Του Απόστολου Κουρουπάκη
Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Επιχειρηματικότητα και Οικονομική Στρατηγική στην Κύπρο κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα: η περίπτωση του Γεωργάκη Μαρκαντωνίδη» του Κυπριανού Δ. Λούη, από το Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, συζητήσαμε με τον Θεοχάρη Σταυρίδη, αναπληρωτή καθηγητή Οθωμανικής Ιστορίας στο Τμήμα Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και επιστημονικό επιμελητή του τόμου. Ο δρ Σταυρίδης λέει πως το βιβλίο αυτό αποτελεί σημαντική συμβολή στην ιστοριογραφία της ύστερης Οθωμανικής περιόδου στην Κύπρο, καθώς, μέσα από την προσωπικότητα του Μαρκαντωνίδη ο Κυπριανός Λούης αναλύει σε βάθος τα εμπορικά δίκτυα, τις οικονομικές σχέσεις, και την αγροτική παραγωγή στο νησί κατά την περίοδο από τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης μέχρι την εξαγγελία των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ, το 1839». Σχετικά με την οικονομία της Κύπρου μετά την Επανάσταση του 1821 ο δρ Σταυρίδης αναφέρει πως με δεδομένη τη ραγδαία αύξηση του εμπορίου κατά τον 19ο αιώνα, παρατηρείται ότι, στα χρόνια που ακολουθούν την Επανάσταση, έρχεται στο προσκήνιο μια νέα ελίτ, η οποία θα διεκδικήσει δικαιώματα και πολιτική εξουσία από την παραδοσιακή ηγεσία της κοινότητας. Όσο αφορά τη μελέτη της Οθωμανικής Ιστορίας της Κύπρου λέει πως είναι ένα θέμα αρκετά παραμελημένο, που αντιμετωπίζεται συχνά με προκατάληψη. Ωστόσο, όπως αναφέρει εντός της επιστημονικής κοινότητας έχουν γίνει μεγάλα βήματα κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
–Το βιβλίο επικεντρώνεται χρονολογικά στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Ποια είναι, σε γενικές γραμμές, τα κύρια χαρακτηριστικά του οθωμανικού οικονομικού πλαισίου στην Κύπρο κατά την εν λόγω περίοδο;
–Όπως και οι άλλες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την περίοδο αυτή, η Κύπρος τροφοδοτεί με πρώτες ύλες τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, εισάγοντας, παράλληλα, από την Ευρώπη βιομηχανικά και αποικιακά προϊόντα. Λειτουργεί δηλαδή ως τροφοδότης, αλλά και ως αγορά για τις βιομηχανίες της Δυτικής Ευρώπης, που αναπτύσσονται ραγδαία αυτή την περίοδο, στο πλαίσιο της βιομηχανικής επανάστασης. Είναι μια περίοδος απόλυτης οικονομικής κυριαρχίας των Ευρωπαίων στην Ανατολική Μεσόγειο, που έχει τις ρίζες της στο προνομιακό καθεστώς των Διομολογήσεων, αλλά και στην πολιτική και στρατιωτική αδυναμία των Οθωμανών στο πλαίσιο του Ανατολικού Ζητήματος. Φοβούμενες τις ενδεχόμενες καταστροφικές συνέπειες μιας άτακτης κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Μεγάλες Δυνάμεις κρατούν το οθωμανικό κράτος στον αναπνευστήρα, εκμαιεύοντας, παράλληλα, οικονομικά δικαιώματα και προνόμια ως αντάλλαγμα για την προστασία που παρέχουν στον σουλτάνο. Κατά τη δεκαετία του 1830, η Βρετανία προστατεύει τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ από τις επιβουλές του Μεχμέτ Αλί Πασά της Αιγύπτου, κερδίζοντας τη Συνθήκη του Μπαλτά Λιμάν, του 1838, με την οποία παραχωρείται στους Βρετανούς πλήρης πρόσβαση στις οθωμανικές αγορές, ουσιαστικά καταστρέφοντας την οθωμανική βιοτεχνία. Ας μην ξεχνάμε ότι και η παραχώρηση της Κύπρου στη Μεγάλη Βρετανία το 1878 ήταν αποτέλεσμα ενός καταστροφικού για τους Οθωμανούς πολέμου, όταν η βρετανική παρέμβαση σταμάτησε τη ρωσική προέλαση μερικά χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη.
–Μέσα από το βιβλίο αναδεικνύεται η προσωπικότητα του Λαρνακέα Γεωργάκη Μαρκαντωνίδη. Γιατί έχει σημασία η μελέτη της δραστηριότητάς του;
Η πολύπλευρη δραστηριότητα του Λαρνακέα Γεωργάκη Μαρκαντωνίδη μας δίνει μια μοναδική ευκαιρία να μελετήσουμε μια σημαντική περίοδο μετάβασης της κυπριακής ιστορίας
–Ο Λαρνακέας έμπορος Γεωργάκης Μαρκαντωνίδης ήταν μια πολύπλευρη προσωπικότητα, καθώς συνδυάζει την πολιτική μαζί με την κοινωνική και την οικονομική δραστηριότητα. Όντας υπό την προστασία ενός πανίσχυρου προκρίτου, του πεθερού του, Αρχιδημογέροντα Χατζηχριστόδουλου Απέγιτου, κατά το διάστημα 1817-1839, ο Μαρκαντωνίδης καταλαμβάνει διάφορα καίρια διοικητικά και φορολογικά αξιώματα, διατηρεί το δικό του δανειοδοτικό και εμπορικό δίκτυο, ενώ για κάποιο διάστημα εμπλέκεται και με την αγροτική παραγωγή, ενοικιάζοντας τσιφλίκια. Η πολύπλευρη δραστηριότητά του μας δίνει μια μοναδική ευκαιρία να μελετήσουμε μια σημαντική περίοδο μετάβασης της κυπριακής ιστορίας εστιάζοντας σε μια συγκεκριμένη προσωπικότητα, που εμπλέκεται σε διάφορες πτυχές της κυπριακής κοινωνίας και οικονομίας της εποχής του.
–Πώς επηρεάστηκε η οικονομική δραστηριότητα του Μαρκαντωνίδη, αλλά και των αρχουσών τάξεων της Κύπρου από τις ευρύτερες εξελίξεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την εν λόγω περίοδο;
–Οι πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα ήταν μια περίοδος μετάβασης για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία αποδυναμώνεται πολιτικά και στρατιωτικά, ενώ η οικονομική διείσδυση των ευρωπαϊκών χωρών στην Ανατολική Μεσόγειο εντείνεται. Γεγονότα όπως η Ελληνική Επανάσταση, η δημιουργία του ελληνικού κράτους, η σύγκρουση του σουλτάνου με τον Μεχμέτ Αλί, αλλά και οι πρώιμες μεταρρυθμίσεις του Μαχμούτ Β΄ δημιουργούν ένα ρευστό σκηνικό στην περιοχή, που δεν αφήνει, βέβαια, ανεπηρέαστη και την Κύπρο. Πέρα από τους κινδύνους που προκύπτουν από αυτές τις ραγδαίες εξελίξεις, αυτή είναι και μια περίοδος ευκαιριών, ιδιαίτερα για τον Μαρκαντωνίδη και την ορθόδοξη άρχουσα τάξη της Κύπρου, η θέση των οποίων ενισχύεται, μέσα από τις αυτόνομες κοινοτικές δομές που οργανώνονται από τον σουλτάνο, αλλά και μέσα από τον ρόλο τους ως μεσάζοντες ανάμεσα στους Κύπριους αγρότες και τους Ευρωπαίους μεγαλεμπόρους.
–Ποια είναι η συμβολή του βιβλίου στην ιστοριογραφία της ύστερης Οθωμανικής περιόδου στην Κύπρο; Ποιες πηγές αξιοποιεί;
–Το βιβλίο αυτό αποτελεί σημαντική συμβολή στην ιστοριογραφία της ύστερης Οθωμανικής περιόδου στην Κύπρο, καθώς, μέσα από την προσωπικότητα του Μαρκαντωνίδη, ο Κυπριανός Λούης αναλύει σε βάθος τα εμπορικά δίκτυα, τις οικονομικές σχέσεις, και την αγροτική παραγωγή στο νησί κατά την περίοδο από τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης μέχρι την εξαγγελία των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ, το 1839. Βασική πηγή που αξιοποιεί ο συγγραφέας είναι ένα κατάστιχο, που σήμερα σώζεται στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, στο οποίο ο Γεωργάκης Μαρκαντωνίδης κατέγραφε λεπτομερώς τους λογαριασμούς του, αποτυπώνοντας τις οικονομικές του σχέσεις και τα εμπορικά του δίκτυα ανάμεσα στα έτη 1817-1839. Λόγω της πληρότητας των καταγραφών του, το κατάστιχο αποτελεί μια μοναδική πηγή, που μας επιτρέπει να μελετήσουμε με μεγάλη ευκρίνεια την επιχειρηματικότητα και την οικονομική στρατηγική ενός Κύπριου εμπόρου μέσου βεληνεκούς, ο οποίος φρόντιζε να αξιοποιεί τις επαφές του με ντόπιους προκρίτους και ξένους μεγαλεμπόρους για να ευημερήσει, μέσα σε μια ταραγμένη περίοδο μετάβασης.
Η οθωμανική ιστορία της Κύπρου είναι ένα θέμα αρκετά παραμελημένο
«Με δεδομένη τη ραγδαία αύξηση του εμπορίου κατά τον 19ο αιώνα, παρατηρούμε ότι, στα χρόνια που ακολουθούν την Επανάσταση, έρχεται στο προσκήνιο μια νέα ελίτ, η οποία θα διεκδικήσει δικαιώματα και πολιτική εξουσία από την παραδοσιακή ηγεσία της κοινότητας»
–Πώς θα χαρακτηρίζατε την οικονομία της Κύπρου συνολικά και πώς άλλαξε μετά την επανάσταση του 1821;
–Επηρεασμένη από την ευρύτερη κατάσταση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στις αρχές του 19ου αιώνα, η οικονομία της Κύπρου είναι στενά συνδεδεμένη με την ευρωπαϊκή. Ήδη από τον 18ο αιώνα, οι Ευρωπαίοι έμποροι της Λάρνακας κυριαρχούσαν στην οικονομική ζωή της Κύπρου, τόσο ως πηγή πίστωσης για τους ντόπιους, στην απουσία τραπεζών στο νησί, όσο και στη διακίνηση της γεωργικής παραγωγής, ενώ Οθωμανοί αξιωματούχοι, αλλά και Ορθόδοξοι πρόκριτοι, αποτελούσαν τους κύριους μεσάζοντες μέσα στο πλαίσιο αυτό. Τα άμεσα αποτελέσματα των γεγονότων του 1821 στην Κύπρο ήταν καταστροφικά για την οικονομία του νησιού, καθώς το κλίμα τρομοκρατίας, η ενισχυμένη παρουσία οθωμανικών στρατευμάτων, αλλά και η δράση του ελληνικού ναυτικού στην περιοχή διατάραξαν την ομαλή διεξαγωγή του εμπορίου. Η αποδυνάμωση της Εκκλησίας και η εκτέλεση ή φυγή των περισσοτέρων προκρίτων έδωσαν την ευκαιρία στον κυβερνήτη και στην ομάδα γύρω από αυτόν να εκμεταλλευτούν τα μονοπώλια και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του νησιού. Μετά την ταραγμένη δεκαετία του 1820, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ επιχειρεί κάποιες πρώτες μεταρρυθμίσεις, προάγγελο των μεγάλων αλλαγών του Τανζιμάτ των επόμενων δεκαετιών. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές προνοούν την αναδιοργάνωση της διοίκησης της ελληνορθόδοξης κοινότητας με τη δημιουργία επιτροπών στις οποίες συμμετείχαν και λαϊκοί, στο πλάι της παραδοσιακής εκκλησιαστικής ηγεσίας. Από αυτή την αφετηρία, και με δεδομένη τη ραγδαία αύξηση του εμπορίου κατά τον 19ο αιώνα, παρατηρούμε ότι, στα χρόνια που ακολουθούν την Επανάσταση, έρχεται στο προσκήνιο μια νέα ελίτ, η οποία θα διεκδικήσει δικαιώματα και πολιτική εξουσία από την παραδοσιακή ηγεσία της κοινότητας. Ο τόμος θα παρουσιαστεί στο Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, στις 30 Μαΐου από τον Βασίλη Καρδάση, καθηγητή Οικονομικής Ιστορίας στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης και τον Θεοχάρη Σταυρίδη, αναπληρωτή καθηγητής Οθωμανικής Ιστορίας στο Τμήμα Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου.
–Μελετάται επαρκώς η οθωμανική ιστορία της Κύπρου ή έχουμε ακόμα πολλές ιδεοληψίες να αντιμετωπίσουμε;
–Είναι γεγονός ότι η οθωμανική ιστορία της Κύπρου είναι ένα θέμα αρκετά παραμελημένο, που αντιμετωπίζεται συχνά με προκατάληψη. Η οθωμανική περίοδος είναι πολύ λίγο γνωστή στην ευρύτερη κοινωνία, καθώς καλύπτεται πολύ συνοπτικά στα σχολικά προγράμματα, με έμφαση στην καταπίεση και τις σφαγές. Παρουσιάζεται μια σκοτεινή εικόνα, η οποία είναι ελλιπής, καθώς παραγνωρίζει τον πλούτο και την πολυμορφία της περιόδου –μιας περιόδου τριακοσίων χρόνων. Αυτό είναι εν μέρει κατανοητό και αναμενόμενο, λόγω της πολιτικής κατάστασης και των βαθιά ριζωμένων προκαταλήψεων. Εντός της επιστημονικής κοινότητας, από την άλλη, έχουν γίνει μεγάλα βήματα κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ήδη από τη δεκαετία του 1970 πρωτοπόροι μελετητές άρχισαν να αξιοποιούν οθωμανικές, αλλά και άλλες διαθέσιμες πηγές από εκκλησιαστικά ή προξενικά αρχεία, ενώ τώρα παρουσιάζεται μια νέα γενιά, εξοικειωμένη με τα οθωμανικά αρχεία. Οι ερευνητές αυτοί έχουν φωτίσει πολλές πτυχές της ιστορίας της οθωμανικής Κύπρου. Ευχής έργο θα ήταν να υπάρξει μεγαλύτερη διάχυση των πορισμάτων μελετών, όπως αυτής του Κυπριανού Λούη, στην ευρύτερη κοινωνία του νησιού, ούτως ώστε να αξιοποιηθούν και στην εκπαίδευση.