

Του Γιάννη Ιωάννου
Ο Γιώργος Α. Γεωργίου, ερευνητής σε θέματα Υπηρεσιών Πληροφοριών, κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο «Ο πράκτορας που πρόδωσε τον Μακάριο» και πρόκειται για μία πρωτότυπη μελέτη που με αφορμή αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIA και τη συνέντευξη το 2023, του υψηλόβαθμου Αμερικανού κατασκόπου Ρόναλντ Έστες, ξετυλίγει το κουβάρι της δράσης του Ρίτσαρντ Γουέλς στην Κύπρο, την περίοδο 1960-1974, και πώς αυτός κατόρθωσε να στρατολογήσει πράκτορα (σ.σ. ή πράκτορες) στο στενό περιβάλλον του Προέδρου Μακαρίου. Ο κ. Γεωργίου λέει στη συνέντευξή του πως ειδικά για την Κύπρο και τα γεγονότα που οδήγησαν στην τουρκική εισβολή, τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIA και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, σε συνδυασμό με κάποια από την ΕΣΣΔ, την Τσεχοσλοβακία, τη Βουλγαρία και την ελληνική ΚΥΠ, «εμπλουτίζουν τις διαθέσιμες πηγές και μας βοηθούν να καταγράψουμε πιο αντικειμενικά την ιστορία».
–Ποιες ήταν οι επιδιώξεις ενός τέτοιου έργου και τι επιχειρείτε να αναδείξετε ιστορικά με το βιβλίο σας αυτό;
–Η αφορμή για την έρευνα και τη συγγραφή του βιβλίου, δηλαδή η αποκάλυψη για τη στρατολόγηση του ιδιαίτερου γραμματέα του Μακαρίου από τη CIA αποτελούσε από μόνη της μια μεγάλη πρόκληση. Με ανύπαρκτη βιβλιογραφία επί του θέματος και με την πάροδο έξι δεκαετιών, το βιβλίο επιδιώκει να φωτίσει μια διάσταση του Κυπριακού, που σχετίζεται με τις Υπηρεσίες Πληροφοριών, στην κρισιμότερη φάση του: από το 1960 έως το 1974, με επιπτώσεις που εκτείνονται μέχρι σήμερα. Πέρα από την προσπάθεια να τεκμηριωθεί η ταυτότητα του πράκτορα δίπλα στον Μακάριο, που καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του βιβλίου, η έρευνα ανέδειξε σημαντικά γεγονότα για διάφορους δρώντες της περιόδου, τις ΗΠΑ, τη Σοβιετική Ένωση και τους δορυφόρους της, τη Χούντα στην Ελλάδα και τον ΟΗΕ. Εκείνη την περίοδο η Κύπρος απασχολούσε σε μεγάλο βαθμό την εξωτερική πολιτική των μεγάλων δυνάμεων και το βιβλίο αναδεικνύει πώς η μυστική πληροφόρηση που είχαν, με πράκτορες και πληροφοριοδότες, συνέβαλε στη χάραξη της πολιτικής τους έναντι του Μακαρίου. Η ιστορία που διδασκόμαστε στα σχολεία και στα πανεπιστήμια συνήθως δεν περιλαμβάνει την παράλληλη πραγματικότητα των Υπηρεσιών Πληροφοριών, οι οποίες με τη δράση τους πολλές φορές καθορίζουν τις εξελίξεις. Το βιβλίο «Ο πράκτορας που πρόδωσε τον Μακάριο» φιλοδοξεί να φωτίσει αυτή την πραγματικότητα εκείνης της περιόδου.
–Στην Κύπρο, διαχρονικά και λόγω της τραγωδίας του 1974, υπάρχει μια τεράστια, σχεδόν συνωμοσιολογική συζήτηση για τις ευθύνες, την εμπλοκή ξένων δρώντων και την αποκάλυψη πρωτογενούς υλικού της περιόδου. Πώς η ανάλυση στο επίπεδο των πληροφοριών βοηθά στην έρευνα;
–Η μυθολογία του Κυπριακού επιβιώνει γιατί εξυπηρετεί πολιτικά και κομματικά συμφέροντα και ενισχύει τις ιδεοληψίες μας. Έχει σε μεγάλο βαθμό αλλοιώσει τη συλλογική μας συνείδηση και υπονομεύει την αντικειμενική αξιολόγηση των γεγονότων και την άντληση συμπερασμάτων για την καταστροφή της πατρίδας μας. Στο πλαίσιο της αποστολής τους οι Υπηρεσίες Πληροφοριών αφενός καταγράφουν τη ζώσα ιστορία, τις προθέσεις, τα σχέδια και τις δράσεις των άλλων κρατών, αφετέρου προσφέρουν επιλογές εξωτερικής πολιτικής στους ηγέτες του δικού τους κράτους, οι οποίες στηρίζονται στην πληροφόρηση που έχουν αναλύσει. Όσο πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι η συλλογή και η ανάλυση των πληροφοριών, τόσο ορθότερες είναι, συνήθως, οι αποφάσεις που λαμβάνονται στη βάση τους. Δεκαετίες μετά, σε χώρες με διαδικασίες αποχαρακτηρισμού απόρρητων εγγράφων, αυτά αποτελούν εξαιρετική πηγή για την ιστορική έρευνα. Κατά τεκμήριο οι συντάκτες τους κατέγραφαν την αυθεντική, όπως την αντιλαμβάνονταν, εκδοχή των γεγονότων, παρέχοντας στους μετέπειτα ερευνητές την πολύτιμη μαρτυρία εντός αντικειμενικού παρατηρητή. Εξετάζοντας τέτοια έγγραφα από διάφορες χώρες, μπορεί κανείς να αποκτήσει εκ των έσω γνώση, αν και ετεροχρονισμένη, για τα γεγονότα που αποτελούν αντικείμενο της ιστορικής έρευνας. Δεν αποκλείεται βέβαια τα έγγραφα αυτά να αποχαρακτηρίζονται κάποτε με σκοπιμότητα, ή επιλεκτικά, ή κάποια σημαντικότερα να παραμένουν απόρρητα. Είναι καθήκον του ερευνητή να επισημαίνει τέτοιες περιπτώσεις. Ειδικά για την Κύπρο και τα γεγονότα που οδήγησαν στην τουρκική εισβολή, τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIA και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, σε συνδυασμό με κάποια από την ΕΣΣΔ, την Τσεχοσλοβακία, τη Βουλγαρία και την ελληνική ΚΥΠ, εμπλουτίζουν τις διαθέσιμες πηγές και μας βοηθούν να καταγράψουμε πιο αντικειμενικά την ιστορία εκείνης της περιόδου.Ο Γιώργος Α. Γεωργίου είναι συγγραφέας του βιβλίου «Ο κατάσκοπος που πρόδωσε τον Μακάριο».
–H Κύπρος, στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου, υπήρξε πεδίο δράσης μυστικών υπηρεσιών και κατασκοπείας, τόσο του δυτικού κόσμου όσο και της Σοβιετικής Ένωσης. Πώς αξιολογείτε αυτή τη δράση υπό το βάρος αποχαρακτηρισμού διαβαθμισμένων εγγράφων, διεθνώς, των τελευταίων χρόνων;
–Κάποια έγγραφα, όπως εκείνα που αναφέρονται σε επιχειρήσεις των μυστικών υπηρεσιών για επηρεασμό της πολιτικής κατάστασης ξένων κρατών, ή σε στρατολόγηση πρακτόρων, ενδέχεται να μην αποχαρακτηριστούν ποτέ. Ορισμένα που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα συνθέτουν για την Κύπρο την εικόνα μιας μεγάλης σκακιέρας με πολλούς παίκτες και κύρια αποστολή την έγκαιρη γνώση των προθέσεων του Μακαρίου και τον επηρεασμό της πολιτικής του. Το ΝΑΤΟ, με την παρουσία των Βρετανικών Βάσεων, διατηρούσε (και διατηρεί) το πλεονέκτημα, ωστόσο η Σοβιετική Ένωση και οι χώρες του Ανατολικού Μπλοκ ήταν άξιοι αντίπαλοι και επιπλέον στήριζαν το ΑΚΕΛ, που με τη σειρά του υποστήριζε τον Μακάριο ενάντια στη Χούντα. Είναι ειρωνεία ότι οι ΗΠΑ, με την ανοχή, αν όχι την υποστήριξή τους προς τη δικτατορία στην Ελλάδα, ανάγκασαν τον Μακάριο να αναζητήσει τη βοήθεια του κομμουνιστικού κόμματος της Κύπρου. Όπως είπε ο ίδιος σε συνάντησή του με τον Πρόεδρο Νίξον το 1970: «Με υποστηρίζουν επειδή δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά και αποδέχομαι την υποστήριξή τους γιατί είναι ένας καλός τρόπος να τους κρατώ υπό έλεγχο». Οι μεν Δυτικοί ανησυχούσαν ότι η Κύπρος μπορεί να διολισθήσει αριστερά, οι δε Σοβιετικοί υπονόμευαν την παρουσία και την επιχειρησιακή δράση των Βάσεων. Αυτό ήταν το πλαίσιο που καθόριζε τη μυστική δράση των κατασκόπων τους και των πρακτόρων που στρατολογούσαν. Για τους Αμερικανούς τα έγγραφα δείχνουν ότι διατηρούσαν εκτενές και αξιόπιστο δίκτυο πληροφοριών και τουλάχιστον έναν πράκτορα με συνεχή, άμεση και απρόσκοπτη πρόσβαση στον Μακάριο. Οι Σοβιετικοί και οι πρώην κομμουνιστικές χώρες είχαν τα δικά τους δίκτυα, που έφταναν μέχρι το Προεδρικό, αλλά πιθανότατα αντλούσαν πληροφορίες και από την πολυπληθή βάση του ΑΚΕΛ, μέσω του Γραφείου Επαγρύπνησης. Διατηρούσαν επίσης κατασκοπευτικά δίκτυα εντός των Βάσεων, τόσο από Κύπριους που εργάζονταν εκεί, όσο και με στρατολόγηση Βρετανών στρατιωτικών. Η Κύπρος όμως ήταν επίσης βάση για συλλογή πληροφοριών και μυστικές επιχειρήσεις σε γειτονικές χώρες, όπως η Συρία και ο Λίβανος. Αν υπήρχε στην Ανατολική Μεσόγειο επίγειος παράδεισος για κατασκόπους και πράκτορες, βρισκόταν στην Κύπρο. Δρούσαν ανεξέλεγκτα.
–Στο έργο σας πραγματεύεστε μια υπόθεση κατασκοπείας που συνδέεται με το κλειστό περιβάλλον του Προέδρου Μακαρίου, αλλά και με μια υπόθεση πολιτικής δολοφονίας Αμερικανού αξιωματούχου, από τη 17Ν, που συγκλόνισε την Ελλάδα μεταπολιτευτικά. Τελικά πόσο διαβρωμένο ήταν το περιβάλλον του Προεδρικού την περίοδο 1960-1977;
–Πριν από την Ανεξαρτησία, οι Βρετανοί, όπως και σε άλλες πρώην αποικίες τους, είχαν φροντίσει να γαλουχήσουν και να αφήσουν πίσω τους μια αγγλόφιλη ελίτ με εκπροσώπους σε όλο το φάσμα της κυβερνητικής μηχανής και της κοινωνίας. Κάποιοι είχαν στρατολογηθεί ως πράκτορες στο ευρύτερο και στο στενό περιβάλλον του Μακαρίου. Εκτός από τους Άγγλους και τους Αμερικανούς, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι πληροφοριοδότες είχαν, ενδεικτικά, οι Σοβιετικοί, οι Τσεχοσλοβάκοι, οι Τούρκοι και η Χούντα. Εκ των υστέρων φαίνεται ότι η ασφάλεια των πληροφοριών στο Προεδρικό ήταν διάτρητη, χωρίς καν να λαμβάνεται υπόψη η κατασκοπεία με τεχνικά μέσα, όπως οι συσκευές υποκλοπών. Το γεγονός ότι ο Μακάριος εργαζόταν και στην Αρχιεπισκοπή, εκτός από το Προεδρικό, διεύρυνε τον αριθμό των προσώπων που είχαν πρόσβαση στο περιβάλλον του και δυσχέραινε την όποια προσπάθεια εμπιστευτικότητας των εγγράφων, των συνομιλιών και των συναντήσεών του.
–Κλείνοντας, θα ήθελα να μας αξιολογήσετε πώς, στην Κύπρο του 21ου αιώνα, η έρευνα και η ενασχόληση με θέματα της λεγόμενης κοινότητας πληροφοριών συμβάλλει στην κατανόηση πολυπλοκοτήτων στο επίπεδο της ανάλυσης για την ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική ή την άμυνα.
–Η πλήρης ψηφιοποίηση των τηλεπικοινωνιών, τα ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ) αλλάζουν άρδην τα δεδομένα στη συλλογή και ανάλυση πληροφοριών. Δεν είναι τυχαίο ότι ισχυρά κράτη, όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα αλλά και η Γαλλία, διαθέτουν παγκόσμια συστήματα ηλεκτρονικής κατασκοπείας που υποκλέπτουν τεράστιο όγκο δεδομένων σε συνεχή βάση. Η ΤΝ επιλύει το μεγάλο πρόβλημα των Υπηρεσιών Πληροφοριών, που συνέλεγαν περισσότερα δεδομένα από όσα μπορούσαν έγκαιρα να επεξεργαστούν και να αναλύσουν. Τα δεδομένα αυτά τροφοδοτούν υπερυπολογιστές, και στο εγγύς μέλλον κβαντικούς υπολογιστές, που αναλύουν κάθε δυνατό σενάριο πολιτικής και προτείνουν την προσφορότερη δράση προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Τα υπουργεία Άμυνας και Εξωτερικών πολλών χωρών στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε αυτές τις νέες τεχνολογίες και επενδύουν συνεχώς σε τεχνογνωσία και υποδομές.To βιβλίο είναι διαθέσιμο σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία καθώς και στον ιστότοπο του συγγραφέα giorgosgeorgiouresearch.com