Του Γιώργου Κακούρη
Να εξετάζουν την κάθε περίπτωση ξεχωριστά προτού προχωρήσουν σε αφαίρεση του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας από πολίτες τρίτων χωρών λόγω διάπραξης σοβαρών αδικημάτων, οφείλουν οι αρχές ενός κράτους μέλους, εξήγησαν στην «Κ» πηγές στις Βρυξέλλες που γνωρίζουν καλά την κοινοτική νομοθεσία, με αφορμή την σχετική ανακοίνωση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Βάσει όμως της νέας ευρωπαϊκής νομοθεσίας η οποία θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ το αργότερο μέχρι τον Ιούνιο του 2026, για να αφαιρεθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας το πρόσωπο θα πρέπει να έχει ήδη καταδικαστεί για σοβαρό ποινικό αδίκημα μετά την άφιξη του στο έδαφος της ΕΕ. Σε αντίθεση με τη σημερινή νομοθεσία όπου μπορεί να ανακληθεί το καθεστώς όταν υπάρχουν ενδείξεις πως έχουν διαπραχθεί σοβαρά εγκλήματα.
Η απόφαση για απόσυρση της συμπληρωματικής προστασίας ρυθμίζεται στο πλαίσιο τόσο του σημερινού κεκτημένου όπου υπάρχει σχετική οδηγία, όσο και στο πλαίσιο του Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, όπου θα υπάρχει σχετικός κανονισμός. Η οδηγία είναι αυτή που μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο ώστε να καταστεί δυνατή η αφαίρεση του καθεστώτος.
Πάντως, αν και υπάρχει η δυνατότητα ανάκλησης και του καθεστώτος πρόσφυγα, που αποτελεί διαφορετική περίπτωση από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, το Δικαστήριο της ΕΕ είχε κρίνει τον Ιούλιο του 2023 πως η καταδίκη του προσώπου δεν αρκεί και πως θα πρέπει να αποδειχθεί πως το πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο προς την κοινωνία.
Η Κομισιόν όπως πληροφορείται η «Κ» βρίσκεται σε στενή επαφή με τις κυπριακές αρχές, αν και μέχρι τη Δευτέρα το βράδυ δεν είχε λάβει το νομικό κείμενο της απόφασης της κυβέρνησης.
Εναπόκειται όμως στο κράτος μέλος, σε αυτή την περίπτωση την Κυπριακή Δημοκρατία, να προχωρήσει διμερώς προς την κατεύθυνση της χώρας καταγωγής ή άλλη χώρα εκτός ΕΕ στο να απελάσει τα πρόσωπα αυτά, τα οποία σίγουρα δεν μπορούν να μεταφερθούν σε άλλα κράτη μέλη.
Νεκρή ζώνη
Εν τω μεταξύ, η Κύπρος είχε διορία μέχρι τις 15 Νοεμβρίου να απαντήσει σε ερωτήματα του ΕΔΑΔ για τη διαχείριση των μεταναστών που βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στη νεκρή ζώνη, ερωτήματα τα οποία είχαν τεθεί μετά από προσφυγή της ΚΙΣΑ, σύμφωνα με ανακοίνωση της οργάνωσης στις 14/11.
Ενώ όμως αρχικά είχε ζητηθεί παράταση μέχρι τις 20/11, αυτή επισπεύσθηκε για το πρωί της 19ης Νοεμβρίου σύμφωνα με δημοσίευμα του «Πολίτη», που αποδίδει την απόφαση στις δηλώσεις του Υφυπουργού Μετανάστευσης Νικόλα Ιωαννίδη για αφαίρεση του συμπληρωματικού καθεστώτος σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Υπενθυμίζεται πως την Παρασκευή ο Υφυπουργός Μετανάστευσης είχε αναφέρει στην Οριάνα Παπαντωνίου στην εκπομπή «Διασπορά Ειδήσεων» στον ΣΠΟΡ FM 95.00 πως τα πρόσωπα που έχουν διαπράξει αδικήματα εκτίουν την ποινή τους στην Κύπρο και στη συνέχεια απελαύνονται αν δεν αποχωρήσουν εθελοντικά για τρίτη χώρα ή τη χώρα τους. Ερωτηθείς σχετικά ανέφερε πως υπάρχει συνεννόηση με κάποιες χώρες για επιστροφές, ωστόσο απέφυγε να αποκαλύψει ποιες είναι οι χώρες αυτές.
Σχολιάζοντας το δημοσίευμα του «Πολίτη» στην ίδια εκπομπή, ο κ. Ιωαννίδης επέμεινε πως η μετακίνηση των προσφύγων από τη νεκρή ζώνη στο κέντρο στην Κοφίνου δεν ήταν αποτέλεσμα πιέσεων του ΕΔΑΔ, αλλά πως η διαδικασία βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη «εδώ και εβδομάδες», αν και παραδέχθηκε πως το ΕΔΑΔ είχε εγείρει το ζήτημα.
Τι είναι συμπληρωματική προστασία
Ως πρόσωπο που δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας θεωρείται ένα άτομο από τρίτη χώρα ή απάτρις που δεν πλήρεί τις προϋποθέσεις για το καθεστώς πρόσφυγα, ωστόσο υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί πως αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, ή στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της προηγούμενης διαμονής του, θα βρεθεί σε σοβαρό κίνδυνο.
Ως πρόσφυγας θεωρείται το πρόσωπο από τρίτη χώρα για το οποίο υπάρχουν βάσιμοι φόβοι για δίωξη του για λόγους φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποιθήσεων ή κοινωνικής ομάδας στη χώρα καταγωγής του, ή για ανιθαγενή όσον αφορά τη χώρα όπου διέμενε προηγουμένως.
Θα χρειάζεται πρώτα καταδίκη
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία για την αναγνώριση του ποιος δικαιούται διεθνούς προστασίας και ποιος όχι, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξετάσουν την κάθε περίπτωση ξεχωριστά προτού προχωρήσουν σε απόσυρση της διεθνούς προστασίας.
Η νομοθεσία αυτή ισχύει μέχρι να αρχίσει η εφαρμογή του Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, το αργότερο μέχρι το 2026. Βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, τα κράτη μέλη μπορούν να ακυρώσουν ή να αρνηθούν την ανανέωση της συμπληρωματικής προστασίας όταν υπάρχουν ενδείξεις πως το πρόσωπο το οποίο αφορά έχει διαπράξει σοβαρά αδικήματα, κάτι που ισχύει και βάσει της νέας νομοθεσίας, με τη διαφορά πως θα πρέπει το πρόσωπο να έχει καταδικαστεί για σοβαρό έγκλημα μετά την άφιξή του στο έδαφος των κρατών μελών.
Υπεύθυνα για την εξέταση των αιτήσεων είναι τα κράτη μέλη, με βάση πάντα το κοινοτικό κεκτημένο, βάσει της οποίας αρχικά πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο ο αιτητής ασύλου πληρεί τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί πρόσφυγας, και στη συνέχεια εφόσον η αξιολόγηση είναι αρνητική, να εξεταστεί κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία.
Βάσει της νομοθεσίας που ισχύει αυτή τη στιγμή, αν αφαιρεθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, το πρόσωπο θεωρείται πλέον πως διαμένει παράνομα στη χώρα. Οι περιπτώσεις αυτές δεν εμπίπτουν πλέον στη διαδικασία για μετεγκατάσταση ή στον εθελοντικό μηχανισμό αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών, και υπόκεινται σε διαδικασίες επιστροφής στη χώρα καταγωγής εκτός και αν υπάρχουν λόγοι που αποκλείουν την επιστροφή.
Και με τη νέα νομοθεσία, μετά την ανάκληση του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, το επηρεαζόμενο πρόσωπο δεν μπορεί να τύχει μετεγκατάστασης σε άλλο κράτος μέλος. Ο μόνιμος πλέον μηχανισμός αλληλεγγύης (που υποχρεώνει τα άλλα κράτη μέλη να συμβάλουν είτε με μετεγκατάσταση είτε με χρηματική στήριξη), μετεγκατάσταση θα δικαιούνται οι αιτούντες διεθνούς προστασίας, και, εφόσον υπάρξει διμερής συμφωνία μεταξύ του κράτους μέλους που συνεισφέρει και του κράτους μέλους που δέχεται τη βοήθεια, θα τη δικαιούνται και οι δικαιούχοι διεθνούς προστασίας στους οποίους το καθεστώς χορηγήθηκε μάξιμουμ τρία χρόνια πριν την έκδοση της εκτελεστικής πράξης του Συμβουλίου της ΕΕ με την οποία δημιουργήθηκε η δεξαμενή αλληλεγγύης για αιτήματα και παροχής βοήθειας σε ετήσια βάση.
Αυτό σημαίνει πως και για τη νέα νομοθεσία, ένα πρόσωπο του οποίου το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας έχει ανακληθεί δεν εμπίπτει στη δυνατότητα μετεγκατάστασης. Αυτό ισχύει και στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί πως το πρόσωπο αποτελεί απειλή για την εσωτερική ασφάλεια, με το κράτος μέλος να είναι υπεύθυνο να προχωρήσει σε έλεγχο ασφάλειας.