ΚΥΠΕ
Η σημασία των νερόμυλων της Κύπρου είναι τεράστια από ιστορικής από οικονομικής, κοινωνικής, πολιτισμικής, λαογραφικής και αρχιτεκτονικής πλευράς, ανέφερε ο Οδυσσέας Χατζηστεφάνου, Επαρχος και Πρόεδρος του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας, προσθέτοντας ότι αρκετές Κοινότητες προχώρησαν σε αναπαλαίωση και αναστήλωση τους.
Σε χαιρετισμό του στην παρουσίαση του βιβλίου «Οι νερόμυλοι της Κύπρου», που πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Τετάρτης 22 Νοεμβρίου στη Λάρνακα, ο Επαρχος ανέφερε ότι «το βιβλίο αποτελεί αναντίλεκτα πλούτο ανεκτίμητο, καθώς οι τρεις συγγραφείς/ερευνητές Γιάννης Κυπρής, Κώστας Οικονομίδης και ο μακαριστός Χρίστος Δημητρακόπουλος, μέσα από μια πολύχρονη συλλογική προσπάθεια σχεδόν 13 χρόνων, κατάφεραν να αναβιώσουν ένα συγκεκριμένο κομμάτι της πλούσιας ιστορίας και παράδοσης του τόπου μας, εντοπίζοντας και καταγράφοντας 650 νερόμυλους παγκυπρίως».
Πρόσθεσε ότι «οι συγγραφείς, ανατρέχοντας σε ιστορικές και άλλες πηγές, και μέσα από επιτόπια έρευνα, μας ταξιδεύουν στην Κύπρο του χθες και ξύπνησαν μνήμες και θύμησες συνδεδεμένες με μια άλλη εποχή, η οποία το νερό αποτελούσε την κύρια μορφή εκμετάλλευσης φυσικής ενέργειας. Οι νερόμυλοι, αρκετά μεγάλος αριθμός των οποίων κτίστηκαν στις όχθες των ποταμών από τον Μεσαίωνα μέχρι και τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, αποτελούσαν βασικό χαρακτηριστικό της κυπριακής υπαίθρου και σημαντικό κομμάτι της κυπριακής οικονομίας για αρκετούς αιώνες, καθώς χρησιμοποιούνταν για άλεσμα κυρίως σιταριού και άλλων δημητριακών», είπε.
Αναφερόμενος στο βιβλίο, ο Πρόεδρος του του ΣΑΛ είπε πως «αποτελεί μια ιστορική αναδρομή της χρήσης των νερόμυλων στην Κύπρο, της αρχιτεκτονικής τους και του τρόπου λειτουργίας τους. Είναι εμπλουτισμένο με χάρτες, φωτογραφίες, πίνακες και ευρετήρια των νερόμυλων, που επιτρέπουν στον αναγνώστη να ανατρέξει σε ποταμούς ή περιοχές που τον ενδιαφέρουν, ξυπνώντας αναμνήσεις από την παράδοση της Κύπρου».
Παρά το γεγονός συνέχισε ότι στο χρόνο έχει χαθεί η χρήση των νερόμυλων, εντούτοις τα απομεινάρια τους βρίσκονται εκεί και η ύπαρξη τους μας υπενθυμίζει την ιστορία μας, την παράδοση μας, από πού ξεκινήσαμε. «Σε μια εποχή όπου τα ήθη, τα έθιμα, οι αξίες και οι αρχές, ο σεβασμός και η ανθρωπιά εκπίπτουν καθημερινά, είναι καλό να θυμόμαστε τις ρίζες μας και να τιμούμε την ιστορία του τόπου μας» σημείωσε.
Αφού είπε πως «όταν οι νερόμυλοι σταματήσουν να υπάρχουν, θα χαθεί ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας μας», ο Επαρχος πρόσθεσε ότι «στόχος του βιβλίου είναι η ευαισθητοποίηση του κοινού και των Αρχών για την ανάγκη συντήρησης και ανάδειξης των μνημείων αυτών, που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της μακραίωνης πολιτιστικής μας κληρονομιάς».
Αρκετές Κοινότητες, αλλά και ιδιώτες, συνέχισε «έχουν ήδη ευαισθητοποιηθεί και προχώρησαν στη συντήρηση, αναπαλαίωση ή ακόμη και στην αναστήλωση των κτισμάτων αυτών σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχαιοτήτων, ώστε να είναι επισκέψιμα» και ευχήθηκε να υπάρξει μια στοχευμένη προσπάθεια «εκ μέρους της Κυβέρνησης και ειδικότερα των τοπικών Αρχών της Λάρνακας, όπου εντοπίζεται σημαντικός αριθμός ερειπωμένων νερόμυλων, για τη συντήρηση και την ανάδειξη τους. Η σημασία τους είναι τεράστια από ιστορικής όσο και από οικονομικής, κοινωνικής, πολιτισμικής, λαογραφικής και αρχιτεκτονικής πλευράς».
Στον δικό του χαιρετισμό ο Δήμαρχος Λάρνακας Ανδρέας Βύρας ανέφερε πως η προσπάθεια των συγγραφέων «συγκεντρώνει τα πορίσματα έρευνας 30 χρόνων για ένα από τα σημαντικότερα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού μας, που αναβιώνουν μεγάλο κομμάτι της ιστορίας και της παράδοσής του, αλλά και του μεσογειακού μας περίγυρου. Το βιβλίο μας μεταφέρει σε μια Κύπρο του χθες, μέσα από ιστορίες και μύθους που συνοδεύουν του νερόμυλους, ψελλίζει τα χαράγματα της μυλόπετρας με τρόπο που μας κάνει να αναλογιστούμε τους κόπους των προγόνων, από τη σπορά των χωραφιών μέχρι το ψήσιμο του ψωμιού».
Πρόσθεσε ότι «οι νοσταλγικές αυτές θύμησες αποτυπώνουν την κληρονομιά μας, την κληρονομιά των σήμερα κατεχόμενων εδαφών μας, καθώς και την καταστροφή που δεν προέρχεται μόνο από την εγκατάλειψη και τη φθορά του χρόνου αλλά και από ενέργειες του κατοχικού καθεστώτος".
Ανέφερε επίσης ότι «παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι ιστορικές πηγές, όπως τα δημοσιεύματα του κυπριακού τύπου κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, καθώς και οι πληροφορίες που αντλούνται από την απογραφή των Οθωμανών, το 1572».
Παρουσιάζοντας το κεφάλαιο για τη Λάρνακα του βιβλίου «Οι νερόμυλοι της Κύπρου» ο τέως Αντιδήμαρχος Λάρνακας και ερευνητής Αλέξης Μιχαηλίδης ανέφερε ότι «από τους 650 συνολικά νερόμυλους που καταγράφηκαν και φωτογραφήθηκαν στο βιβλίο, 67, δηλαδή το 11%, καταγράφηκαν στην Λάρνακα, ενώ σε ολόκληρη τη Κύπρο οι κατά καιρούς παλιές καταγραφές αναφέρουν πέραν από χίλιους».
Πρόσθεσε ότι «οι 67 νερόμυλοι εντοπίστηκαν με τις υποδομές τους σχεδόν ανέπαφες ή άλλοι σαν ερείπια ή ως αναγνωρίσιμα ίχνη. Στη Λάρνακα υπήρξαν 4 νερόμυλοι που κινούνταν με τον τεχνητό ποταμό που δημιούργησε το πανάρχαιο υδραγωγείο Λάρνακας, το οποίο, με σειρά από λαγούμια και λάκκους κάτω από το υδροφόρο ορίζοντα του χείμαρρου Τρέμυθου, έφερνε στην πόλη συνεχή τεράστια ροή γλυκού νερού για την ύδρευση και άρδευση στην ευρύτερη περιοχή».
Σημείωσε ακόμα ότι «το σύστημα στην αρχαιότητα του 4ου αιώνα π.Χ. κατέληγε στο αρχαίο λιμάνι στην Παμπούλα όπου αποκαλύφθηκε το 1990 στις εκεί ανασκαφές. Πολλοί από τους νερόμυλους της Λάρνακας άλεθαν με την δύναμη του νερού από παρόμοια μικρότερα συστήματα λαγουμιών», είπε και πρόσθεσε πως «υπήρχαν και νερόμυλοι που λειτουργούσαν με λάκκους με αλακάτι που γέμιζε μεγάλη δεξαμενή που έχυνε το νερό της πάνω στην φτερωτή».
Οι συγγραφείς, συνέχισε ο κ. Μιχαηλίδης «κατέγραψαν στο βιβλίο τους νερόμυλους που βρίσκονταν κατά μήκος κάθε χείμαρρου της επαρχίας Λάρνακας και όχι αυστηρά μέσα στα διοικητικά της όρια. Έτσι κατέγραψαν 4 νερόμυλους επί του ποταμού Πούζη, 18 επί του Βασιλικού, 11 επί του ποταμού του Μαρονίου, 10 επί του Πεντάσχοινου και 26 επί του Τρέμυθου, που βρίσκονται σε 29 χωριά της επαρχίας και στη Λάρνακα, σε κάποιο υψόμετρο και άλλοι κοντά στην θάλασσα», κατέληξε.