και εκπαιδευτικού Παναγιώτη Θωμά «Διαρρηγνύοντας την αμφιβολία. Μελετήματα για την ποίηση της Κικής Δημουλά» (εκδ. Αρμός, 2020) κάναμε μια κουβέντα με τον συγγραφέα για τη σχέση της Λογοτεχνίας και με τη Θεολογία, αλλά και τη στάση και τη θέση μελών της Εκκλησίας στα σημερινά ζητήματα της πανδημίας και πώς μπορεί η Θεολογία να εξυπηρετήσει την κοινωνία του 21ου αιώνα. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που λέει ο κ. Θωμά ότι κάποιοι που θεωρούν εαυτούς εκπροσώπους μιας αυθεντικής Εκκλησίας έχουν υιοθετήσει, όπως και οι ακόλουθοί τους, μια μαγική πρόσληψη της πίστης.
–Να ξεκινήσουμε με τα στοιχεία που πρέπει να έχει η λογοτεχνία ώστε να ερμηνευτεί θεολογικά;
–Τα στοιχεία που πρέπει να έχει η αληθινή λογοτεχνία, τίποτε παραπάνω και τίποτε λιγότερο! Δεν επιλέγουμε με κριτήρια ομολογιακής, θρησκευτικής ή πόσο μάλλον θρησκοληπτικής κοπής τα έργα που ερμηνεύει και συνεπώς εκτιμάει η θεολογία. Δεν ψάχνουμε για χριστιανική λογοτεχνία, ούτε για χριστιανικό πολιτισμό. Τούτα είναι εξάλλου σχήματα αμφιλεγόμενα και αμφισβητήσιμα, καθώς στο βάθος τους λειτουργούν (στο παρελθόν και στο παρόν) ως συστατικά στοιχεία μιας θρησκευτικής ή ομολογιακής υπεροχής ή ως παράγωγα του εθνοφυλετισμού, περιπτώσεις και οι δύο επικίνδυνες και ανεπιθύμητες για τη σύγχρονη θεολογία και τον άγριο καιρό μας. Θα έλεγα πως κάθε έργο, πεζό ή ποιητικό, που αποτυπώνει με τέχνη το τοπίο και αφουγκράζεται την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου στις ακραίες και άκρως γόνιμες στιγμές του έρωτα για τον άνθρωπο και τη ζωή και του θανάτου, που τέμνει τη ζωή στα δύο, ενδιαφέρει τη θεολογία. Έτσι μπορεί κανείς να κινείται με άνεση από τον Ντοστογιέφσκι και τον Wendell Berry ως τον Μπουκόφσκι, από την Κική Δημουλά και τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη ώς τον Franz Kafka.
Πολλοί πρεσβεύουν «μια άκρως λαθεμένη εκκλησιολογία που καθιστά τους ναούς χώρους de facto άφθαρτους και συνεπώς αρνείται τη θεραπεία της θεόσδοτης και θαυμαστής επιστήμης»
–Σκοπός της λογοτεχνίας ο σπαραγμός, της θρησκείας η σωτηρία... αυτά πώς συγκεράζονται;
–Ναι, όντως το αναφέρω στο βιβλίο μου για την Κική Δημουλά, παραθέτοντας απόψεις αξιόλογων στοχαστών, ως μία από τις προϋποθέσεις θεολογικής προσέγγισης της λογοτεχνίας, πως σε αυτήν δεν πρέπει κανείς να αναζητά ατόφιο και ξεκάθαρο το σωτηριολογικό πενταπόσταγμα που βρίσκει κανείς στην Αγία Γραφή, στα κείμενα παλαιών και νεώτερων εκκλησιαστικών συγγραφέων, αλλά την ειλικρίνεια του σπαραγμού, της απορίας απέναντι στα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα. Τούτο είναι ζήτημα βασικών και αναγκαίων διακρίσεων ως προς τη φύση των δύο, δηλαδή της θεολογίας και της λογοτεχνίας. Αλλά, ναι, σίγουρα συγκεράζονται, η αλήθεια δεν μπαίνει σε στεγανά: όταν η υμνογραφία ονομάζει τον άνθρωπο «μέγα τραύμα», τότε σπαράζει, όταν η Δημουλά γράφει «δεν είναι φήμη ο Ουρανός, υπάρχει…» δημιουργεί ελπίδα σωτηρίας.
–Υπερέχουσα οικονομία... και οικονομημένος βίος, πόσο δύσκολο είναι να ζήσουμε άραγε έναν τέτοιο βίο, μακριά από αχρείαστη τρυφή;
–Σίγουρα εύκολο δεν είναι, αλλά το θέσατε πολύ ωραία. Αν η αναγνώριση της Υπερέχουσας Οικονομίας, μιας Πρόνοιας δηλαδή που μας βεβαιώνει πως πολλά πράγματα στον κόσμο παρέχονται απλόχερα και δωρεάν, πέρα από τη δική μας ικανότητα ή διάθεση να τα απολαύσουμε, είναι απολύτως αναγκαία, επίσης αναγκαία είναι η εκ μέρους μας πρόνοια, η σκληρή εργασία για να δικαιούμαστε τον επιούσιο. Άλλοι θα έχουν περισσότερα και άλλοι λιγότερα, δεν είναι αυτό το μείζον· αλλά το να μπορεί κανείς με ευγνωμοσύνη να απολαμβάνει αυτό που έχει και κυρίως να μπορεί να το μοιράζεται με τους άλλους. Από την άλλη, οι στερήσεις της πανδημίας θα πρέπει να μας οδηγήσουν σε μεγαλύτερη εκτίμηση των αγαθών της θείας οικονομίας στη ζωή μας.
–Εν έτει 2022, κάποιοι εκπρόσωποι της Εκκλησίας αναμετρώνται με την επιστήμη της Ιατρικής και όχι μόνο, αυτό γιατί συμβαίνει;
–Τα αίτια είναι πολλά, αλλά θα αρκεστώ να αναφέρω πως κάποιοι που κακώς θεωρούν εαυτούς εκπροσώπους μιας αυθεντικής Εκκλησίας έχουν υιοθετήσει, όπως και οι ακόλουθοί τους, μια μαγική πρόσληψη της πίστης. Εγγυημένο θαύμα και αυτομάτως ανανεούμενη εγγυημένη προφητεία, μια αυτοματοποιημένη πίστη που δεν έχει σχέση με την ελευθερία του ανθρωπίνου προσώπου και τη συνείδηση πως αυτός ο κόσμος είναι ακόμα υποκείμενος στη φθορά και τον θάνατο, μια άκρως λαθεμένη εκκλησιολογία (στον τόπο μας αυτό είναι ακόμα πιο έντονο) που καθιστά τους ναούς χώρους de facto άφθαρτους και συνεπώς αρνείται τη θεραπεία της θεόσδοτης και θαυμαστής επιστήμης. Στ’ αλήθεια αυτή η στάση τους αρνείται σχεδόν το σύνολο του ανθρωπίνου πολιτισμού. Πρόκειται για απολιθωμένη εκδοχή της ζωής.
–Μπορεί η Θεολογία να εξυπηρετήσει τους σκοπούς της κοινωνίας του 2022;
–Πιστεύω πως μπορεί, πάντα υπό προϋποθέσεις. Η Θεολογία παραπέμπει πάντα στο εκκλησιαστικό σώμα, όπως η βιολογία στο ανθρώπινο σώμα. Μόνο ως ζωντανό, προσαρμοστικό και ευέλικτο σώμα μπορεί να υπηρετήσει τον άνθρωπο. Το «αγαπάτε αλλήλους», όπως έγραψε ο Σταύρος Κουγιουμτζής, είναι «γνωστό εδώ και 2000 χρόνια. Όμως εμείς δεν αγαπήσαμε ούτε τ’ άντερά μας». Αυτό συμβαίνει γιατί και η αγάπη εκφράζεται ανάλογα με την πραγματική ανάγκη των καιρών, γι’ αυτό και τώρα θα πρέπει να σημαίνει την πλήρη προσαρμογή σε όλα τα μέτρα προστασίας για να αντιμετωπιστεί το κακό της πανδημίας.
–Θα ήθελα να σταθούμε, κλείνοντας, στη φράση «γκετοποιημένη συνείδηση ορισμένων πιστών»... εξηγήστε μου;
–Χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο στο βιβλίο μου, όχι σε απόλυτη αντιστοιχία με την ιστορική του συνάφεια, για να στιγματίσω μια ανάλογη συνθήκη κατά την οποία ορισμένες ενορίες, μοναστήρια ή εκκλησιαστικές περιφέρειες καλλιεργούν τη συνείδηση μιας ομάδας εκλεκτών, αυτάρκους μέσα στην αυτοαναφορική πνευματικότητά της και αποκομμένης από τη λοιπή κοινωνία. Αυτό ασφαλώς συνάδει απόλυτα και με την αίσθηση του διωγμού τους από τον κόσμο που είναι ασφαλώς φανταστική και εμπίπτει στη σφαίρα της νεύρωσης και της ψυχοπαθολογίας, όπως η πανδημία και τα παρεπόμενά της έχουν καταδείξει.