ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Αυτό το Νομπέλ ποιος θα το πάρει;

Τα στοιχήματα και η παραφιλολογία σχετικά με όσους ακούγονται ως «φαβορί» της Σουηδικής Ακαδημίας Επιστημών

Kathimerini.gr

Το 1963 η Ελλάδα πήρε το πρώτο της βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας με τον Γιώργο Σεφέρη. Η ύψιστη λογοτεχνική διάκριση επαναλήφθηκε το 1979 με τον Οδυσσέα Ελύτη. Εκτοτε, η σχέση της χώρας μας με το Νομπέλ Λογοτεχνίας ήταν ανύπαρκτη. 

Αλλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Πώς και από πού προκύπτει; Δεδομένου μάλιστα ότι η Σουηδική Ακαδημία δεν παρουσιάζει υποψηφίους ούτε long ή short list, όπως π.χ. συμβαίνει στο βρετανικό Μπούκερ, στο αμερικανικό Πούλιτζερ ή στο γαλλικό Γκονκούρ. Δεν υπάρχουν επίσημα φαβορί. Η κατάθεση υποψηφιοτήτων γίνεται από τα μέλη της επιτροπής του βραβείου και παραμένουν επτασφράγιστο μυστικό για 50 χρόνια. Τώρα περιμένουμε να δούμε τους υποψηφίους του 1974. Αυτή είναι η πολιτική της Ακαδημίας στη Στοκχόλμη και είναι πολύ αυστηρή: τυχόν διαρροές ή παρατυπίες οδηγούν σε παύση της διαδικασίας βράβευσης, όπως συνέβη το 2017 με το μεγάλο σκάνδαλο σεξουαλικών επιθέσεων που βάρυνε ένα μέλος της επιτροπής και οδήγησε σε παραιτήσεις και αναβολή της βράβευσης του 2018.

Η κατάθεση της λίστας των υποψηφιοτήτων γίνεται από τα μέλη της επιτροπής του βραβείου και παραμένει επτασφράγιστο μυστικό για 50 χρόνια. Τώρα περιμένουμε να δούμε τους υποψηφίους του 1974.

Η ανύπαρκτη σχέση λογοτεχνικής Ελλάδας και Νομπέλ Λογοτεχνίας προκύπτει και από το γεγονός ότι κάθε χρόνο οι περίφημοι bookies, οι ξένες εταιρείες στοιχημάτων, παρουσιάζουν μια σειρά από ονόματα ως «υποψήφια» ή «φαβορί». Είναι μια άτυπη «μικρή λίστα», τελείως αυθαίρετη θεσμικά μιλώντας. Σε αυτή τη λίστα, όλα αυτά τα χρόνια, βλέπαμε κάποια ονόματα να έρχονται και να επανέρχονται. Π.χ., Μουρακάμι, Ατγουντ, Ρουσντί, Ντελίλο, Μπάνβιλ, Οουτς, Μακγιούαν και παλαιότερα (όσο δηλαδή ήσαν εν ζωή) Μακάρθι, Οστερ, Ροθ κ.ά. Οι τεθνεώτες παρέμειναν αβράβευτοι· οι ζώντες ακόμα περιμένουν. 

Είναι ενδιαφέρον όμως ότι και πολλοί νικητές του βραβείου είδαν το όνομά τους στις λίστες των στοιχηματικών εταιρειών. Για παράδειγμα ο νομπελίστας Γιον Φόσε (2023) βρισκόταν στις λίστες των «υποψηφίων» από το 2016. Η Ανί Ερνό, νικήτρια του 2022, ήταν στη λίστα της ίδιας χρονιάς με απόδοση 12/1, δηλαδή ανάμεσα στα «φαβορί» των στοιχημάτων. Το όνομά της «έπαιζε» επίσης και στις λίστες του 2020-21. Το ίδιο συνέβη και με την Ολγκα Τοκάρτσουκ, τον Πέτερ Χάντκε και τη Λουίζ Γκλικ. «Εκπληξη» για τους bookies ήταν ο συγγραφέας Αμπντουλαζάκ Γκούρνα που τιμήθηκε με το βραβείο το 2021. 

Από αυτή τη σωρεία ονομάτων απουσίαζε χαρακτηριστικά η Ελλάδα μετά το 1979. Μιλάμε για σχεδόν μισό αιώνα. Μέχρι που φέτος, στις λίστες ξένων στοιχηματικών εταιρειών, και συγκεκριμένα στη βρετανική Ladbrokes, μία από τις παλαιότερες του είδους, εμφανίστηκε το όνομα της Ερσης Σωτηροπούλου με απόδοση 16/1. Για πρώτη φορά, μεγάλα ξένα έντυπα, όπως ο Guardian, εμφάνισαν μια συγγραφέα από την Ελλάδα μεταξύ των ονομάτων «που ακούγονται φέτος για το Νομπέλ Λογοτεχνίας». Η «Κ» επικοινώνησε με την Ladbrokes αλλά η εταιρεία δεν ανταποκρίθηκε. 

Το βραβείο πήγε τελικά στη Νοτιοκορεάτισσα Χαν Γκανγκ, που έγινε η πρώτη συγγραφέας από αυτή τη χώρα που τιμάται με τη μεγαλύτερη λογοτεχνική διάκριση. Το όνομά της ήταν και αυτό στη λίστα, αλλά χαμηλά στη σειρά των φαβορί, με απόδοση αουτσάιντερ, 33/1. «Η απόδοση για τη βραβευμένη συγγραφέα όμως δείχνει ότι η εταιρεία δεν τη “μέτρησε” σωστά. Αν, για παράδειγμα, έπαιξε το στοίχημα μια ομάδα ατόμων που γνωρίζει τον χώρο του βιβλίου, θα έμοιαζε με ήττα για την εταιρεία», μας λέει ο Θάνος Γκιόκας, ο Sportsbook Director της εταιρείας στοιχημάτων Novibet.

Ο κ. Γκιόκας εξηγεί ότι οι αποδόσεις των στοιχημάτων στις αθλητικές διοργανώσεις προκύπτουν από μετρήσιμα δεδομένα. Υπάρχει ένα μεγάλο ιστορικό μιας π.χ. ποδοσφαιρικής ομάδας, με την απόδοσή της, τα γκολ που έχει σημειώσει, τους βαθμούς της κτλ. σε βάθος χρόνου. Στην περίπτωση όμως των λεγόμενων «fun bets», των στοιχημάτων «διασκέδασης», όπως είναι το Νομπέλ Ειρήνης ή Λογοτεχνίας ή το πρώτο τραγούδι που ενδεχομένως θα πουν οι Oasis στην πρώτη τους συναυλία, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι εταιρείες στοιχημάτων και οι ομάδες που αναλαμβάνουν να καταρτίσουν αυτές τις λίστες εξετάζουν το ιστορικό παλαιότερων βραβεύσεων, το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, τις τάσεις κάθε εποχής, τι «τρεντάρει» ανάλογα με την κάθε κατηγορία στοιχημάτων. Αυτό έκανε και η Novibet για να προσφέρει ένα στοίχημα όχι για το Νόμπελ Λογοτεχνίας αλλά για το Νόμπελ Ειρήνης που και εκεί δεν υπάρχουν επισήμως υποψηφιότητες. «Είδαμε τι κάνουν και οι άλλες εταιρείες και κάναμε και τη δική μας έρευνα αγοράς», εξηγεί. 

Ο συσχετισμός των ονομάτων που εμφανίζονται στις λίστες και των νικητών κάθε χρονιάς προσδίδει κάποια αξιοπιστία στη συζήτηση για τα φαβορί; «Οχι, δεν θα το έλεγα, δεν είναι κάτι σίγουρο. Δεν υπάρχουν δεδομένα, δεν είναι ένα αθλητικό γεγονός που γνωρίζεις μια ομάδα σε βάθος χρόνου. Είναι κάτι αυθαίρετο ουσιαστικά. Σίγουρα κοιτάνε κάποια κριτήρια της αγοράς, δεν είναι όλα στην τύχη, αλλά αυτή η αγορά στοιχημάτων έχει μεγάλο ποσοστό αναξιοπιστίας των αποδόσεων και συνήθως τα όρια του στοιχήματος είναι χαμηλά», σημειώνει, άρα και τα κέρδη για τους παίκτες. Τα στοιχήματα διασκέδασης, προσθέτει ο κ. Γκιόκας, δεν θεωρούνται μεγάλη δεξαμενή εσόδων για μια εταιρεία. «Αυτές οι αγορές ωφελούν περισσότερο το μάρκετινγκ μιας εταιρείας. Εμείς, όσο δεν είμαστε σίγουροι για τις αποδόσεις, κρατάμε τα όρια χαμηλά. Ειδικά σε αυτά που δεν έχουμε δεδομένα. Αν κάποιος στοιχηματίσει για το τραγούδι των Oasis, μπορεί να κερδίσει περίπου 400-500 ευρώ, στα Οσκαρ μεταξύ 2.000-3.000 ευρώ, ενώ σε ένα παιχνίδι Champions League το κέρδος μπορεί να είναι έως και 500.000 ευρώ. Οι διαφορές είναι τεράστιες». Στην Ελλάδα, πάντως, οι περισσότεροι παίζουν στοίχημα για τον διαγωνισμό της Eurovision. Το 2024 έπαιξαν 20.000 άτομα και τα χρήματα που άλλαξαν χέρια έφτασαν το 1 εκατ. ευρώ. Οι προβλέψεις των στοιχηματικών μπορεί να μην επαληθεύτηκαν για την Ερση Σωτηροπούλου, αλλά ήδη το όνομα μιας σύγχρονης Ελληνίδας συγγραφέως ακούστηκε στο εξωτερικό, ενώ τα βιβλία της έγιναν ανάρπαστα στην εγχώρια αγορά μετά τον θόρυβο που προκλήθηκε. 

Πολιτική πτυχή

Η σχέση της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας με το εξωτερικό είναι μια πονεμένη υπόθεση και μεγάλη κουβέντα για πολλούς λόγους. Οταν όμως μιλάμε για Νομπέλ, καλό είναι να θυμόμαστε και μια εξωλογοτεχνική παράμετρο, που όμως είναι πολύ βασική στην ιστορία αυτή: την παράμετρο της πολιτικής.

Οι προβλέψεις των στοιχηματικών μπορεί να μην επαληθεύθηκαν για την Ερση Σωτηροπούλου, αλλά ήδη το όνομά της ακούστηκε στο εξωτερικό, ενώ τα βιβλία της έγιναν ανάρπαστα στην εγχώρια αγορά.

Ποτέ η Ακαδημία δεν θα βραβεύσει έναν ή μία συγγραφέα που δεν αξίζει πραγματικά. Ωστόσο, η βράβευση συνδυάζεται, κατά κανόνα, με μια φανερή, ή λιγότερο φανερή, πολιτική – κοινωνική πτυχή. Π.χ. το 2007, σε εποχές που η Τουρκία είχε την προοπτική της ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ενωση, η Στοκχόλμη βράβευσε τον Ορχάν Παμούκ (που ήταν και το πρώτο τουρκικό Νομπέλ). Η βράβευση το 2022 της Γαλλίδας Ανί Ερνό, μιας γυναίκας της εργατικής τάξης που έγραψε με ευθύτητα και ωμότητα για τον αγώνα της γυναίκας να ορθώσει ανάστημα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, ήρθε σε μια περίοδο ανόδου της woke κουλτούρας. 

Το 1963, η Ευρώπη ανακάλυπτε εντυπωσιασμένη τη νεότερη Ελλάδα. Το 1961, ο Μάνος Χατζιδάκις είχε τιμηθεί με Οσκαρ, ο Νίκος Καζαντζάκης –που είχε συζητηθεί για το Νομπέλ το 1946, προκαλώντας την αντίδραση της «βαθιάς» Ελλάδας– γνώριζε μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό, ο Πάτρικ Λι Φέρμορ είχε εκδώσει το 1958 το βιβλίο του για τη Μάνη, ο Λέοναρντ Κοέν ήταν ήδη στην Υδρα. Εκείνη λοιπόν τη χρονιά, ο Σεφέρης πήρε το Νομπέλ. Ανάλογα, ένα χρόνο μετά το Νομπέλ στον Ελύτη, το 1980, η Ελλάδα εντάχθηκε πανηγυρικά στην τότε ΕΟΚ. 

Θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον αν η Ερση Σωτηροπούλου έπαιρνε το φετινό Νομπέλ πέρα από τους προφανείς λογοτεχνικούς λόγους: θα γινόταν η πρώτη γυναίκα συγγραφέας από την Ελλάδα που θα βραβευόταν, με πεζογραφία που διαποτίζεται από μια σύγχρονη ματιά, πολύ μακριά από την ελληνοκεντρική (και αρχαιοπρεπή) ποίηση των δύο μεγάλων της γενιάς του ’30.

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Πολιτισμός: Τελευταία Ενημέρωση