Του Βασίλη Νέδου
Η προχθεσινή αποστροφή του καγκελαρίου της Γερμανίας Ολαφ Σολτς περί πλήρους υποστήριξης της προώθησης της ενταξιακής διαδικασίας για την Αλβανία, ενώ ήταν εις γνώσιν του το ελληνικό μπλόκο, συνδεδεμένο με την αδιαλλαξία που έχει επιδείξει στην υπόθεση του εκλεγμένου δημάρχου Χειμάρρας η κυβέρνηση του Εντι Ράμα, δεν έπεσε στην Αθήνα ως κεραυνός εν αιθρία. Ηδη τις τελευταίες εβδομάδες κατέφθαναν μηνύματα από το Βερολίνο αλλά και την Ουάσιγκτον ότι η Αθήνα πρέπει να δείξει πως είναι διαλλακτική έναντι του κ. Ράμα. Η απάντηση από την Αθήνα ήταν η ίδια που πριν από λίγες ημέρες επισυνάφθηκε και στα επίσημα έγγραφα της Ε.Ε.: να ορκιστεί ο Μπελέρης, να τύχει δίκαιης δίκης και να γίνει σεβαστό το τεκμήριο αθωότητάς του, όπως επιτάσσει ο πυρήνας του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Οι λόγοι που ο κ. Σολτς επέλεξε να εκφράσει τόσο ανοιχτά την αντίθεσή του προς την Αθήνα είναι δύο ειδών. Ο πρώτος αφορά την ίδια την επένδυση της Αλβανίας στη μεταρρύθμιση του τομέα δικαιοσύνης και κράτους δικαίου της χώρας. Η λεγόμενη Ειδική Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς, που συνηθίζεται να περιγράφουμε εν συντομία με τα αρχικά SPAK, και η οποία δεν έδωσε την άδεια στον Φρέντι Μπελέρη να ορκιστεί, είναι στην πραγματικότητα ένα σώμα διαμορφωμένο με τεχνογνωσία αγγλοσαξονική και χρηματοδότηση και υποστήριξη γερμανική. Οι εισαγγελείς έχουν εκπαιδευθεί στην ακαδημία του FBI στο Κουάντικο της Βιρτζίνια στις ΗΠΑ, αλλά και στο υπουργείο Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου στο Λονδίνο. Για τους Αμερικανούς όπως και για τους Γερμανούς η SPAK είναι το πιο επιτυχημένο παράδειγμα μεταρρύθμισης στα Δυτικά Βαλκάνια και δεν διανοούνται καν ότι μπορεί να γίνει εργαλείο πολιτικής εκμετάλλευσης που αναδεικνύει κυρίως τη δυτική αφέλεια για την κατάσταση στην Αλβανία.
Το δεύτερο είδος διαφωνιών από το Βερολίνο είναι λιγότερο τεχνικό και περισσότερο πολιτικό. Ηδη η Γερμανία είχε εκφράσει την ενόχλησή της τον περασμένο Αύγουστο όταν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συγκαλούσε στην Αθήνα τη Σύνοδο των Δυτικών Βαλκανίων με τη συμμετοχή του προέδρου της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι, δίχως όμως τον Εντι Ράμα. Λίγες εβδομάδες αργότερα ακολουθούσε η συνεδρίαση της «Διαδικασίας του Βερολίνου» στα Τίρανα και κάποιοι στην καγκελαρία και στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών εισέπραξαν την επιτυχημένη ελληνική πρωτοβουλία ως υπονομευτική.
Ενας υπερκείμενος λόγος, ο οποίος δείχνει και την –πολλές φορές βιαστική– προσπάθεια της γερμανικής διπλωματίας να αναπροσαρμοστεί, είναι η κατάσταση στα Δυτικά Βαλκάνια μετά τον Φεβρουάριο του 2022 και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η μέχρι τότε διστακτική Γερμανία μεταφέρθηκε άρδην στο στρατόπεδο όσων επιθυμούν ταχεία και άμεση ένταξη (και χωρίς πολλές προϋποθέσεις) Αλβανίας και Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε. Εμπειροι παρατηρητές υπενθύμιζαν ότι δύο διαδοχικοί υπουργοί Εξωτερικών, ο Νίκος Κοτζιάς και στη συνέχεια ο Νίκος Δένδιας, σε διαφορετικές περιστάσεις, εξηγούσαν σε Γερμανούς (και Γάλλους και Ολλανδούς) συνομιλητές τους για ποιο λόγο είναι κρίσιμο να προχωρήσει η ενταξιακή διαδικασία για την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, ενώ Παρίσι, Βερολίνο και Χάγη συζητούσαν πρόσθετους όρους (αιρεσιμότητα και αναστρεψιμότητα υποψηφιοτήτων). Αυτή η γενικότερη στάση υπέρ της επιτάχυνσης της μετατροπής της Ε.Ε. σε γεωπολιτικό παίκτη εξηγεί και την αποστροφή του κ. Σολτς περί σύνδεσης των αποφάσεων για τη διεύρυνση με τη διαδικασία της ειδικής πλειοψηφίας, που θα ακυρώνει το βέτο από μία και μόνη χώρα.
Από την αλβανική πλευρά πάντως –σε ρητορικό όμως επίπεδο και μόνο– τηρούνται χαμηλοί τόνοι. Χθες, στη συνέντευξη Τύπου στις Βρυξέλλες ο κ. Ράμα περιέγραψε τον κ. Μητσοτάκη ως φίλο και σημείωσε ότι κατά την άποψή του η υπόθεση Μπελέρη είναι κάτι που μπορεί να λυθεί διμερώς και όχι μέσω Ε.Ε.