Kathimerini.gr
Του Σάκη Ιωαννίδη
Στην αρχή το ξύλινο τραπέζι είναι άδειο και ο Γιάννης Καρλόπουλος κάθεται απέναντί μου. Πίσω από την πλάτη του υψώνονται ράφια με βιβλία, φακέλους, περιοδικά, αντικείμενα που φτάνουν σχεδόν μέχρι το ταβάνι, στο ημιυπόγειο εργαστήρι του στα Πετράλωνα. Στα επόμενα λεπτά το τραπέζι γεμίζει. Ο γραφίστας και τυπογραφικός σχεδιαστής που ανέλαβε να δημιουργήσει μια νέα οπτική και τυπογραφική ταυτότητα για τον Καζαντζάκη του 21ου αιώνα αραδιάζει πάνω στην ξύλινη επιφάνεια εκδόσεις του Κρητικού συγγραφέα από το 1955 έως σήμερα.
Βιβλία των εκδόσεων Δίφρος, τίτλοι των λεγόμενων «κόκκινων» εκδόσεων με το σκληρό εξώφυλλο και τα ανάγλυφα γράμματα, οι «καφέ» δερματόδετες με τους τίτλους στο χρώμα του χρυσού –με μια επισημότητα, «νομικίστικη», μου λέει, που αφαιρεί στον συγγραφέα αντί να προσθέτει–, και εκεί βρίσκεται η τελευταία απόπειρα εκμοντερνισμού των εξωφύλλων με έργα του Δημήτρη Χατζόπουλου, πριν τα δικαιώματα για τις ελληνικές εκδόσεις του Νίκου Καζαντζάκη περάσουν από τη Νίκη Σταύρου στα χέρια των εκδόσεων Διόπτρα.
Πώς λοιπόν «φέρθηκε» η τυπογραφία στον Καζαντζάκη σε επίπεδο αισθητικής; «Βάναυσα», απαντάει με μια λέξη ο κ. Καρλόπουλος, εξαιρώντας τις φροντισμένες εκδόσεις του ’55 που είχαν την επιμέλεια του Εμμανουήλ Κάσδαγλη. Οι γνώσεις των παλιών τεχνητών της τυποτεχνίας, συμπληρώνει, δεν μεταδόθηκαν στη νεότερη γενιά, που δούλεψε με τη νέα και φθηνότερη τεχνολογία της στοιχειοθεσίας και της εκτύπωσης.
Ο Γιάννης Καρλόπουλος κλήθηκε να γεφυρώσει οπτικά τις διαφορετικές εποχές και εκδοχές του Καζαντζάκη και να ανανεώσει τα βιβλία σε δύο επίπεδα: στο άμεσα ορατό, στο εξώφυλλο, την πρώτη οπτική επαφή του αναγνώστη με το βιβλίο, αλλά και στο εσωτερικό του, στην αισθητική του σώματος του κειμένου, στην ίδια τη μορφή των γραμμάτων, με σκοπό οι σκέψεις, τα νοήματα, οι αφορισμοί και οι διάλογοι που γράφτηκαν στις αρχές και στα μέσα του 20ού αιώνα να αιχμαλωτίζουν το βλέμμα και την προσοχή του αναγνώστη του 21ου. «Διαβάζοντας ξανά τον “Ζορμπά” είδα ότι η κεντρική ιδέα, η ιδέα της ελευθερίας όπως την έγραψε τότε, είναι πολύ σημαντική σήμερα και θεωρώ ότι είναι παρεξηγημένος συγγραφέας», σημειώνει.
Πιάνω στα χέρια μου τον «Ανήφορο», το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη που γράφτηκε το 1946 ως απάντηση του συγγραφέα στις επικρίσεις που δέχτηκε για την ελαφρότητα του «Ζορμπά» και παρουσιάστηκε πρόσφατα από τη Διόπτρα. Το λευκό εξώφυλλο χρωματίζεται από ένα κόκκινο σύμβολο. Στο ίδιο χρώμα είναι το όνομα του συγγραφέα και σε μαύρο, ο τίτλος και η υπογραφή του στο κάτω μέρος της σελίδας, αλλαγμένη και αυτή και τοποθετημένη σε αντίστιξη με το λογότυπο των εκδόσεων.
Οι «καζαντζακικοί» ίσως αποκωδικοποιήσουν πιο εύκολα την επιλογή του χρώματος. «Θα βρεις λοιπόν, αναγνώστη, στις σελίδες ετούτες την κόκκινη γραμμή, καμωμένη από στάλες αίμα μου…» γράφει ο Καζαντζάκης στην εισαγωγή της «Ασκητικής». «Το αίμα», λέει ο κ. Καρλόπουλος, «μετατρέπεται σε μελάνι στη σχεδιαστική προσέγγιση», ενώ δεν λείπει και η αναφορά στην ιστορία της τυπογραφίας και στο «κόκκινο της καρμίνας» ή της φωτιάς που χρησιμοποιούσε ο Γουτεμβέργιος στις εκτυπώσεις του.
Ο «Ανήφορος» ανήκει στη στοχαστική, όπως την ονομάζει ο Καρλόπουλος, σειρά βιβλίων του Καζαντζάκη και μαζί με τους υπόλοιπους εννέα τίτλους που θα ακολουθήσουν επιδίωξε τη δημιουργία μιας ενιαίας οπτικής ταυτότητας που θα μπορεί να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη της νεότερης γενιάς. «Είναι μια προσπάθεια να αποτυπωθεί το νόημα των βιβλίων όχι με λόγια αλλά με σύμβολα», λέει ο ίδιος. Οι άλλες σειρές βιβλίων, οι ταξιδιωτικές και οι μεταφραστικές του Καζαντζάκη, θα έχουν διαφορετική οπτική ταυτότητα.
To χειρόγραφο του «Ανήφορου», που φυλάσσεται στο Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη στην ιδιαίτερη πατρίδα του συγγραφέα, τους Βαρβαρούς (σημερινή Μυρτιά) της Κρήτης.
Η ράβδος και το DNA
Ετσι, ο «Καπετάν Μιχάλης» συμβολίζεται με την ποιμενική ράβδο, ο «Ζορμπάς» με μια φιγούρα που χορεύει, οι «Αδερφοφάδες» με μια αστραπή που καταλήγει σε μαχαίρι, ο «Ανήφορος» με την αλυσίδα του ανθρώπινου DNA. Γιατί με DNA; «Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα, τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: ο ανήφορος προς τη σύνθεση, τη ζωή, την αθανασία, ο κατήφορος προς την αποσύνθεση», μου διαβάζει ο Καρλόπουλος ξανά από την «Ασκητική». «Ο Ανήφορος στη ζωή είναι στο DNA του ανθρώπου», λέει.
Πρόκειται για ένα «σημειολογικό συλλαβάρι», όπως ονομάζει την οπτική ταυτότητα των εξωφύλλων, ή επί το λαϊκότερον μια ομάδα «ιερογλυφικών/emoji» που θα μπορέσουν να μιλήσουν στον καθένα. Από κοντά και η υπογραφή του Καζαντζάκη, που έγινε περισσότερο γραμμική ώστε να υποδηλώνει την οπτική των σύγχρονων γκράφιτι (και το γνωστό «tagging»), αλλά και ένα οπτικό εργαλείο που μπορεί να είναι και βάση για ένα διεθνές branding του έργου του συγγραφέα.
Τα εξώφυλλα των πρώτων εννέα τίτλων με τη νέα τους οπτική ταυτότητα. Φωτ. ΜΟΥΣΕΙΟ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Βασισμένη στα χειρόγραφα του συγγραφέα η γραμματοσειρά
«Η αισθητική μιας έκδοσης είναι καθοριστική για την πρόσληψη του περιεχομένου της», μου λέει ο Καρλόπουλος και δεν αναφέρεται μόνο στο εξώφυλλο ενός βιβλίου. Μέρος της έκδοσης, το πιο σημαντικό, αποτελεί το σώμα του κειμένου.
Ενα από τα «παράπονα» όσων επιχειρούσαν να αναμετρηθούν με το έργο και το κείμενο του Κρητικού συγγραφέα ήταν η δυσκολία της γραφής του. Το περιεχόμενο απαιτούσε από τον αναγνώστη συγκέντρωση, οι λέξεις που έπλαθε ήθελαν επιμονή και υπομονή· πολλές φορές η αρχιτεκτονική του κειμένου, το πώς εμφανίζεται σε μια σελίδα, οι αποστάσεις των σειρών και των γραμμάτων, τα λευκά περιθώρια, έκαναν την ανάγνωση του Καζαντζάκη δύσκολο εγχείρημα.
Πώς «φέρθηκε» όλες αυτές τις δεκαετίες η τυπογραφία στον Καζαντζάκη σε επίπεδο αισθητικής; «Βάναυσα», απαντάει στην «Κ» ο γραφίστας και τυπογραφικός σχεδιαστής Γιάννης Καρλόπουλος. Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ
Φυσικά, οι λέξεις του δεν αλλάζουν αλλά αυτό που άλλαξε είναι η μορφή τους. Ο Γιάννης Καρλόπουλος σχεδίασε μια νέα γραμματοσειρά, με έναν νεαρό Γάλλο συνεργάτη του, τον Baptiste Delage, ειδικά για τον Καζαντζάκη, που ονόμασε «Grecs d’ Estienne» (τα Ελληνικά του Στεφάνου), αποτίνοντας φόρο τιμής στους Γάλλους τυπογράφους των περασμένων αιώνων. Απόφοιτοι και οι δύο από τη σχολή τυπογραφίας Ecole d’ Estienne, σχεδίασαν τα «νέα γράμματα» του Καζαντζάκη ορμώμενοι από τα χειρόγραφα του συγγραφέα –ο οποίος πάντα έγραφε με πένα στο χέρι– και τις γραμματοσειρές των προηγούμενων εκδόσεων. Μια λεπτομέρεια, που έχει την αξία της, είναι ότι η επεξήγηση των άγνωστων, καζαντζακικών λέξεων γίνεται στο κάτω μέρος της σελίδας αλλά χωρίς την (ενοχλητική) παρουσία αριθμών στο σώμα του κυρίως κειμένου.
Αυτό που εύκολα μπορεί να παρατηρήσει το μάτι του απλού αναγνώστη είναι η αλλαγή στη σχεδίαση του «οφθαλμού» του γράμματος «ο», όπου το βάρος μεταφέρεται πάνω και κάτω αντί για το σύνηθες δεξιά – αριστερά ή διαγωνίως. «Δεν θέλαμε να μιμηθούμε ένα χειρόγραφο του Καζαντζάκη αλλά τη δυναμική του, την ένταση και τον ρυθμό του», λέει. Η αλλαγή του όμικρον συμπαρασύρει και όλα τα γράμματα που το εμπεριέχουν. Η γραμματοσειρά, συμπληρώνει, δημιουργεί την αίσθηση μιας οριζόντιας γραμμής που έχει όμως και τον κυματισμό, τους βοστρύχους, ενός αμπελιού. «Τα κείμενα του Καζαντζάκη είναι όλα γραμμένα με την καινούργια γραμματοσειρά, ενώ ό,τι λέμε εμείς, οι σύγχρονοι, είναι γραμμένα με μια άλλη, παραπλήσια αλλά διαφορετική γραμματοσειρά».
Ο «Ανήφορος» θα κυκλοφορήσει στις 26 Οκτωβρίου, την ημέρα θανάτου του πολυμεταφρασμένου συγγραφέα. Μέχρι το Πάσχα του 2023 αναμένεται να έχει κυκλοφορήσει το μεγαλύτερο μέρος του συγγραφικού του έργου από τη Διόπτρα. Θα αναμετρηθεί ο σύγχρονος αναγνώστης με τον νέο Καζαντζάκη; Μπορεί η προσπάθεια να μοιάζει με «Ανήφορο» αλλά όποιος φτάνει στην κορυφή βλέπει ότι αξίζει τον κόπο.
Για τη νέα σειρά έργων του Νίκου Καζαντζάκη σχεδιάστηκε εξ ολοκλήρου μια καινούργια γραμματοσειρά, η «Grecs d’ Estienne», η οποία συνδυάζει τη δυναμική του καζαντζακικού χειρογράφου και την τυπογραφική ιστορία των έργων του. Φωτ. ΑΡΧΕΙΟ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΛΟΠΟΥΛΟΥ