Του Απόστολου Κουρουπάκη
Ενας από τους βασικούς στόχους των Βραβείων του Γαστρονόμου, που διοργανώνονται και φέτος την Τρίτη 27 Ιουνίου, είναι η παρουσίαση και η ανάδειξη του κυπριακού κρασιού, το οποίο όπως φαίνεται τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να βρίσκει τη θέση που του αξίζει στις κάβες και τους καταλόγους των κυπριακών επιχειρήσεων και οικογενειών. Ηταν πάντα έτσι όμως τα πράγματα; Πάντως γνωρίζουμε το ποίημα του Γάλλου ποιητή Henri d’Andeli «La bataille des vins» [Η μάχη των οίνων] (μετά το 1224), όπου αναφέρει και το κρασί της Κύπρου που κηρύχθηκε ως το καλύτερο της Ευρώπης σε διαγωνισμό που είχε προκηρύξει ο Γάλλος βασιλιάς Φίλιππος-Αύγουστος «Li rois les bons vins corona / Et a chascun son non dona / Vin de Cypre fist apostoile / Qui resplendist comme une estoile», δηλαδή «ο βασιλιάς τα καλύτερα κρασιά βράβευσε / και στο καθένα έδωσε ένα όνομα / το κρασί της Κύπρου ήταν των Αποστόλων / που λάμπει σαν αστέρι». Βέβαια, έκτοτε πέρασαν αιώνες, έμεινε το κυπριακό κρασί στον θρόνο του;
Το 1893 ο καθηγητής της Εθνικής Σχολής του Γρινιόν, βοτανολόγος Pierre Mouillefert (1846-1903) επισκέφθηκε την Κύπρο μετά από πρόσκληση της αποικιακής κυβέρνησης, ο οποίος συνέταξε ειδική έκθεση για τους κυπριακούς αμπελώνες. Ο Γάλλος καθηγητής επισκέφθηκε 15 αμπελο-οινικές περιοχές της Κύπρου, κατέγραψε τα προβλήματα των αμπελώνων και πρότεινε διάφορα μέσα θεραπείας. Πιο συγκεκριμένα ο Mouillefert επισκέφθηκε τη Λάρνακα, τον Αγιο Αμβρόσιο Λεμεσού, το Βουνί, τα χωριά Ποταμιού, Βάσα και Αρσος, το Ομοδος, τα χωριά Λόφου, Συλίκου, Κοιλάνι, Κούκα, τα χωριά Πάνω Πλάτρες, Μανδριά, Πέρα Πεδί και Πελένδρι, τον Αγιο Μηνά, τα χωριά Ζωοπηγή και Καλό Χωριό, τα χωριά Αθρακος, Αρακαπάς, Διερώνα, Μύλος, την Ορά, την Επταγώνια, τη Βαβατσινιά, τα Λεύκαρα, τον Δελήκηπο και τον Κόρνο, τα χωριά Μοσφιλωτή, Αλάμπρα, Λύμπια και Λουρουτζίνα και τα χωριά Δάλι, Πέρα Χωριό και Αγία Βαρβάρα. Η έκθεση του βοτανολόγου Μουλλιέφερ δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Φωνή της Κύπρου» τους μήνες Ιανουάριο – Μάρτιο του 1893. Πριν ακολουθήσουμε όμως τον καθηγητή Mouillefert, ας θυμηθούμε το ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη, που δημοσίευσε στην εφημερίδα του «Ο Διάβολος» στις 5 Απριλίου 1888, με τίτλο «Ένα τραγούδι από καρδιάς προς τους χωριάτες της Μεσαριάς», με το οποίο ο συγγραφέας προτρέπει του κατοίκους της Μεσαορίας να αφήσουν τα σιτάρια και κριθάρια και βαμβάκια, ρόβια, κήπους και λουβιά και «να φυτέψετε αδέλφια τα χωράφια σας αμπέλια, αν ευρίσκεται ολίγος εις την κεφαλήν σας νους, τα σακιά και ταις δουκάνες να τα κάμετε βαρέλια, και τ’ αλώνια και τα σέντε να τα κάμετε λινούς».
Και ο ποιητής συνεχίζει: «Σεις δε κύριοι ορίται του νησιού μας οι κρασάδες, εάν θέλετε σαν πρώτα να χη δόξαν το νησί και αν θέλετε ακόμα να κερδίσητε παράδες επιμεληθήτε λίγον το ωραίον μας κρασί» και πιο κάτω: «Δεν μας ωφελούν η τέχναις δεν μας ωφελούν οι γύψοι, βλάπτουσιν απεναντίας το νησί μας φοβερά. Κι ο που τον καιρό του Νώε πύσσινος ασκός να λείψη, για να ήνε τα κρασιά μας άπισσα και καθαρά».
Ουσιαστικά ο Βασίλης Μιχαηλίδης εντoπίζει τα βασικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι οινοπαραγωγοί της Κύπρου εκείνα τα χρόνια, που δεν ήταν άλλα από τη χρήση γύψου στα κρασιά και την αποθήκευσή τους σε πισσωμένα ασκιά ή κατραμωμένους πίθους. Ενδεικτικές για το μεγάλο αυτό πρόβλημα είναι οι καταχωρημένες διαφημίσεις: «Ό υποφαινόμενος, εγκατασταθείς εσχάτως εν Λεµησσώ Κύπρου, λαµβάνω την τιµήν να ειδοποιήσω τους αξιοτίµ[ους] Κυρίους εµπόρους τους εντός και εκτός της Κύπρου ότι δύναµαι να προµηθεύω οίνους Κύπρου, άνευ ουδεµίας οσμής πίσσης και άνευ γύψου, αρίστης ποιότητος και οιουδήποτε ποσού. ΝΕΟΚΛΗΣ ΙΩΑΝΝ1∆ΗΣ». Για το ζήτημα αυτό βλέπουμε ότι γίνονταν προσπάθειες διόρθωσης του προβλήματος και μάλιστα οι έμποροι προέβαιναν σε διάφορες ενέργειες. Διαβάζουμε στην εφημερίδα «Αλήθεια» το 1888: «Οι έµποροι της πόλεως µας και ιδίως οι κ. κ. Δηµ. Χατζηπαύλου και Γ.Δ. Κακάθύµης περί πολλού ποιούµενοι την βελτίωσιν των κυπριακών οίνων, τους οποίους βλέπουσι παραγκώνιζοµένους εις την Γαλλίαν, ένεκα µόνον του Γύψου και της πίσσης των, ου παύονται παντοιουτρόπως προσπαθούντες και συµβουλεύοντες προς τούτο τους αµπελουργούς, εσχάτως δε και άλλην εγκύκλιον ετύπωσαν και έστειλαν εις τα διάφορα χωρία, συµβουλεύοντες τους αμπελουργούς «τρυγητόν ώριμον, κρασιά χωρίς γύψον, και χωρίς πίσσαν» και τελειώνει η ανακοίνωση: «Ας ελπίσωμεν τέλος πάντων ότι αι σωτήριοι αύται συμβουλαί θα χωρήσωσιν εν τη κεφαλή του αμπελουργού προς ωφέλειάν του».
«Δεν μας ωφελούν η τέχναις, δεν μας ωφελούν οι γύψοι, βλάπτουσιν απεναντίας το νησί μας φοβερά. Κι ο που τον καιρό του Νώε πύσσινος ασκός να λείψη, για να ήνε τα κρασιά μας άπισσα και καθαρά» λέει ο Βασίλης Μιχαηλίδης στο ποίημά του ««Ένα τραγούδι από καρδιάς προς τους χωριάτες της Μεσαριάς».
Από τη Λάρνακα στο Δάλι
Αλλά ας επιστρέψουμε στον εμπειρογνώμονα που κάλεσε η κυβέρνηση, τον Pierre Mouillefert. Ο βοτανολόγος ξεκίνησε από τη Λάρνακα, επισκεπτόμενος τον μεγαλοκτηματία Τζέπη, ο οποίος κατείχε 125 στρέμματα αμπελώνα. Το μισό της σοδειάς ο Τζέπης το μετατρέπει σε σταφύλια και το υπόλοιπο σε σταφίδες. Συνέχισε στον Αγιο Αμβρόσιο Λεμεσού, όπου επισκέφθηκε αμπελοφυτεία έκτασης 900 στρεμμάτων, που βρισκόταν σε υψόμετρο 1.500 ποδιών. Εκεί παράγονται, όπως αναφέρει, μαύρα κρασιά, καλής ποιότητας, εάν όμως τύχουν καλής παρασκευής. Επειτα πήγε στο Βουνί, όπου επισκέφθηκε σύμπλεγμα αμπελώνων έκτασης 4.733 στρεμμάτων σε υψόμετρο 1.500-1.700 ποδιών, όπου παρασκευάζονταν μαύροι οίνοι. Συνεχίζει προς τα χωριά Ποταμιού, Βάσα και Αρσος, όπου ο καθηγητής σημειώνει χαρακτηριστικά: «Τα άνωθι χωρία και προ πάντων το Αρσος παράγουσι καλλίστους μαύρους οίνους, τους καλλιτέρους της νήσου». Από εκεί μετέβη στο Ομοδος, όπου επισκέφθηκε αμπελώνες 3.464 στρεμμάτων σε υψόμετρο 2.400-3.000 ποδιών. Το Ομοδος, μάς πληροφορεί ο καθηγητής, παράγει επίσης μαύρα κρασιά, αλλά κατώτερης ποιότητας από εκείνα του Αρσους, «είναι γυψωμένοι, τραχείς (στυφοί) και κατραμωμένοι». Στο Ομοδος υπάρχει αμπελώνας έκτασης 15 περίπου εκταρίων που παράγουν μοσχάτο οίνο, που μοιάζει με εκείνους της νότιας Γαλλίας. Στο χωριό επίσης κάποιοι κτηματίες χρησιμοποιούν την ποικιλία ξυνιστέρι, παράγοντας γλυκούς λευκούς οίνους, οι οποίοι είναι πολύ καλοί, που θυμίζουν το κρασί της Μαδέρας.
Επισκέφθηκε έπειτα σύμπλεγμα αµπελοφυτειών στα χωριά Λόφου, Συλίκου, Κοιλάνι, Κούκα, έκτασης 13.278 στρεμμάτων, σε ύψος 2.400-3.000 ποδιών και στις Πάνω Πλάτρες, Μανδριά, Πέρα Πεδί και Πελένδρι σύμπλεγμα αµπελοφυτειών έκτασης 6.150 στρεμμάτων, σε ύψος 2.800-3.400 ποδιών. Στον Αγιο Μηνά μελέτησε αμπελοφυτεία έκτασης 1.800 στρεμμάτων σε ύψος 2.700-3.000 ποδιών και σημειώνει πως έχει ωραίους αμπελώνες «φέροντας τακτικώς ετησίους βραχίονας, τους οποίους κατά την κοινήν έκφρασιν αποκαλούσιν Αραπίδες, έχοντας άλλοτε μεν πολλούς άλλοτε δε ολίγους οφθαλμούς». Επόμενος σταθμός η Ζωοπηγή και το Καλό Χωριό, όπου, όπως αναφέρει ο καθηγητής, υπάρχουν αμπελώνες που φτάνουν τα 3.300 στρέμματα και βρίσκονται σε ύψος 2.500 ποδιών «επί ξηρότατων λόφων». Στα δύο αυτά χωριά κυριαρχεί η κουµανδαρία και όπως σημειώνει «οι δε μαύροι είναι επίσης λίαν καλοί». Επειτα πήγε στα χωριά Αθρακός (εγκαταλελειμμένο σήμερα), Αρακαπάς, Διερώνα και Μύλος, όπου υπάρχουν αμπελώνες έκτασης 3.440 στρεμμάτων περίπου, σε υψόμετρο 2.800-3.200 ποδιών και παράγουν κουμανδαρίες και μαύρα κρασιά, και η ποιότητά τους κατά τη μετάφραση της εποχής: «κατά το µάλλον και ήττον καλής ποιότητος», δηλαδή έτσι και έτσι… Συνεχίζει προς την Ορά, την οποία χαρακτηρίζει ως χωριό µε σπουδαία αµπελοφυτεία εκ 1.800 στρεμμάτων σε υψόμετρο 2.700-3.000 ποδιών. «Δύναται τις να είπη, ότι άπαντες οι διά αµπελοφυτείαν αγροί είναι πεφυτευμένοι». Στην Ορά παράγονται γλυκείς μαύροι οίνοι, κουμανδαρία και συνηθισμένοι μαύροι, οι οποίοι θα ήταν καλής ποιότητας, «αν ετύγχανον καλής κατασκευής». Στην Επταγώνια, την οποία επισκέπτεται στη συνέχεια, παράγονται κυρίως μαύρα κρασιά, από αμπελοφυτεία έκτασης 1.955 στρεμμάτων και στη Βαβατσινιά, όπως αναφέρει ο καθηγητής, υπάρχουν πολλοί αμπελώνες (1.400 στρέμματα) σε υψόμετρο 2.800-3.000 ποδιών. Οι οίνοι του είναι μαύροι: «Λίαν τραχείς και κατραμωμένοι», όπως τους χαρακτηρίζει.
Στα Λεύκαρα η αµπελοφυτεία είναι «λίαν εκτεταμένη, αριθμούσα ουχί ολιγώτερον των 3.200 στρεμμάτων, σε ύψος 1.200-1.500 ποδιών» και ο Pierre Mouillefert θεωρεί πως η καλλιέργεια είναι αναλόγως προοδευμένη. Στα Λεύκαρα οι γεωργοί παράγουν κυρίως «κουμανδαρίτην», ο οποίος θα ήταν άριστης εάν είχε την «μικροτέραν περιποίησιν». Συνεχίζει προς τον Δελήκηπο και τον Κόρνο, με τα αμπέλια των δύο αυτών χωριών να βρίσκονται στα βάθη των κοιλάδων στις βάσεις των λόφων, σε έκταση 1.250 στρεμμάτων. «Είναι γενικώς ωραιότατοι προ πάντων όπου είναι πεφυτευμένοι από Ξυνιστέρι, όπερ ευδοκιμεί θαυμασίως» και μας ενημερώνει πως οι βότρεις χρησιμοποιούνται στην παραγωγή κομανδαρίτου ή σταφίδος ή για πώληση. Επόμενη στάση του στα χωριά Μοσφιλωτή, Αλάμπρα, Λύμπια και Λουρουτζίνα, με τους αμπελώνες των χωριών αυτών να εκτείνονται μέχρι τα 1.340 στρέμματα περίπου, σε ύψος 600-1.200 ποδιών. Είναι επίσης τοποθετημένοι στα βάθη των κοιλάδων, ή στις βάσεις των λόφων «επί των καλλιτέρων γαιών». Είναι καλώς καλλιεργημένοι και ωραίοι. Μάλιστα, το ξυνιστέρι είναι άφθονο, και αντέχει καλλίτερον στην ξηρασία από το Μαύρο. Την περιοδεία του τελειώνει στα πλησιόχωρα στη Λευκωσία χωριά Δάλι, Πέρα Χωριό και Αγία Βαρβάρα: «Τα άνωθι χωρία εισίν ολίγον αµπελοφυτευµένα. Σχεδόν δεν έχουσιν έκτασιν 950 στρεμμάτων σε ύψος 600-1.400 ποδιών» και αναφέρει πως αν και εκεί υπερτερούν τα γεννήματα και τα λαχανικά, «µόλον τούτο και οι υπάρχοντες αμπελώνες είναι ωραίοι και αι στάφυλαί των πωλούνται νωπαί». Παράγουν κρασιά μόνο προς ιδία χρήση, που όμως είναι «εσχάτης ποιότητος».
Από το μακρινό 1893 έως σήμερα σαφώς και έχουν γίνει πολλά και σπουδαία στον κυπριακό αμπελώνα, κακές πρακτικές του παρελθόντος έχουν εγκαταλειφθεί, νέες γενιές αμπελουργών και οινοπαραγωγών έχουν αναλάβει την αμπελοκαλλιέργεια και την οινοποίηση και το κυπριακό κρασί βρίσκει τη θέση που του αξίζει στη διεθνή και εγχώρια αγορά. Σε αυτή την εξέλιξη του κυπριακού οίνου τα Βραβεία Ποιότητας του Γαστρονόμου έχουν συμβάλει και μαζί με τους βαρελόφρονες, τους παραγωγούς και τους εγκρατείς φίλου του Βάκχου, ελπίζουμε σε ακόμη καλύτερες σοδειές και κρασιά.
Και κλείνοντας ας θυμηθούμε τον διάλογο στο θεατρικό έργο του Carlo Goldoni στο «La locandiera»: «Και ο Μαρκήσιος είπε: Θέλω να δοκιμάσετε ένα ποτηράκι κρασί της Κύπρου […] πίνεται γουλιά-γουλιά όπως η πεμπτουσία της μέλισσας […] Τι νέκταρ! Τι αμβροσία! Τι μάννα!», «La locandiera», Πράξη δεύτερη, σκηνή VI.